(πιθανός τίτλος)
« Στο πέρασμα του αδηφάγου χρόνου» ) (όταν ξυπνούν οι λέξεις μου εγώ σωπαίνω)
1) ΑΠΌ ΤΑ ΒΑΘΗ………………….28/10/18
‘‘H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος. ‘‘ Γ. Σεφέρης ….
(«Και μένα μ’ άρεσε να βλέπω/ Προτού τα μάτια μου χαλάσω» (Π324)…»ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ)(Η φωνή των πραγματων)
Αφουγκράζομαι κάθε γωνιά, τους τοίχους, τα τζάμια. Aφουγκράζομαι τις κρύες πέτρινες πλάκες στα πατώματα. Διάσπαρτος ήχος φωνής και σκιές που σέρνονται στα δωμάτια κι εγώ τις λέξεις να μαζεύω που χρόνια ολόκληρα σκορπίστηκαν γύρω… γυρεύω το κάθε τι ν’ ανακαλύψω εντός μου, ίσως να ‘ναι η αλήθεια μου. Κι η αγάπη κομμάτι -κομμάτι στον άνεμο ν’ απλώνεται, ίσως και το χώμα να δροσίζει εκείνο που σκέπασε το τέλος… ίσως κι απ’ το χώμα νέα γέννηση να αναπηδήσει.. ίσως, έτσι λένε…το σώμα από το χώμα γεννιέται κι από εκεί παίρνει ψυχή… κι η απελπισία ; Τη θέλω, τις λέξεις να γεννήσει… μια- μια θα τις διαλέξω με τα απελπισμένα χέρια μου από κάθε γωνιά της κάθε μέρας κι ας πλανήθηκαν στην άκρη της γης… κλείνω τα μάτια και ψάχνω μες τη σιωπή… όλος ο κόσμος εκεί παραδίνεται κι η ψυχή ζωντανεύει… ανοίγει το παράθυρο της μνήμης, στέκεσαι εκεί μ’ ένα μπουκέτο μενεξέδες και προσμένεις τον άνεμο να σ’ αγγίξει το μέτωπο… κι ύστερα πατάς στη γη… το έδαφος δεν είναι λείο και το φως σε προδίδει… ίσως όμως μια λέξη, ο απόηχος μιας σκέψης, καταλαγιάσει τον μέσα κόσμο σου. Μια αγαπημένη φωνή, ίσως, ένα χέρι ζεστό σ’ εμποδίσουν απ’ τις κακοτοπιές.
Ένα πουλί απ’ το πεύκο δίπλα σου κρώζει εκνευριστικά… καμιά δεκαριά περιστέρια κυκλώνουν το μπαλκόνι σου… σύντροφοι σκοτεινοί. Παλιά έφερναν μηνύματα, χαράς, υπομονής, ελπίδας που κρέμαγαν στα λευκά φτερά τους και τα ακουμπούσαν στο περβάζι του παραθύρου σου… τώρα στέκουν στο κάγκελο απόμακρα, τα φτερά τους έγιναν γκρίζα και σε κοιτούν θλιμμένα… συμμάζεψαν κομμάτια της αγάπης απ’ τα φτερά του ανέμου και τα κρέμασαν ψηλά στο φεγγάρι, να μείνουν εκεί, στ’ ασημένιο του χρώμα και σ’ έκαναν διάφανη μεσ’ την ερημιά σου…το φεγγάρι ταξιδεύει όπως πάντα, παίρνει την αγάπη, μαζί και τις συνήθειες τόσων χρόνων, κάθε λογής στιγμές και σε κοιτά από ψηλά χαμογελώντας αινιγματικά…μόνο οι λέξεις σου μένουν, οι αταξίδευτες κι αυτές ακουμπισμένες στα πράγματα μέσα, στέκουν συρρικνωμένες από φόβο. …
Καιρός να σκαλίσεις τα πράγματα λες, αυτά που έχουν σταθεί στα φύλα της ψυχής κι αρχίζεις … απ’ την πρώτη μέρα… όπου τα φύλα στέκουν ατόφια στο πράσινο χρώμα, στο χρώμα της ελπίδας εκείνης που γεννήθηκε σε χρόνους διάφανους, σε χρόνους γεμάτους με όνειρα κοινά δεμένα στο μαξιλάρι. Και χαμογελάς στην κάθε λέξη που οι άκρες του ονείρου χαράζονται στη σκέψη, γίνονται ζωή. Ζωή που γεννιέται μες το ίδιο το κορμί , στο νου και απλώνεται στα πράγματα γύρω.. όλα τα αντικείμενα είναι γεμάτα από τον απόηχο του γέλιου, της λύπης, του θυμού μέσα από μια πολύχρωμη μουσική με τα σημάδια από ατέλειωτες κουβέντες και πρόσωπα αποτυπωμένα που περάσαν, έμειναν, έφυγαν… παντού εικόνες κι από εκείνα τα πρόσωπα τα μακρινά που ίσως ποτέ δεν ξαναδείς κι από εκείνα που ακολούθησε με το φευγιό. Τις νύχτες σα σβήνεις τα φώτα, όλα έρχονται πάλι, στήνουν χορό με ατέλειωτες συνομιλίες, γέλια, δάκρυα και πνίγουν τον ύπνο και συ στη μέση του χορού να χάνεσαι, ν’ αναζητάς νέα πατρίδα, εκείνη με τις γητειές… μα είναι σκλαβωμένη, λες… και πνίγεσαι στους λυγμού σου.
Σήμερα άνοιξα το παλιό το σκρίνιο της γιαγιάς το σκαλιστό με μεράκι από σπουδαίο τεχνίτη του 1900… ξεχύθηκαν οι αναμνήσεις… κι ένα κόκκινο μυστικό στο σχήμα ώριμης φράουλας είχε χωθεί μέσα σ’ ένα βαζάκι είχε σφραγιστεί και πρόσμενε εκεί στρυμωγμένο ανάμεσα σε ποτήρια κρυστάλλινα, πιάτα από πορσελάνη, εκείνα τα παλιά με τις παραστάσεις από ροδομάγουλα κορίτσια και αγόρια στου έρωτα τα σκιρτήματα τα πρώτα και με μικρές ασημένιες φοντανιέρες που σε γυρίζουν πίσω στο χρόνο που σου διηγήθηκαν…
«θα πάρετε ένα σοκολατάκι κύριε πρόεδρε»; ,
«θα θέλατε ένα ποτήρι σουμάδα κυρία υπουργού»;
«κι εσείς κύριε υπουργέ, μήπως ένα λικέρ»;
Και πώς όλοι οι χρόνοι να σβηστούν από του νου τα γυρίσματα που στέκουν αποτυπωμένα στα άγια πράγματα…που κρατήθηκαν χρόνια ολόκληρα μες την κοινή πορεία… και τώρα μένεις μόνη, άδεια να συνομιλείς με ότι σου παρέδωσαν οι προηγούμενες γενιές. Έχουν τη δυνατότητα τα πράγματα να αγιάζουν στιγμές, να κρύβουν τις κακές ή τις αδιάφορες κάτω απ’ την ομορφιά και να τις εξαφανίζουν, με τη διαφάνεια του κρύσταλλου, της ζωγραφισμένης πορσελάνης ή κάποιων καταχωνιασμένων μπιμπελό που δείχνουν πρόσωπα ερωτικά, ή παιδιάστικες φιγούρες. Κι εκείνος ο παλιός καθρέφτης με το επιχρυσωμένο περίβλημα στολισμένο με αγγελούδια, κι αυτά επιχρυσωμένα, να κοιτάς μέσα του και να βλέπεις χιλιάδες πρόσωπα άγνωστα που μόνο από διηγήσεις γνωρίζεις και τόσα πολλά γνωστά κι αγαπημένα, να προβάλλονται στο δικό σου πρόσωπο… και να γυρνάς πίσω στους δικούς σου νεκρούς προσκολλημένη, ξεχασμένη σ’ ένα περιθώριο ζωής. Και τώρα καθισμένη εδώ στην πολυθρόνα που σημάδεψε το τέλος του, να γυρνάς πίσω στο χρόνο, στις στιγμές μέσα απ’ τα πράγματα… για εκείνες που σου μίλησαν, εκείνες που έζησες κι αυτές που ακόμα θαρρείς πως ζεις… ζεις; Ξέρεις όμως τώρα πια πως δεν θα ξανάρθουν…κι ο θάνατος απλώνεται στην ψυχή σου…
Σήμερα ήρθε πολύ πρωϊ, “ξύπνα μου λέει, σε περιμένει το μικρό σκυλί μας για τη βόλτα του. Εγώ πια δεν μπορώ από εδώ να το πάω…ξύπνα λοιπόν…” στάθηκα στην άκρη του κρεββατιού και τον έψαχνα… από που ερχόταν η φωνή αναρωτιόμουν…τα πράγματα γύρω πήραν πάλι τη θέση τους και περίμεναν. Περίμεναν να τα αγγίξω, πάλι να ψάξω μέσα τους. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, έτοιμος για βροχή…”σήκω λοιπόν”, πάλι μου λέει, “θα βρέξει, σήκω να προλάβεις…”σηκώθηκα πήρα το σκύλο μου και βγήκα. Το σύννεφο όλα τα είχε αγκαλιάσει.. τα δέντρα, το δρόμο, το ίδρυμα που στεγάζει τους ηλικιωμένους… μια γριά καθισμένη στην αυλή του τυλιγμένη σ’ ένα γκρίζο σάλι μου φώναζε «τυλίχτηκα στο σύννεφο, δες με, ήρθε για να με πάρει…φεύγω..» ο σκύλος μου τρύπωσε τη μουσούδα του στο κάγκελο να την παρηγορήσει ή να στείλει χαιρετίσματα στον κύρη του, εκείνη άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει κι έμεινε έτσι ακίνητη… με το χέρι αιωρούμενο… της φώναξα με φόβο, μα ένα αδρό χαμόγελο είχε χαραχτεί ακίνητο στα χείλη της…τότε τυλίχτηκα κι εγώ στο σύννεφο της μοναξιάς μου κι έφυγα με βαριά βήματα…βήματα γνωστά μετρημένα καθημερινά που βαραίνουν… ύστερα ήρθε κι η βροχή να ξεπλύνει το βάρος.
Στην κόψη του ξυραφιού, θάνατος και ζωή ανταμώνουν. . Μια αναμονή χαράχτηκε στην ψυχή να με ανασύρει από το χείλος του γκρεμού, εκεί που τα δάκρυα είχαν λιμνάσει, γλιστερό ήταν εκείνο το σημείο. Ήταν μια λέξη, μια ζεστή φωνή, ένα χέρι…από τότε που η σκέψη τριγύριζε σε δρόμους μακρινούς και η ζωή κυλούσε ανάμεσα σε κρότους, τότε που η λησμονιά δεν άγγιζε τα χείλη…
Αγαπάς, αγαπάς τί? Τα πράγματα έχουν τη δική τους υπόσταση, τη δική τους ζωή. Τα κατοικεί ο Θεός. Κάθε σημείο πρόσωπα χαράζει, πρόσωπα που έφυγαν για πάντα. Όλοι οι νεκροί μου παρελαύνουν μέσα απ’ αυτά στις χαραμάδες του τοίχου. Μου μιλούν σε ακατάληπτη γλώσσα, στέκουν μέσα μου κι ορθώνουν κλοιό. Επικοινωνώ μαζί τους με τα δάκρυα. Ένα μαρμάρινο πουλί ήρθε και στάθηκε στον ώμο το δεξί μου με έσυρε σε μέρες μακρινές τότε που με τα δυο μου χέρια χάηδευα τ’ αστέρια και ξυπνούσαν αλήθειες μέσα μου. Τώρα ο κόσμος των νεκρών κυκλώνει ανάσες και σκέψεις. Σκέψεις που αφρίζουν λευκή συμφορά. Δεν θυμάμαι πότε πέθαναν όλοι κι έμεινα εδώ με δυο ανυπεράσπιστους φίλους και μια πεταλούδα με ματωμένο φτερό. Πνίγομαι, ψάχνω πάλι ένα χέρι να με τραβήξει… βγαίνω απ’ το σπίτι. Οι τριανταφυλλιές έχουν ανθίσει. Κοιτώ τα τριαντάφυλλα, είναι κι αυτά δακρυσμένα και τότε αντιλαμβάνομαι πως τα δάκρυα σώζουν απ’ τον πόνο, τη θλίψη και την ενοχή. Τότε νιώθω την ομορφιά της θλίψης. Εξαγνίζομαι προσμένοντας τη χαρά της αθωότητας. Εξαγνίζομαι απ’ την ασύνετη υποχώρηση στη σύνεση. Ελπιδοφόρα τότε η σκέψη στην πάλη μου με το άγριο θηρίο, ακόμα και με τη σκιά του, που καραδοκεί μέσα μου και με προκαλεί. Και τότε σκέπτεσαι πως… όπως κόβεις το ρόδι με τους αιμάτινους σπόρους, κόβεις και την ομορφιά στα δυο, τότε ξαφνικά διαπιστώνεις πως όλα είναι πρόσκαιρα. Η ζωή κρεμιέται αιωρούμενη σ’ ένα παρελθόν, σκεπάζει βιαστικά το φεγγάρι μ’ ένα μαύρο πανί κι ύστερα σβήνει και το κόκκινο άστρο. Τα βήματα αγγίζουν τη σιωπή. Εκρηκτική η φωνή της…μη μιλάτε…θα ξυπνήσουν οι μνήμες …σσς σωπάστε…πονούν οι μνήμες κι ο ήχος απ’ τα βήματα των περαστικών τις ανιχνεύει από τα μυστικά ρυάκια. Μέσα από την άπνοη ακινησία, ξέφυγαν φωνές αγιοσύνης, έσμιξαν με το χώμα και άνθισαν τα τριαντάφυλλα. Κι εσύ ντύθηκες το φόρεμα της λευκής σιωπής. Οι χρωματιστοί φίλοι τότε γίναν δέντρα, γαντζώθηκαν στη ρίζα τους γυρεύοντας το όπλο της λησμονιάς.
Κι εγώ τώρα ανα-χωρώ στου χειμώνα το ξεκίνημα. Χωρώ ξανά σε νέους χώρους, άλλους… σε μια νέα διαφορετικότητα, όπου το υπερκόσμιο συναντά το γήϊνο. Δύο κόσμοι, ένα σχήμα υπερρεαλιστικό. Οι ανάσες ξεχασμένες μαζί με τα χαμόγελα τα ψεύτικα και τις συμβάσεις. Ανα-χωρώ, λοιπόν, μ’ εκείνην την άλλη, που θέλει να ζήσει. Ανα-ζητώ ελευθερία γνήσια κι αληθινή συν-παράσταση… αυτή σπάνια είναι. Δεν δίνεις εύκολα το χέρι σ’ έναν αναχωρητή. Όμως συν-τάσσομαι. Ανα-συν-τάσσομαι στα κλιτά μέρη του λόγου… όπου το γένος παραμένει ατόφιο κι ο αριθμός Ενικός πια. ‘Οσο για την Πτώση, από ‘κει ανα-ζητώ αν-όρθωση, φοβάμαι τις μετα-πτώσεις και πολύ περισσότερο τις κατα-πτώσεις. Στην Ονομαστική, χωρίς αξία πραγματική. Στη Γενική, να είναι καθολική και ενιαία κι όχι αόριστη και ασαφής. Στη Δοτική, έναν περιορισμό, γιατί υπέρ το δέον δοτική χαρακτηρίστηκες. Στην Αιτιατική, άνευ αιτίας και αιτιατού. Και στην Κλητική, φανερώνοντας κλήση σε κάποια επιείκεια…
Ζητώ την επιείκεια από τα πράγματα. Αυτά που με κατακλύζουν με την αγιότητά τους. Το παλιό κάδρο με το βελούδινο κόκκινο καμιζόλι και την χρυσοκέντητη μεταξωτή πουκαμίσα-νυφιάτικη φορεσιά της γιαγιάς στα 1900– τον πίνακα γνωστού ζωγράφου, δώρο παλιού αγαπημένου φίλου του. Την κεντητή «πάντα» του τοίχου, φιλοτεχνημένη απ’ τα χέρια της μητέρας, το σπαθί του πατέρα του. Το κάθε τι, όλα που άγγιξαν τα χέρια τους. Όλοι τους ξαναγυρνούν για να τους διεκδικήσω και πάλι. Να τους τυλίξω ξανά στο σημαδεμένο δέρμα της παλιάς τους υπόστασης και να τους σύρω στην πραγματικότητα. Εκείνην που ζούσαν στ’ αλήθεια. Εκεί που οι νόμοι της αγάπης κανόνιζαν ποιος θα αγαπηθεί, πόσο και πώς…Τώρα Όλοι οι νεκροί μου, καθισμένοι γύρω απ’ το παλιό τραπέζι προσμένουν να τους σερβίρω το φαγητό. Ήρθε κι η φίλη η αγαπημένη από την άλλη άκρη της γης, κρατώντας μικρά αντικείμενα από την Τέχνη των Αβορίγινων, τα σημεία της Τέχνης τους παραμένουν ατόφια. Στρώθηκε και το λευκό τραπεζομάντιλο με τ’ ατλαζένια τριαντάφυλλα- δώρο της ήταν από παλιά- . Εκείνος, καθισμένος στην κορυφή του τραπεζιού, κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό μου, ήταν ακόμα ζεστό. Μέσα στο φευγαλέο εκείνο λεπτό, χρόνια ολόκληρα στριμώχτηκαν εκεί, με χιλιάδες σκέψεις…τότε είδα πράγματα που ίσως ποτέ πριν δεν είχα δει…πράγματα απλά και καθημερινά, είδα που όταν κάποια στιγμή χαμογελούσε τα μάτια του έλαμπαν για ώρες πολλές, τότε που δεν χρειάζονταν λόγια.. ο αδελφός του πλάϊ, η μητέρα, ο πατέρας, η δική του μάνα ακόμα κι ο πατέρας που δεν γνώρισαν ποτέ… οι ουλές του πολέμου φάνηκαν καθαρά στο πρόσωπό του. Αφήνουν χώρο ελεύθερο για τους θείους και κάποιους παλιούς φίλους, που δεν ξεχάστηκαν. Όλοι περιμένουν, με το δυσεύρετο χρώμα του τέλους στο πρόσωπό τους, ατάραχοι, το φαγητό, απ’ τα δικά μου χέρια. Μόνο η μητέρα ακόμα κρατεί την έννοια της για μένα και φορώντας το χαμόγελό της προσπαθεί να σερβίρει με αέρινες κινήσεις… Όμορφα που γελάς, της λέω, σταμάτα όμως να κουράζεσαι δεν βλέπεις που είσαι πεθαμένη;
Το βλέμμα όλων τους είναι μακρινό και διάφανο, στραμμένο επάνω μου, χωρίς να εστιάζεται σε συγκεκριμένο σημείο, λες και διαιρεί τη δική μου υπόσταση που στέκει στην κόψη του ξυραφιού αναμεσίς ζωής και θανάτου, όλοι προσμένουν ακίνητοι, άϋλοι, μ’ ένα χαμόγελο μόνο υπερκόσμιο. Κι εγώ; Αναρωτιέμαι.. η απουσία τους έχει αφήσει πίσω της μια αύρα μια μαρμαρυγή που θα μπορούσε να διακρίνει ο καθένας επάνω μου, ξεκάθαρη κι ευδιάκριτη τόσο που όμως κανείς δεν την πρόσεξε. Τότε ζήλεψα…ζήλεψα εκείνον και τον κόσμο τους, έναν κόσμο ξεχωριστό, απλωμένο στην αγάπη.. σε μια υπερκόσμια γαλήνη. Υπάρχω, λέω ή δεν υπάρχω…ίσως ποτέ δεν υπήρξα…ούτε κι ο χρόνος με τη φθορά του…Φοβάμαι…έξω απ’ το παράθυρο έχει πέσει η νύχτα… Τότε αρπάζω το φόβο και τον κάνω άστρο, άστρο ζωής…με το άστρο το φάσμα του θανάτου προσπερνώ…πρέπει να διαχειριστώ την απουσία του, λέω στον εαυτό μου, που κάνει διαρκή την παρουσία του….και την παρουσία όλων των νεκρών μου. Πρέπει μοναχικά να πορευτώ λέω και βάζω κόκκινο κραγιόν στα χείλη, βάφω τα μάτια στο χρώμα της ελπίδας και με το άστρο μου οδηγό αναζητώ την αλήθεια κατάβαθα μες την καρδιά της ζωής μας…κίνηση που με προκαλεί και μ’ αποδιώχνει… μου γίνεται όμως συνείδηση. Κι η φωνή της λογικής καγχάζει…κάθε τι που συνειδητοποιείται είναι σωστό….μου λέει και προσπερνάει… Η έννοια του σωστού με προβληματίζει…το «σωστό», το «πρέπει»…
Κρατώντας στα χέρια μας μια απέραντη ελευθερία, προχωρήσαμε για πολλά- πολλά χρόνια. Ελευθερία που ενώνει. Δυνατές υπάρξεις, που πορευτήκαν στην παράλληλη μοναξιά του ανθρώπου. Χωρίς τύπους και φιλοφρονήσεις. Συνομιλία στο κάθε τι. Μέχρι που κι αυτή έπαψε. Δεν ήταν πια αναγκαία. Οι βάσεις είχαν στεριώσει. Όμως η μοναξιά απλώνει τα δίχτυα της στις ψυχές σαν πλοκάμια. Κι όλα τα σπρώχνει να κυλούν αργά σε μια πορεία ουδέτερη… κρατώντας τις συνήθειες σαν τρόπο ζωής… ίσως και στασιμότητας, που αφήνει όμως την καρδιά να στριφογυρίζει σκορπισμένη στις πλάκες του πεζοδρόμιου παίζοντας με την ηλιαχτίδα, κρατώντας τ’ άστρα στην τσέπη και τη φαντασία, έναν ολόκληρο κόσμο από φως, να παίζει με τα κύτταρα της ψυχής, να στρέφει τις αισθήσεις στο «Όλον» της ζωής. Στην αγάπη. Στον έρωτα. Στις λέξεις. Έτσι που ο κόσμος να γίνεται αντιληπτός, να γίνεται γνώριμο το ιδανικό της κάθε σχέσης με την καλοσύνη και την ευγένεια να σκεπάζουν την ψυχή. Κι αυτό είναι σοφία. Και τα φτερά του ανέμου να μας σέρνουν κι η βροχή να μας ξεπλένει κι έτσι να πλαταίνει ο κόσμος μέσα μας. Μυστήριο τρομερό η ανθρώπινη ψυχή
Τώρα εδώ καθισμένη πίσω απ’ το τζάμι κοιτώ τα φώτα του απέναντι σπιτιού, ακούω τις χαρούμενες φωνές των παιδιών κι αναμετρώ το χρόνο. Σταλάγματα πόνου οι ώρες κι οι πίκρες αμέτρητες… όμως πώς να νιώσει κανείς την ομορφιά της ζωής χωρίς τον πόνο….ναι ο πόνος είναι ζωή, ο πόνος μας θυμίζει πως υπάρχουμε. Μας οδηγεί στο ωραίο κι αυτό με τη σειρά του στην αγάπη. Την τρέφει, την δυναμώνει, φωτίζει και το φεγγάρι σαν ήλιος κι ακόμα μπορεί να διαβάσει και τη σκιά του, εκείνην που χαρίζεται στην Τέχνη, με χίλιες δυο αποχρώσεις, που φανερώνουν τις αλήθειες του κόσμου, με ασύλληπτες προοπτικές. Προοπτικές που σ’ ανεβάζουν στα ύψη… να δένεις τα όνειρα στην ουτοπία…και γι αυτά είναι πλασμένη η ψυχή…όμως κι από εκεί αιωρείσαι, κρατιέσαι από ένα σχοινί κι αυτό πώς να σ’ αντέξει… μέσα στην ανυπόφορη ερημιά του χάους….Πάλι στέκεις στο έδαφος αναζητώντας τον ήχο μιας φωνής…παίρνεις το τηλέφωνο και καλείς…η κλήση σας προωθείται…σου απαντάει ο τηλεφωνητής. Τότε κρύβεσαι πίσω από τον παλιό μπουφέ…κρύβεσαι από το χρόνο, όπως κρυβόσουν παιδάκι απ’ τη μαμά κλέβοντας το γλυκό που φύλαγε για τους επισκέπτες…εκεί πίσω ήταν το δικό σου καταφύγιο, ο χώρος του απείρου, που χωρούσε μόνο εμένα…κι έτσι περνούν οι ατέλειωτες ώρες και συνηθίζεις. Στέκεσαι πάλι πίσω από το τζάμι, απέναντι έχουν τα φώτα αναμμένα οι επισκέπτες πηγαινοέρχονται, ο ήχος της μουσικής τρυπώνει απ’ τις χαραμάδες… τότε συμβιβάζεσαι με τις απώλειες…ναι όλοι φεύγουμε (λες) χωρίς να προφτάσει να μάθει τίποτα ο ένας για τον άλλον…τώρα πια τι απόμεινε, αναρωτιέσαι, μια πέτρα μόνο με ένα όνομα χαραγμένο, τίποτα άλλο…
Τόσα και τόσα ακόμα περίμενες… και συνομιλείς πάλι με τα πράγματα. Όλα σκεπάζονται γύρω σου μ’ ένα μαύρο πανί σαν κι εκείνο που σκέπασες το φεγγάρι. Κλείνεις τα μάτια και προσμένεις μια ακτίδα πάλι. Ένα γέλιο να ξεχαστείς με τη δύναμη της ελπίδας. Να δέσεις την καρδιά μ’ αυτήν και να πετάξεις. Ίσως βρεις ξανά το κόκκινο άστρο. Και πάλι αναζητάς στιγμές, σε κάθε σημείο. Σκορπίζεσαι σε διάχυτα αισθήματα…και λες…πάνω απ’ όλα το οικοδόμημα «ορθόν». Η ανάγκη της γνώσης του «Όλου» πάλι παρούσα. Τρυπώνεις σε κάθε χαραμάδα φωτεινή ή σκοτεινή… σκέψεις διάσπαρτες. Στην αναγκαιότητα του «Όλου» εμφανίζεται και πάλι η Τέχνη. Η Τέχνη, να ανακαλύπτει τις αλήθειες και να ωθεί σε νέα γνώση, λες και με κάθε έργο της εκπληρώνεται μια προφητεία. .. τότε κι οι αισθήσεις εγείρονται. Φως στα μάτια, φως στο νου, φως στην ψυχή. Όλα εκεί μιλούν κι εκεί εισχωρούν περιμένοντας. Σαν πλαταίνει η σκέψη πλαταίνει κι η αγάπη κι η κάθε αναμονή γίνεται με στωϊκότητα κι υπομονή. Κι εκεί εκτιμάς το δόσιμο ή νιώθεις την έλλειψή του. Μ’ αυτήν δίνεσαι ολοκληρωτικά και προσδιορίζεις το «Όλον» ακόμα και αν διαπιστώνεις την ελλειπτική προσφορά του «άλλου» σ’ αυτό που αναζητάς…όμως τότε αντιλαμβάνεσαι πως η αγάπη του «άλλου» έχει τη δική της δυναμική κι η προσφορά του είναι ανάλογη, ανεξάρτητη από τη δική σου και από αυτήν που περιμένεις απ’ τον «άλλον». Όμως τότε αναρωτιέσαι, τί είναι η αγάπη? Αγάπη είναι να δίνεσαι ανιδιοτελώς, χωρίς ανταπόδοση? Ναι έτσι είναι η αγάπη. Κι ο έρωτας; Πόσες φορές η ιδιοτέλειά του γίνεται φανερή, γεννά εγωϊσμό, γεννά επιθυμίες και αναγκαιότητα… κι όταν αυτός είναι μονόπλευρος, χωρίς ανταπόκριση, αντέχει ή ξυπνά τον εγωϊσμό που καταρρακωμένος απ’ την απόρριψη ανατρέπει αισθήματά και συμπεριφορές; Δύσκολη η απάντηση…
Κοιτάς το κάδρο με το ερωτευμένο ζευγάρι. Το βλέμμα και των δυο στρέφεται ψηλά, αγναντεύοντας το άϋλο, την ιδέα του έρωτα…κι αναρωτιέσαι πόσο δύσκολο είναι να κρατηθείς στα ύψη αυτά που η ψυχή έχει προοριστεί για να αγγίζει.. Όμως έτσι είναι ο έρωτας…κι ύστερα κλείνεται μέσα στο βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας. Έτσι τυλίγονται οι ζωές και δύσκολα ξαλαφρώνουν απ’ αυτό. Όμως το αληθινό και το αυθεντικό σπάνια να συναντήσουν τους ανθρώπους…κι εμείς πετάξαμε τη φρονιμάδα για να κρατηθούμε αληθινοί να σώσουμε τη ζωή μας, «όση μας ανήκει…», έτσι είπαμε.
Τώρα όντας ολότελα μέσα στη μοναξιά και την απομόνωση κοιτώ τη θλίψη κατάματα. Τα πράγματα γύρω σιωπούν, στέκουν ανύπαρκτα, δεν συνομιλούν πια μαζί μου και σκέφτεσαι την προηγούμενη στιγμή, που σε αγκάλιαζε η αγιότητά τους…τώρα μένει μόνη η συνείδηση να ανιχνεύει, να σκαλίζει βαθύτερα, ψάχνοντας για ενοχές… και τα δάκρυα δεν παύουν να κυλούν. Όμως είναι αυτά που ξεπλένουν τον πόνο απ’ το κάθε άδικο κι από κάποιες ερινύες που έρχονται απρόσκλητα. Βροχή τα δάκρυα μ’ αστραπές και αστέρια κι ένα ματωμένο φεγγάρι φορτώνουν στην πλάτη σακιά συνήθειας κι αναγκαιότητας, ένα καπέλο γεμάτο απ’ τη βροχή κι άπειρα καλοκαίρια…μα και χιλιάδες ανείπωτα λόγια..
Τίποτα δεν μου μένει πια, παρά να ευθυγραμμίσω το φως απ’ το σκοτάδι που γεννήθηκε σαν έσκυψα μέσα μου, με στόχο πάλι τα πράγματα, ώστε η αντανάκλασή του σχηματίζοντας μια οξεία γωνία να καρφωθεί μέσα μου και να με κάψει σαν την ελπίδα. Κι ότι η μοίρα μου σχεδίασε πάνω σε μια αναποδογυρισμένη ακτίδα ήλιου που εισχωρεί στη Δύση κι ένα φιλί καρφωμένο στον τοίχο, δεν θα αφήσω να σβήσει το κόκκινο αστέρι απ’ την ψυχή που έκοψε ο λυγμός στα δυο. Κι ας αιμορραγεί η πληγή απ’ το παλιό χρυσάφι που σαν φάντασμα μ’ αλυσοδένει….
Προχωρώ πάλι με το σκύλο μου.. φορώ τα ρούχα του κι είμαι εγώ εκείνος, διπλό στέγαστρο των αγαπημένων, φορώ τα παπούτσια του, τα βήματα μου βαδίζουν στο δρόμο της λευκής θύμησης…Τις λεύκες σαλεύει ο αέρας, φύλλα λευκά σωριάζονται στα πόδια μου κι εγώ συνεχίζω να βαδίζω. Ο δρόμος όπως πάντα ίδιος. Οι ίδιοι κι οι περαστικοί κι όπως πάντα, απόμακροι. Κι ούτε ένας ήχος να ψιθυρίζει απαλά του ονείρου. Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα ίσως ασυνεπές. Παρέχοντάς του τιμή, προσμένοντας έναν άγγελο να απλώσει το φως του. Το ίδρυμα στη θέση του πάλι. Όμως κανείς στον περίβολο δεν φαίνεται πια. Όλα βαθιά κρυμμένα μες της λευκής τυφλότητας το πέπλο. Πέπλο υφασμένο με λόγια γλυκά της πίκρας. Μονάχα ο σκύλος μου να θυμίζει την ομορφιά του εφήμερου. Να σου προσφέρει ελευθερία, τρέχοντας μαζί του ν’ αγγίζεις τον ορίζοντα με το βλέμμα κι ένα νέο φεγγάρι που ξεπροβάλει πίσω απ’ το βουνό. Ένα μικρό αστέρι πέφτει, πέφτει, πέφτει, πέφτω κι εγώ μαζί του…μια ζεστή γνώριμη φωνή αντηχεί στ’ αυτιά μου… αφήνω πίσω το σκοτάδι… κλείνω τα μάτια μήπως κι η λευκότητα αναπηδήσει από μέσα μου…Βαθιές ανάσες με κατακλύζουν κι ύστερα λάμψη από φως…. Κι είναι απίστευτο πως μπορεί έτσι να σε διαπεράσει η ευτυχία…
Είναι κάποιες στιγμές ευφρόσυνες που σου χαρίζονται σαν μια αόρατη μελωδία και σε κρατούν στη ζωή κι είναι ακόμα κι η πληρότητα απ’ τη γνώση που αποκτάς μέσα από τον πόνο της αγάπης εκείνης που ταλανίζει την ψυχή και που σε επιστρέφει σε μια αγνότητα και γίνεσαι παιδί. Και προσπερνάς το θάνατο που στέκει κρυμμένος μες τους μενεξέδες του κήπου σου, ακροπατώντας στα πέταλά τους. Και κλείνεις τα μάτια…παρακαλώντας να ξορκίσουν τις μνήμες που στοιχειώνουν τη σκέψη…και προσμένεις απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο να δεις πάλι το κόκκινο άστρο μες το σκοτεινό ουρανό…Ίσως «τεχνάσματα ακτινοβολίας» να προκαλείς για την ανάγκη της επιβίωσης… Και τότε, λες στον άνεμο που παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του, ‘’πάρε με μαζί σου’’, δεν υπάρχει ο χρόνος, ούτε κι η φθορά του, ποτέ δεν υπήρξε…’’πάρε με μαζί σου’’…
Κι είναι πάλι κάτι στιγμές που η ανάγκη κι η νοσταλγία αναζητούν την απλότητα του χθες και αφήνεσαι στο σήμερα πως τίποτα τάχα μου δεν έχει αλλάξει.. και προχωρείς όπως πάντα με τις ίδιες διαστάσεις σου, με την ψευδαίσθηση …πως… φοράς λουλούδια στα μαλλιά και κουβαλάς στα μάτια σου μαγείας μυστικά μα… και σαν κοιτάζεις το φεγγάρι ακούς καθαγιασμένους ήχους και βλέπεις ένα ρούχο τρυπημένο απ’ την ανάσα που δεν έβγαινε και μάτωνε τα σπλάχνα, να απλώνεται στ’ αστέρια, εκεί που οι άγγελοι προσμένουν, να κρατήσουν για πάντα το χαμόγελο… τώρα η νύχτα απλωμένη με τη λευκή σιωπή της, σ’ αγκαλιάζει κι υπόσχεται γλυκά να κρατήσει παντοτινά την ομορφιά εκείνη…
Τώρα κοιτώ πάλι το τζάμι…θαρρώ πως καθρεφτίζεται εκείνη η μορφή, ύλη που δεν υπάρχει πια…. Απλώνω το χέρι να την αγγίξω, αγγίζω μόνο το κρύο τζάμι μα η μορφή εξακολουθεί να παραμένει…τί μυστήριο… κι ύστερα στέκω απαθής… η αίσθηση του αβοήθητου με καταλαμβάνει…όμως πρέπει να ζήσω, θέλω να ζήσω θα ζήσω και για κείνον. Έτσι μου είχε πει κι εκείνη η αγαπημένη σαν έφευγε τότε …«ζήσε και για μένα»… Ναι θα κρατήσω το γέλιο εκείνο το άδολο κι αληθινό κι εκείνης το γέλιο που αντηχούσε απ’ την άλλη άκρη της γης…θα τα κρατήσω και θα γελώ το υπόσχομαι, ναι έτσι θα προχωρώ…έτσι ήθελε, είμαι σίγουρη…Μόνον έτσι μεγαλώνει ο ορίζοντας, έτσι χάνονται και τα δικά μου όρια.. το ένιωσες, όταν κλεισμένη στο άδειο κλουβί σου, φως μπήκε από μια χαραμάδα και σου φώναξε…γέλα…γέλασε, κρύψε τη χλωμάδα σου, πνίξε τη θλίψη. Άνοιξα τότε το παράθυρο, φυσούσε δυνατά. Όλος ο αέρας χώθηκε μέσα απ’ την μπλούζα μου. Ύστερα ήρθε και στάθηκε στο μυαλό μου, με ορμή. Μια δυνατή βουή χόρευε μέσα στο κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξει κάθε δυσάρεστη σκέψη. Πέρα στον ορίζοντα χρύσιζε η Δύση του ήλιου. Μικρές θαμπές αχτίδες αντανακλούσαν τώρα στο τζάμι. Εστίαζαν το φως στα πράγματα πλάι μου. Σε ‘κείνα τα μικρά αντικείμενα που στολίζουν την παλιά ξυλόγλυπτη εταζέρα.. Μικρά κι αγαπημένα. Σ’ ένα μικρό ασημένιο λουλούδι, δώρο της ξενιτεμένης θείας, στης γιαγιάς το παλιό σκαλιστό καδράκι με τον χρυσοκέντητο σταυρό, στη μπιζουτιέρα της μαμάς, στο γούρι της πρωτοχρονιάς που μου έφερε εκείνος, της τελευταίας, στη σκαλιστή ταμπακιέρα δώρο χαμένου φίλου….σε μια μπακιρένια παλιά λάμπα με ανάγλυφες παραστάσεις, που νύχτες ατέλειωτες φώτιζε τις μελέτες πρώτα του παππού κι ύστερα του πατέρα, τότε που δεν είχαν ακόμα εγκαταστήσει ηλεκτρικό ρεύμα στην επαρχία….Αγιότητα αγκαλιάζει όλα αυτά τα μικρά πράγματα, λες και παίρνουν ζωή, λες και μιλούν λέγοντας με ένα χαμόγελο…καλώς όρισες, η ζωή είναι εδώ… ζήσε την…κι είναι αλήθεια πως μέσα σ’ αυτά τα πράγματα τα μικρά κατοικεί ο θεός….που ορίζει τις στιγμές και τις γεμίζει, γιατί αυτά τις καθορίζουν και τότε σε καταλαμβάνει η ανάγκη ζωής πραγματικής… γιατί κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, βλέπεις ανθρώπους σαν χάρτινες μαριονέτες να ζουν τις χάρτινες ζωές τους. Δένεις τότε κόμπο στο μαντίλι, κλείνεις το παράθυρο, μη στήσουν χορό λες οι μαριονέτες και με παρασύρουν και φεύγεις…κρύβεις την αγάπη σαν πολύτιμο φυλακτό στην καρδιά, και γίνεσαι η «άλλη»…..εκείνη που θέλει να ζήσει…που αγκαλιάζει το κόκκινο τριαντάφυλλο και μέσα απ’ τα πέταλά του αναδύεται ο μέγας κόσμος…σ’ αγγίζει η ομορφιά κι αφήνεσαι να σε τυλίγει το σήμερα στης άκαρπης διαδοχής τις άδειες ώρες, ώρες αβεβαιότητας σε δρόμους πρωτοϊδωμένους τόσα χρόνια πριν, τότε που ένα κόκκινο φύλλο φτερούγιζε ανάμεσα στα πρόσωπα στης οικειότητας το άγγιγμα. Ήταν η στιγμή…που μνήμες ξύπνησαν τα κύτταρα κι αφέθηκαν στο δέρμα όταν κι εκείνο το παιδί έκρυψε τ’ αστέρια στην τσέπη του και ξεκρέμασε το φεγγάρι. Χώρεσε όλο στον κόρφο μου με τόσο φως που έχασε το δρόμο της η φωνή μου γιατί ήθελα να κρατηθώ στην ώρα των πραγμάτων…
Σήμερα ήρθε πάλι εκείνο το πουλί και στάθηκε στο παράθυρό μου, είχε ένα σπασμένο φτερό. Με κοίταξε σιωπηλά. Ένα δάκρυ κυλούσε στα μάτια του. Το δικό μου δάκρυ είχε γίνει πέτρα σ’ ένα πέτρινο προσωπείο, ξένο, μιας άλλης εποχής…Εκεί να σταθείς, μου λέει, δεν βλέπεις; Μες τη ρωγμή του χρόνου ο κόσμος γκρεμίζεται τα όνειρα ξεθωριάζουν.. Τότε μου μάζεψε τα δάκρυα έχτισε ένα πέτρινο τοίχο γύρο μου και πέταξε μακριά…
Κλείστηκα μέσα στον πέτρινο τοίχο, ν’ αναπολώ μέρες και ώρες. Τώρα όμως κι εδώ φοβάμαι, φοβάμαι.. εκείνο το θηρίο που έρχεται κατά πάνω μου να με κατασπαράξει…διαπερνά τον πέτρινο τοίχο…και πλησιάζει .Θέλγεται απ’ τη σκοτεινή μου παρουσία. Απ’ τη λευκή γυναίκα που πνίγηκε μέσα στο μαύρο φόντο…κι ας πρόσμενε ν’ αδειάσει την ανάσα της από τη φυλακή της.. Τα χέρια μου απελπισμένα στέκουν ακίνητα. Τα όρια στενεύουν… στενεύουν πολύ. Φευγαλέα έρχονται στο νου οι μέρες εκείνες που ήταν εδώ…τότε τα όρια χάνονταν…απέραντος ήταν ο ορίζοντας. Και τώρα, σου λένε… «είσαι ελεύθερη»…Τώρα όμως η ελευθερία με δένει με αλυσίδα…η σκέψη κλείστηκε κι έμεινε η αναπόληση μέχρι το ξημέρωμα…μούδιασαν και τα δάκτυλα…που είναι λοιπόν η ελευθερία; Σε ένα θάνατο; Θάνατο που ανέτρεψε τα πάντα; Στη λέξη που πήρε μαζί του;… «πάντα σ’ αγαπούσα»… «κι εγώ».. η απάντηση με σβησμένα μάτια….για ποια ελευθερία λοιπόν; Και τότε κόβεις πάλι την ομορφιά στα δυο, σαν το ρόδι που σπάει, και τυλίγεσαι στα ανεξιχνίαστα χρώματα του τέλους και ψάχνεσαι να σωθείς…από τί, αναρωτιέσαι.. Ίσως από μια χάρη στεφανωμένη με αγκάθινο στεφάνι. Ίσως απ’ τα λίγα κοχύλια που μάζεψες απ’ το βυθό σου. Ίσως κι από μια νέα επανάσταση, αυτήν που η Τέχνη ξεσηκώνει…σαν γίνεται στοιχείο της ύπαρξης, σκαλίζοντας τις αλήθειες σου.
Τις σκαλίζει, και συ περπατάς το χρόνο ανάποδα, τον βλέπεις να σέρνεται επάνω σου αργά, και προσπαθείς να κόψεις ένα λουλούδι που σαν τ’ αγγίζεις μαδούν τα πέταλα όλα μέσα στις χούφτες σου, απ’ τα φιλιά του ανέμου μοσχοβολώντας όμως…κι ο χρόνος γελάει και με ειρωνικό το πρόσωπό του σε κοιτά, στέκεται αμέτοχος κι ύστερα κατρακυλάς στη ράχη του κρατώντας μόνο το άρωμά τους…ενώ χιλιάδες περιστέρια σ’ ακολουθούν σε χορό, κουβαλώντας το χώμα…έχουν τινάξει τα λευκά φτερά τους και προσμένουν την κραυγή του ανθρώπου που άνοιξε τρύπα στο φεγγάρι και διαπερνά φτερά αγγέλων μ’ ένα γέλιο αγάπης στις μνήμες…
Kι ο φόβος της ανατροπής θηρίο άγριο πάλι έχει γίνει.. σάρκες λευκές κατασπαράζει…(κι έμεινε μονάχα ο σκύλος σου να σου θυμίζει τις ομορφιές του εφήμερου)…Κι ο άνεμος ψιθύρισε το φόβο σ’ ένα δέσιμο…ποιο δέσιμο, αλήθεια; Πώς να δεθείς με κόκκινα τριαντάφυλλα; Τ’ αγκάθια τους θα σε ματώνουν, σε κάθε περιπλάνηση του νου στης λίμνης το ταξίδι… Μονάχα με τα φύλλα τους ν’ απλώνεσαι προσμένεις…κι ας είναι πάνω στο καρφί της πόρτας, χελιδόνι, που τιτιβίζοντας ξυπνά τα καλοκαίρια κι όγκοι φωτός σε πλημμυρίζουν, κατρακυλάνε μέσα σου να κρύψουν τις αγρύπνιες… αγρύπνιες που οι ώρες έκλαιγαν, έκλαιγαν φοβισμένες, ποτίζοντας με δάκρυα τις λέξεις…
Λέξεις υγρές, απλωμένες σε σκόρπια μαύρα σχήματα στο σύμπαν, οριοθετούν τα βήματά σου μα προχωράς στο δρόμο ανύποπτη αψηφώντας τις παγίδες, που σου έστησε ο χρόνος ζητώντας την ελευθερία σου κι ο ήλιος στέκεται στα δέντρα μην τρομάξεις, και φοβηθείς …κλείσε τα μάτια και πες πως θα κρατηθείς απ’ την αχτίδα του, εκείνη που κρύφτηκε στον κόρφο σου ακολουθώντας σε κι εσύ αφέθηκες με παιδική αφέλεια σ’ εφηβική ματιά χωρίς τίποτα να σκεφτείς…είχε κι ο ουρανός εκείνο το χρώμα το πορτοκαλί…
Ξύπνησε κι η γηραιά Αλκυόνη και χρύσισε τις μέρες. Η ζωή σου έδωσε το χέρι, ακολούθα με σου λέει, προχώρα, μη σε τρομάξουν οι κακοκαιρίες σαν έλθουν… κι εσύ ακολούθησες κι αφέθηκες… κι ήρθαν μετά βροχές και χαλάζια, πλημμύρες κι αναμονές κι ούτε μια λέξη δεν ακούστηκε κι ούτε ένα χέρι να σε κρατήσει. Και πώς να κρατηθεί η ψυχή…ήρθαν κι εκείνα τα πουλιά, την έπιασαν, τη σκίσανε μες το μαντήλι που ‘χα κρεμάσει στο λαιμό κι ύστερα την ταξίδεψαν…τόσα πολλά ήταν τα κομμάτια της κι απλώθηκαν στα πέρατα της γης
2) Γ. ΑΝΝ ΣΕΞΤΟΝ (μονόλογος)
«Σε μια κατακόρυφη πτώση
Πέφτω με κατακόρυφη πτώση, όπως πέφτεις τις νύχτες σ’ ένα όνειρο, που σε κυνηγούν φαντάσματα. Πέφτω ανάποδα. Ξέρεις πως είναι να βλέπεις τους ανθρώπους ανάποδα; Το κεφάλι κάτω τα πόδια ψηλά κι εκείνα τα μάτια τους να σε κοιτούν άγρια με δόντια που θέλουν να σε κατασπαράξουν, να σε εξαφανίσουν… όπως κι εσύ, μαμά, που θέλησες να εξαφανίσεις τις λέξεις μου, να με εκμηδενίσεις. Οι λέξεις μου έβγαιναν αληθινές μέσα απ’ τα σπλάχνα μου, μέσα απ’ τα δικά μου κύτταρα τότε που ήμουν έφηβη κι είπες με υπεροψία, «κλεμμένες είναι», ενώ οι δικές σου περίτεχνες όμορφα επιτηδευμένες… ναι, μαμά, παραδέξου το, με ευνούχισες. Κλείστηκα τότε σ’ ένα σκοτάδι. Το φεγγάρι να κατρακυλάει στα πόδια μου, να συνθλίβεται κάτω απ’ τα πέλματά μου και μόνο μια μικρή αίσθηση από φως να διαπερνά τους αστραγάλους μου και ν’ ανεβαίνει, ν’ ανεβαίνει μέσα απ’ τις φλέβες μου, να στέκει στην καρδιά.
Ήταν τότε που η αγαπημένη μου θεία Νάνα με πήρε με στοργή κοντά της. Ήθελε να με απαλλάξει από εσένα κι απ’ τη βιαιότητα του πατέρα όταν έπινε. Μα αυτή του η βιαιότητα σημάδεψε τα ένστικτά μου. Πονούσα ηδονικά σαν με κτυπούσε. Ναι, δεν το κρύβω. Όμως εκείνη μου έμαθε να στέκομαι όρθια, να βλέπω την άλλη πλευρά του λόφου και τους ανθρώπους στα μάτια. Μου είπε πως η ζωή είναι έρωτας, είναι αγάπη στο κάθε τι, το κάθε μικρό πράγμα έχει μια αγιότητα, όλα έχουν ψυχή, έλεγε, όλα αντανακλούν μια αλήθεια. Μου έμαθε να κοιτώ τον καθρέφτη μου, να μη βλέπω μέσα του τις σκιές, εκείνες που φοβόμουν να κοιτάξω. Μου έμαθε ν’ αγγίζω τα ανέγγιχτα που προσπερνούσα κι η ζωή μου έμενε λειψή..
Ήμουν ένα μικρό παιδί, το μικρότερο απ’ τα τρία κορίτσια της οικογένειας. Τις νύχτες που οι σκιές με κύκλωναν χωνόμουν στο κρεββάτι τους. Ασύμβατη πάντα στις αρχές και τα πρέπει της οικογένειας. Ποτέ δε μεγάλωσα, ακόμα κι όταν κλεφτήκαμε με τον Κάγιο Σέξτον που έγινε άντρας μου. Συνέχιζα να είμαι παιδί ακόμα κι όταν έγινα μάνα. Ήμουν το παιδί των παιδιών μου. Πάντα μ’ ακολουθούσε η σκιά που διαμέλιζε το χρόνο, στροβιλιζόταν γύρω μου και σκέπαζε παιδιά και άντρα κι έμενα μόνη να κουβαλάω τις ενοχές μου…ακούς μαμά; Πνιγόμουν μες τα δάκρυα κι ήθελα να βάλω ένα τέλος. Μα και τον πρώτο μας καιρό που ο Κάγιο κατατάχτηκε στο ναυτικό κι έφυγε για τον πόλεμο της Κορέας, πριν ακόμα γεννηθούν τα παιδιά, ερχόταν πάλι η σκιά και μ’ έπνιγε, μόνο ένα φως άνοιγε το παράθυρο της ψυχής κι η αλήθεια μου φανερωνόταν στα πρόσωπα των εραστών μου…το φως του έρωτα γαλήνευε την ψυχή μου, που κατακερματισμένη, γινόταν πάλι ψυχή γυναίκας, φλόγιζε το κορμί κι η γυναίκα ξυπνούσε, παθιασμένη κι ευάλωτη. Μα εκείνο το φως φώτιζε ένα μέρος μονάχα της αλήθειας μου, την άλλη άκρη μόνο του ονείρου, που αχνά αιωρείτο μέσα μου τρίζοντας. Κι ύστερα ήρθε το πρώτο παιδί. Ένα κοριτσάκι, που μπήκε στο κορμί μου τότε που πήγα να συναντήσω τον Κάγιο στο πλοίο. Ύστερα συνέχιζα να είμαι μόνη και μου έλλειπε πολύ η στοργή του, όσο εγώ άλλαζα πάνες. Ο ρόλος ζωντάνευε τις σκιές κι ήταν τότε που η Νάνα έχασε τα λογικά της. Τη μέρα που την πήραν βίαια για το ψυχιατρείο, πέθανε κι ένα κομμάτι της ψυχής μου. Ο φόβος μου πως θα την ακολουθούσα μεγάλωνε, με έπνιγε. Τυλιγόμουν στο σκοτάδι. Κι ύστερα ήρθε κι η γέννηση της δεύτερής μου κόρης, που με έφερε στη θέση ενός ανήμπορου παιδιού.
Τα φαντάσματα γύρω μου όλο και απλώνονταν σ’ ένα πέπλο ειρωνείας. Η δουλειά του Κάγιο τον καλούσε μακριά. Παρά τη βοήθεια της μητέρας του, άρχιζε για μένα η κατακόρυφη πτώση. Βυθιζόμουν όλο και περισσότερο στα βαθύτερα σκοτάδια του νου μου. Είπαν πως σε εκρήξεις θυμού, χτυπούσα άγρια τη μικρή μου Λίντα. Μα εγώ, χόρευα μαζί της, έβαζα το δίσκο με τα « “Κόκκινα τριαντάφυλλα για μια Θλιμμένη κυρία”/…προσέξτε όμως/… κόκκινα τριαντάφυλλα σε διάφορα σημεία/ στο κεφάλι, εκείνη τη φορά που νύσταζε σαν το ποτάμι/…στο μπράτσο, σαν να τον έσκισε διαμάντι/ στο πόδι, τσακισμένο σαν ραβδάκι από γλυκόριζα/ όλος ο χορός που κάναμε μαζί,/…»
Κι ύστερα μου πήραν και την επιμέλεια των παιδιών.
Τώρα πονούν τα μάτια μου. Βλέπουν μια εικόνα φρίκης για όλο τον κόσμο γύρω μου. Πονάει το δέρμα μου. Η ζωή μου κι η ύλη μου εξαϋλώνονται, σε μια ανατριχιαστική λευκότητα. Κόβεται η ανάσα μου. Όλα λευκά. Γιατροί, νοσοκόμες, οροί. Ήθελα να ακολουθήσω τη Νάνα. Αποζητούσα τη στοργή της. Τα χάδια της, τα μαραμένα στήθη της να αγγίζουν τα δικά μου. Ακόμα είμαι ένα μικρό παιδί. Τώρα η ψυχή μου είναι έξω από το σώμα μου. Τ’ ακούς μαμά; Σε ζητάω. Θέλω να με δεις . Να πεις, «είναι το μικρό μου κοριτσάκι που αγαπώ»…μα εσύ είσαι τόσο απόμακρη…
Ο γιατρός μου ο δόκτωρ Ορν προσπάθησε να ανακαλύψει κάποιο ταλέντο μου, έναν άλλο ρόλο μέσα μου. Ξέρεις γιατρέ, του είπα, εκτός από το ρόλο του παιδιού, ζω κι ένα νέο ρόλο, αυτόν της μοιραίας γυναίκας που ξετρελαίνει τ’ αρσενικά. Αυτό είναι και το μοναδικό ταλέντο μου. Το ταλέντο της πόρνης. Η ακόρεστη φύση μου το αποζητά. Συγκαταβατικός ο γιατρός μου τότε κούνησε το κεφάλι και μου λέει, γράψε… γράψε για όλα αυτά. Ακόμα και για το σύννεφο που σε πνίγει. Θα σε λυτρώσει. Κι ίσως γράφοντας κι άλλους ανθρώπους κάνεις να νιώσουν καλύτερα.
Μια ρωγμή στο σύννεφο έφερε φως. Κι ένα όνειρο γαλήνευε την ταραγμένη μου σκέψη. Οι λέξεις πάλι στριφογύριζαν σε μορφή σονέτου στη γραφομηχανή μου. Ζωντάνευαν όμως την απόρριψη της εφηβείας μου. Πάλι οι ανατροπές, πάλι εγώ ένα παιδί χαμένο ν’ αποζητά στοργή, φροντίδα. Όσο κι αν ο Κάγιο μου την πρόσφερε τόσο κι οι ενοχές του ρόλου μου με έπνιγαν.. Αρρώστησες μαμά, πολύ βαριά κι εγώ βαραίνω με τις ενοχές μου, πώς είμαι η αιτία της κατάστασής σου. Δε θέλω να ζήσω, είπα ξανά. Κι όλα γίναν και τώρα γύρω μου λευκά. Οι γιατροί, ο θάλαμος, οι οροί. Μόνο η επίσκεψη του δρα Όρν, έφερε ένα σκοπό στη ζωή μου. Ναι, τώρα θα γράψω, μαμά, γιατί υπάρχει κι άλλος σαν κι εμένα, που σαν θα διαβάζει τα ποιήματά μου, δεν θα νιώθει μοναξιά…έτσι μου είπε ο γιατρός μου.
Όλες μου οι εμπειρίες από τις ψυχιατρικές κλινικές έστησαν χορό στην ποίησή μου. «Λα, λα, λα η μουσική επιστρέφει σε μένα κολυμπώντας /και νιώθω τη μελωδία που ακουγόταν/τη νύχτα που με αφήσαν/ σ’ αυτό το ιδιωτικό ίδρυμα πάνω στο λόφο/…/ακόμα και τ’ αστέρια ήταν δεμένα με λουριά στον ουρανό/...» όλα όσα ένιωσα μπήκαν στις λέξεις μου κι ακόμα συνεχίζω να νιώθω, να γράφω. Να γίνομαι η ‘‘άλλη‘‘, να ζω μια ζωή μέσα σε κάθε ποίημα. Να αντέχω, για να φέρνω την αλήθεια μου μέσα σ’ αυτό. Κι ύστερα γίνομαι ένα ψέμα, αφού η διάφανη αλήθεια βρίσκεται μόνο στα ποιήματά μου…
Εγκλωβισμένη είμαι ακόμα όμως, ανάμεσα στον άντρα μου, στα παιδιά μου, στην αρρώστια μου και στο νοικοκυριό. Βλέπεις, «μερικές γυναίκες παντρεύονται σπίτια./Το σπίτι είναι ένα άλλο είδος δέρματος. Έχει καρδιά… » δεν θέλω να συμβιβαστώ. Και δεν είμαι ούτε τριάντα χρονών. Ο γιατρός μου, με παρότρυνε να σπουδάσω. Τα κατάφερα, πίεσα τον αγοραφοβικό εαυτό μου και βγήκα από το σπίτι. Γράφτηκα στο κολλέγιο. Με ενδιέφερε ένα σεμινάριο ποίησης! Δίδασκε εκεί και ο σπουδαίος πανεπιστημιακός καθηγητής Τζον Χολμς. Γνώρισα και μια ποιήτρια την Μαξίν Κούμιν. Έγινε η καλύτερή μου φίλη.
Τώρα νιώθω πως ανήκω κάπου…αλλού… τώρα ανήκω στην ποίηση. Μέχρι τώρα, οι άνθρωποι του ψυχιατρείου μ’ έκαναν να νιώθω αληθινή, γιατί ανήκα σ’ αυτούς. Και είπα τότε…«Αυτοί είναι οι άνθρωποί μου.». Τώρα νιώθω και πάλι αληθινή με τους ποιητές και λέω για δεύτερη φορά, «Αυτοί είναι οι άνθρωποί μου», αν και είχα πάντα στην πορεία την επίπληξη του καθηγητή μου, για τις επιλογές των θεμάτων μου. Έλεγε πάντα η τρέλα και ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο, δεν είναι αξιόλογο υλικό για την ποίηση. Η σχέση μας δεν ήταν καθόλου καλή. Όμως προσπαθούσα πολύ. Στην αρχή συμμορφωνόμουν κι έφτιαχνα ομοιοκατάληκτες στροφές και δούλευα σε αυστηρές φόρμες. Όμως παρ’ όλα αυτά ξαναγυρνούσα στα θέματα της ψυχής. Χρειαζόταν θάρρος, ακόμα και για να μην εμπιστεύομαι την εύκολη μουσικότητα και ν’ αναζητώ την ειλικρίνεια του πεζού λόγου μου. Έτσι δημοσιεύτηκε κι ένα ποίημά μου σε λογοτεχνικό περιοδικό. Νέο σεμινάριο ποίησης στο Οχάϊο, μετά στη Βοστόνη με τον ποιητή Λόουελ. Εκεί γνώρισα και τη Σύλβια Πλαθ, γίναμε φίλες, βγαίναμε συχνά και οι δημοσιεύσεις των ποιημάτων μου σε περιοδικά συνεχιζόταν. Είχα ήδη συγκεντρώσει τα ποιήματά μου για την πρώτη μου ποιητική συλλογή. Είχα πολλές αντιδράσεις. Όμως εγώ επέμενα για την έκδοσή της.
Τότε ήταν η χρονιά που σ’ έχασα, μαμά. «Τη σιχαίνομαι, αλλά την αγαπώ» είχα πει για σένα… «ένα κομμάτι του εαυτού μου θα απελευθερωνόταν, αν πέθαινε, ένα άλλο όμως θα διαλυόταν». Λίγο καιρό μετά πεθαίνει κι ο πατέρας… «…Και οι νεκροί; Δίχως παπούτσια κείτονται/σε βάρκες από πέτρα …». Ένα κομμάτι του εαυτού μου πραγματικά διαλύθηκε..
Με θερμές κριτικές εκδίδεται πια η πρώτη μου ποιητική συλλογή «Προς το Μπέντλαμ και εν μέρει προς τα πίσω ». Ναι ένιωσα μια αποδοχή που ζητούσα από παιδί. Αν και πολλές φορές νοσηλεύτηκα πάλι σε ψυχιατρικές κλινικές, τώρα είχα το δικό μου όνειρο. Πατούσα στέρεα στην επιθυμία μου, στη δική μου απόλυτη ανάγκη. Απελευθερώνομαι. Συνεχίζω τις σπουδές μου. Κερδίζω υποτροφία. Είμαι πολύ υπερήφανη γι αυτό. Κερδίζω και χρήματα από δημόσιες αναγνώσεις. Βλέπεις Κάγιο; Συνεισφέρω κι εγώ στα έξοδα του σπιτιού μας.. κι ας με θεώρησαν οι γονείς σου ανίκανη μητέρα και μου πήραν την επιμέλεια των παιδιών μου. Κάγιο! Κι εσύ, ποτέ σου δεν κατάλαβες σε τι χρησιμεύει η ποίηση. Δεν σε κατηγορώ. Εσύ ασχολείσαι με θέματα που αφορούν επιχειρήσεις. Και στο κάτω -κάτω δεν παντρεύτηκες μια ποιήτρια… παρά ένα απλό κορίτσι που ήθελες να κάνεις σπιτικό μαζί του. « Όμως δεν μπορείς να χτίζεις μικρούς λευκούς φράχτες για να κρατήσεις έξω τους εφιάλτες..». Κι οι ενοχές, σαν ερπετό που σέρνεται μέσα μου, να φέρνουν κλάμα ασταμάτητο. Όμως, «μην κλαις βλάκα» μου είπε σ’ ένα μήνυμα, φίλος ποιητής. «Ζήσε ή Πέθανε, τα πάντα όμως μη δηλητηριάζεις». Ο λόγος του, έγινε μότο μου, με έσπρωξε να συνεχίσω τη γραφή κι ακόμα να ζήσω. Λέω σε μένα, ζήσε εξαιτίας του ήλιου, του ονείρου, του προκλητικού δώρου. «…Μήπως η ζωή είναι ένας ρόλος που παίζεις/κι αδιάκοπα πασχίζεις ν’ απαλλαγείς απ’ αυτόν;/…/Σήμερα η ζωή έσκασε μέσα μου σαν αβγό/κι εκεί μέσα/μετά από πολύ σκάψιμο/βρήκα την απάντηση./.Υπήρχε ο ήλιος…» Τότε πήρα εγώ πια την επιμέλεια των παιδιών μου.
Ακολούθησε κι η δεύτερη ποιητική μου συλλογή. Είπαν οι κριτικές πως ήταν η καλύτερή μου κι απ’ τις οκτώ που κυκλοφόρησαν. Μ’ ένα στίχο από τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ, «Όλοι οι ακριβοί μου», ο τίτλος της. Κερδίζω τώρα πια αρκετά χρήματα και σημαντικές υποτροφίες. Η υγεία μου αρχίζει να βελτιώνεται αισθητά. Όμως η αυτοκτονία της αγαπημένης μου Σύλβια Πλαθ με συγκλονίζει. «Ω, Σύλβια, Σύλβια/…/Κλέφτρα!/…πώς σύρθηκες μονάχη/μέσα στο θάνατο που επιζητούσα τόσο έντονα,/για τόσον καιρό/μέσα στο θάνατο που και οι δυο μας λέγαμε πως/ξεπεράσαμε/αυτόν που φορούσαμε στα λιπόσαρκα στήθη μας…» Οι κρίσεις πανικού κι οι θεραπείες μου συνεχίστηκαν. Όμως ο γιατρός μου ο Δρ Όρν, έπρεπε να φύγει. Θα με αναλάμβανε ο Δρ Zweizung. Μετά από ένα ρομαντικό ταξίδι με τον Κάγιο, ο νέος μου γιατρός μου επιβάλει μια θεραπεία για οκτώ χρόνια με φάρμακα που θα προκαλούσαν σημαντικές παρενέργειες. Τρόμο, αύξηση βάρους, τρέμουλο των χειλιών και κατατονία. Τα ποιήματά μου γίνονται γνωστά, οι διακρίσεις πολλές. Η συλλογή μου «Ζήσε ή πέθανε» αποσπά βραβείο Πούλιτζερ για την ποίηση.
Νέος φόβος άρχισε πάλι να με κυνηγά, με τα γυναικολογικά μου προβλήματα. Με απειλεί ο εφιάλτης του καρκίνου, αυτός που εξαφάνισε τη μάνα μου. Απέφυγα όμως τη χειρουργική επέμβαση. Κι έτσι «Τιμώντας τη μήτρα μου» τραγουδώ… «…Τραγουδάς σαν κοριτσόπουλο./ Δε σε σκίσανε./Γλυκό φορτίο,/τιμώντας τη γυναίκα που είμαι/…/για σένα τραγουδώ. Τολμώ Να ζήσω….» Κι ήταν τότε που ερωτεύτηκα ξανά. Δυνατά. «…Το χέρι σου βρήκε το δικό μου./ Η ζωή όρμησε στα δάκτυλά μου σαν θρόμβος αίματος….» Αγάπησα με πάθος τον νέο μου γιατρό, έντονη ήταν η ανάγκη μου για αποδοχή κι αγάπη, σα μια χοάνη που ποτέ δε γεμίζει. Κι εκείνος μ’ ερωτεύτηκε. Το περιβάλλον μου τότε εξαγριώθηκε. Κι η σύζυγος του γιατρού μου έμαθε για τη σχέση μας. Δεν μου απομένει λοιπόν, παρά να βρω άλλον ψυχίατρο. Του αφιέρωσα όμως το ποίημά μου, «Για τον εραστή μου που επέστρεψε στη γυναίκα του» «…Εκείνη είναι πάντα εκεί, αγάπη μου./ εγώ ήμουν περιστασιακή./ Είδος πολυτελείας. Ένα φανταχτερό κόκκινο καϊκι στο λιμάνι./…/ Σου δίνω πίσω την καρδιά σου./Σου δίνω το ελεύθερο./../Εκείνη είναι στέρεη./Είναι το άθροισμα του εαυτού σου και των ονείρων σου./../ Όσο για μένα, εγώ είμαι νερομπογιά./Φεύγω με το νερό…»
Νέος εφιάλτης πάλι. Ένα πέσιμο με καθηλώνει για ένα χρόνο. Δυσκολεύομαι να γράψω. Σιγά-σιγά συνέρχομαι όμως και συνεχίζω. Το καλοκαίρι με βρίσκει αρκετά καλά με μια πληθώρα επιστολών από επίδοξους ποιητές και αρκετά καλά αμειβόμενες δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων μου. Όμως σ’ αυτές, κάθε φορά και σε κάθε ξεκίνημα ένας εφιάλτης με πνίγει. Με σπρώχνει σε μια κατακόρυφη πτώση. Τα χέρια μου τρέμουν, τα πόδια μου κόβονται. Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ, δεν ξέρω τι… φοβάμαι όλον αυτόν τον κόσμο που με περιβάλλει. Τώρα όμως, παίρνω ένα ποτήρι ποτό στο χέρι και ξορκίζω το φόβο μου, μεταμορφώνομαι, γίνομαι η «άλλη», που ζει το δικό μου ρόλο, νιώθω ότι είμαι πολλοί άνθρωποι μαζί, φορώ τα προσωπεία τους κι επιτίθεμαι σ’ αυτά κι ύστερα βάζω φτερά κι εξαϋλώνομαι. Ελεύθερη μετά κάθομαι στο κέντρο του αμφιθέατρου, πετώ τα παπούτσια μου, κοιτώ εσένα, τον εραστή μου… τον κάθε εραστή μου κάθε φορά… “κι εγώ είμαι η ξυπόλητή σου γκόμενα/…/Τώρα ανεβαίνεις προς τα πόδια/και έρχεσαι να με καρφώσεις στο σημείο της πείνας μου./‘‘ σου λέω και μ’ αρέσει, γίνομαι δυνατή κι ανάβω τσιγάρο…ε… εσείς μ’ ακούτε; «θα ξεκινήσω με ένα ποίημα που περιγράφει τι είδους ποιήτρια είμαι, τί είδους γυναίκα είμαι, οπότε εάν δεν σας αρέσει, μπορείτε να φύγετε πριν συνεχίσω» «Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα/στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα/../Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα./ Έχω υπάρξει ον του είδους της»/ Έτσι έχω ξορκίσει το φόβο, ξερνώ τις αλήθειες μου, ξεγυμνώνω τη θηλυκότητά μου και μη θαρρείτε πως την απορρίπτω. Aδιαφορώ για όλους εσάς, κάποιους ποιητές, κάποιους ακαδημαϊκούς, αν ενοχλείστε. Μου αρκεί πως λίγοι με νιώθουν, αγγίζονται απ’ τις λέξεις μου, τη φωνή μου, την ανάσα μου, δακρύζουν…
Με καλούν να διδάξω δημιουργική γραφή. Η χαρά κι η περηφάνεια μου απερίγραπτες. Όμως πώς θα τα καταφέρω σε μια τάξη από τόσους μαθητές; Πάλι ο πανικός.. Όχι δεν θα διδάξω λογοτεχνία, μόνο θα τους διαβάζω ποιήματα, για να τους μεταφέρω την αίσθηση της εικόνας, της λέξης, την ομορφιά, την ανάγκη έκφρασης της έμφυτης δημιουργικότητας. Κι έτσι κατάφερα τα παιδιά να μ’ αγαπούν. Ροκ μπάντα σχηματίζουν με τ’ όνομά μου και μελοποιούν ποιήματά μου…
Πολλά θέματα της εποχής μ’ αγγίζουν, ακόμα και το αντιπολεμικό ρεύμα που επικρατεί ανάμεσα στους καλλιτέχνες με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Όμως με εκφράζει η ερωτική ποίηση. Η νέα μου συλλογή από ερωτικά και σαρκικά ποιήματά μου βρίσκει μεγάλη επιτυχία. Οι πωλήσεις εκτοξεύονται στα ύψη, παθιάζομαι στη γραφή μου με τον έρωτα / άχρηστο το κορμί μου μέχρι χτες/…/Σήμερα σκίζει τα ρούχα τα σεμνότυφα κόμπο τον κόμπο/…» Δημιουργικά προχωρεί η ζωή μου, καινούργιες ποιητικές συλλογές. Με τις «Μεταμορφώσεις» τα παιδικά μου παραμύθια αλλάζουν μορφή. Μ’ αρέσει να τα διασκευάζω, να προσθέτω και μαύρο χιούμορ και αδιέξοδους συμβατικούς γάμους και σχέσεις αιμομικτικές, ακόμα και με το λεσβιακό έρωτα να καταπιάνονται οι ηρωϊδες των παραμυθιών. «Η γυναίκα/που αγαπάει μια γυναίκα/μένει για πάντα νέα…», αυτό το γνωρίζω καλά.. αξία της ζωής να νιώθεις νέος… όλα λοιπόν ιδωμένα μέσα από ένα πρίσμα παραμορφωτικό, αλλά και με μια τρυφερότητα δοσμένα. Κι «Ο θάνατος των πατεράδων», μια ενότητα που με απασχολεί με τη σχέση πατέρα- κόρης. Ήταν τότε που ένας παλιός οικογενειακός φίλος, μου ανακοίνωσε ότι είχε ερωτικές σχέσεις με τη μητέρα μου κι ότι πίστευε πως ήμουν κόρη του. Ανατροπή πάλι στις ισορροπίες με τον εαυτό μου, ανεξάρτητα αν ήταν αλήθεια αυτό ή ψέμα. Η αναζήτηση της ρίζας μου, της αλήθειας μου, με κατέβαλε.
Παρ’ όλο που η Πανεπιστημιακή μου καριέρα ανέρχεται με νέα διδακτική θέση και πολύ υψηλό μισθό, παρ’ όλο που συνεχίζω να γράφω, οι απανωτές κρίσεις μου με ολιγοήμερες εισαγωγές σε ψυχιατρικές κλινικές συνεχίζονται. Τότε ζητώ διαζύγιο απ’ τον Κάγιο. Βλέπεις… είμαστε δυο άνθρωποι που ξαπλώνουν σε χωριστά όνειρα…και τα όνειρα τότε σ’ εκδικούνται. Οι κόρες μου εξαγριώθηκαν, καθώς και όλο το οικογενειακό μου περιβάλλον. Φεύγω από το σπίτι. Θέλω να μείνω μακριά του. Κάποιοι φίλοι δέχτηκαν να με φιλοξενήσουν. Εξωτερικά έδειχνα ψύχραιμη και ασφαλής, όμως η μοναξιά κι η ανασφάλεια με κατέβαλαν κι όλο βυθιζόμουν και πιο βαθιά στο αλκοόλ και τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Βγήκε και το διαζύγιο. Με πολύ αγώνα κερδίζω το σπίτι και γυρνώ ξανά εκεί. Ανίκητη όμως η μοναξιά μου. Οι κόρες μου έχουν πια τη δική τους ζωή. Οι φίλοι μου κουράστηκαν να με κανακεύουν και να με ενθαρρύνουν. Μέρες και εβδομάδες περνούν χωρίς να κλείνω μάτι. Όλοι με έχουν εγκαταλείψει, εκτός από τη μούσα μου, αυτήν την καλή νοσοκόμα, που με φροντίζει σαν είμαι άλλοτε παθιασμένη και αχαλίνωτη κι άλλοτε ευάλωτη. Άλλοτε θερμή ερωμένη κι άλλοτε απόμακρη. Γλυκιά μητέρα, μαζί και Μήδεια. Ένας ένθερμος θαυμαστής μου, νεότερός μου και ωραίος, με πλησιάζει τότε ερωτικά. Ενδίδω. Η ανάγκη μου να αγαπήσω και να αγαπηθώ ξανά είναι πολύ έντονη. Όμως η σχέση μας γρήγορα διαλύεται κι εγώ καταφεύγω σε χάπια. Η υπερβολική δόση με στέλνει στο νοσοκομείο πάλι. Πάλι βγαίνω, πάλι κάνω απόπειρα αυτοκτονίας. Πάλι το νοσοκομείο, για τρεις πια εβδομάδες.
Επιστρέφω ξανά στα καθήκοντά μου…στα μαθήματά μου, στην ποίησή μου, μυστικιστική κι’ εξομολογητική. Η σκέψη του θανάτου όμως δεν έπαψε να με περιτριγυρίζει. Τρεις του Οκτώβρη του 1974 σε ένα αμφιθέατρο κατάμεστο διαβάζω πάλι τα νέα μου ποιήματα. Σαν μέθυσος έχω κατεβάσει ποσότητες αλκοόλ πριν την ανάγνωση…φοβάμαι τόσο πολύ. Δίνω όμως όλο μου τον εαυτό και τον ξεπερνώ. Παίζω το νέο ρόλο μου, σαν σπουδαία ηθοποιός. Οι ακροατές ενθουσιασμένοι με καταχειροκροτούν. Νιώθω ισορροπημένη. Μετά πηγαίνω στο μάθημά μου στο Πανεπιστήμιο. Όλα είναι τέλεια. Προγραμματίζω για την επόμενη μέρα συνάντηση με την αγαπημένη μου φίλη την Μαξίν Κούμιν. Βρεθήκαμε, φάγαμε μαζί κι ήπιαμε κόκκινο κρασί στις μελλοντικές μας εκδόσεις. Επιστρέφω στο σπίτι. Ήρεμη και αποφασισμένη.
Βγάζω τελετουργικά όλα τα κοσμήματα που φορούσα και μ’ έδειχναν ιδιαίτερα λαμπερή. Τα ακουμπώ στο κομοδίνο μου. Το δακτυλίδι με το μπριγιάν, το βραχιόλι που σαν φίδι χρυσό αγκάλιαζε τον καρπό μου, τα μακριά σκουλαρίκια με τις πολύτιμες πέτρες, τη χρυσή αλυσίδα του λαιμού και τα σαράντα έξι μου χρόνια. Τα κοιτώ και χαμογελώ. Φορώ την παλιά γούνα σου, μαμά, θα σου τη δώσω σαν σε συναντήσω….Γεμίζω το ποτήρι μου με βότκα. Πηγαίνω στο γκαράζ.. Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου…Βάζω δυνατά τη μουσική κι ανάβω τη μηχανή…
Δεν αφήνω τώρα ούτε μια λέξη. Και γιατί άλλωστε να αφήσω; Για την αλήθεια; Έτσι κι αλλιώς είμαι ένα ψέμα. Η διάφανη αλήθεια μου είναι μέσα στα ποιήματά μου. Η ποίησή μου, είναι πιο προχωρημένη από μένα ως προς το ασυνείδητό μου…Θα ήθελα όμως, να σας θυμίσω ένα τραγούδι μου, αυτό που ξεγελάει το χρόνο. /Ήμουν ένα μωρό από πάγο./Πήρα το γαλανό το χρώμα τ’ ουρανού./ Τα δάκρυά μου έγιναν δυο γυάλινες χάντρες./…/Ο αέρας ελάχιστος./Ο αέρας δεν αρκούσε…
Τα είπα όλα, με λέξεις βροχή που ξεγλίστρησαν στη ρωγμή του χρόνου, σε μια κατακόρυφη πτώση… Όμως κι ο έρωτας, που είναι η ανάγκη του χρόνου, ακολουθεί μια πτώση. Έτσι, με τόσες λέξεις κι έρωτα, ο χρόνος επιβραδύνεται δείχνοντας τη σχετικότητά του.
Ένα τίποτα ήταν όλα, λέω…γελάει ο χρόνος, κι εγώ «φθίνω» σαν «μια γριά ποδηλάτισσα» που τρέχει κι αφήνει ανοιχτές πληγές … κοιτάζει ειρωνικά το πρόσωπό μου. Πόσο ανόητη μπορεί να είσαι, λέει, πώς δεν μπόρεσες «αναλογιστικά γραφήματα» από τους γύρω σου να καταλάβεις. Κάλυψη επιδερμική ήτανε όλες μου οι αγάπες, κάτω απ’ το τίποτα παιχνίδια της στιγμής. Τί κρίμα! Σκόρπιες ανάσες, οι ανάσες ζωής κι ύστερα σου είπαν πως φοβήθηκες να δεις τα μέσα σου…τα μέσα σου, αυτά που γέννησαν πνοή. Τάχαμου πως κλείστηκες τυφλά μες’ την ψυχή σου. Μα εκεί βλαστήσανε οι λέξεις. Οι λέξεις που βαραίνουνε τους γύρω σου, τρυπάνε την ψυχή και το κορμί, σαν το κορμί μιας πόρνης, στον πόθο του αδοκίμαστου να το αφήνουν. Γίνανε θρύψαλα οι καθρέφτες, αυτοί που έδειχναν την αγνότητα. Πληγώσανε εκείνο το παιδί και τώρα, «ένα λοιμώδες νόσημα» το αποτελειώνει. Είχε πυροδοτήσει την ψυχή μου το φως απ’ το κόκκινο αστέρι.. .Την είχε τυλίξει σ’ ένα κόκκινο σύννεφο. Και τότε είδα μέσα απ’ αυτό, να βγαίνει άλλο σύννεφο, γκρίζο σαν καπνός, να ξεχύνεται απ’ τα μέσα μου και να αδειάζει την παγωμένη θάλασσα που είχε απομείνει. Να αφήνει όμως και μια ουδετερότητα, ένα κενό.
Παγωμένη και λευκή γυναίκα τώρα μ’ ένα λευκό πουλί στο ώμο μου με τη λευκότητα να διασχίζω σε μια κατακόρυφη πτώση το αέναο, άδεια μέσα μου με το κορμί άδειο κι αυτό…αυτό που τότε το κατοίκησαν τόσοι εραστές…κι ανάλαφρη να εισχωρώ στο κενό, στο μηδέν, στο τίποτα…επιλογή μου!
Πέθανα επτά φορές/με επτά τρόπους/…αφήνοντας το θάνατο να βάλει στο μέτωπό μου το σημάδι του./νεκρή, νεκρή/…Ω, Μαντόνα κράτα με…»
ΕΛΕΝΗ ΛΥΤΡΑ-ΧΑΡΑΡΑ
3) Ο ΧΡΟΝΟΣ
Τα χρόνια φυλλορροούν…Η έννοια του χρόνου γίνεται ιδέα κι αυτός περιορίζεται στις στιγμές. Η αίσθηση του τώρα, η παρουσία φίλων που προκαλεί ανεμελιά…το τίποτα που γίνεται ‘κάτι¨… ένα ‘‘κάτι‘’ που όμως μέσα του τοποθετείς την έννοια ‘‘ζωή‘‘…μα κι από εκεί ανατρέπεσαι…προσπαθώντας να καλύψεις τη ρωγμή του τοίχου που ο σεισμός της ζωής προκάλεσε μην και καταρρεύσει και λυγίσουν πρόσωπα αγαπημένα, ο τοίχος απογυμνώνεται και σ’ αφήνει ένα κενό δυσαναπλήρωτο. Μια τεράστια τρύπα επάνω του που σε βάζει σε νέο προβληματισμό για την ανθρώπινη υπόσταση για τις αξίες αυτής της ίδιας της ζωής… σ’ αφήνει ν’ αναρωτιέσαι για την ίδια σου την ύπαρξη για το οικοδόμημα που έχτισες πιστεύοντας στα γερά του θεμέλια… κι ήταν γερά με ανυπέρβλητες αξίες με θέσεις ισχυρές…πίστεψες ακόμα και στις μοναδικές αισθήσεις που καθόρισαν και ολοκλήρωσαν το είναι σου…
Ήταν ένα βράδυ… βράδυ μοναξιάς απόλυτης…γιατί η ζωή έτσι το θέλησε… να σε απογυμνώσει απ’ ότι αφειδώς σου πρόσφερε για χρόνια ολόκληρα…κοιτούσες το σύμπαν μέσα απ’ τα παράθυρα της νέας τεχνολογίας, γελώντας, κλαίγοντας, αστειευόμενη σ’ ένα παιχνίδι μη κατάρρευσης…εικονικές φιλίες, πρόσωπα του παρόντος αγαπημένα, του παρελθόντος, ακόμα και του μέλλοντος πιστεύοντας από ένστικτο στην αναγκαιότητα του αύριο, γιατί η ίδια η ζωή και οι συνθήκες της σου στέρησαν ένα αύριο που περίμενες και πίστευες ελπίζοντας στη ζεστασιά του…Κι εκεί μια παρουσία απ’ τα πολύ μακρινά χρόνια σου ξύπνησε νεανικές στιγμές, εφηβικές γυρίζοντάς σε πίσω σε μέρες αθωότητας….τί πιο όμορφο, να ξυπνούν μνήμες… μπλε ποδιά κι άσπρος γιακάς, γρατζουνισμένα γόνατα, όνειρα ατέλειωτα, άφθαρτα, πειράγματα σε δασκάλους, συμμαθητές, περιπέτειες με φίλες αγαπημένες, μακρινές πια…κι εκθείαζες την τεχνολογία που έστω και εικονικά σου δίνει ερείσματα ζωής….μα…η τεχνολογία κάνει και τα λάθη της…η παρουσία εκείνη, για άλλη σε εξέλαβε…κι αρχίζει ένας κύκλος, φαύλος…κι αναρωτιέσαι…τόσα γλυκόλογα για μένα…με ποια βάση; και γελάς κι αφήνεις το παιχνίδι να τραβάει με αστεϊσμό…το είχες και ανάγκη… μέχρι που γίνονται πια οι αποκαλύψεις….κι εδώ με μια θεατρική ανατροπή η παρουσία εκείνη, με τρόπο εύσχημο και γλυκύ, να προσπαθεί ερωτικά να σε αφυπνίσει…Το ρόλο το θεατρικό όσο και καλός κι αληθινός να είναι τον αναγνωρίζεις όμως και τον αντιδιαστέλλεις από αυτόν της ίδιας της ζωής….αφήνεσαι βέβαια σ’ ένα λεκτικό παιχνίδι, αντιπαλεύοντας τις ελλείψεις σου…συνειδητοποιώντας παράλληλα και την έλλειψη υπόστασης των λεγομένων…. Και γελάς…γελάς…και λες υπάρχω ακόμα, έστω κι έτσι διακρίνοντας όμως καθαρά το πλασματικό εκείνο που θέλουν με αυτό να σε περιβάλλουν. Ερωτικός καταιγισμός λόγων που δεν συνάδουν με το χρόνο, την απόσταση και τις συνθήκες…σου ανοίγονται σκέψεις όμως νέας γραφής, νέων διαστάσεων…κι ενδίδεις στην ανυπόστατη συνέχειά τους…μέχρι που σε κουράζει το ανυπόστατο κι ανέφικτο και προσπαθείς να λογικοποιήσεις τη θεωρητική επικοινωνία προβάλλοντας στιγμές παλιάς φιλίας, συντοπιότητας και ανθρώπους που αγαπάς, φίλους κοινούς, που ακόμα τους έχεις κοντά σου στο κοινωνικό σου περιβάλλον και που ζήσατε όλοι μαζί τότε στο μακρινό παρελθόν μέρες όμορφες…Αρχίζει να επαναστατεί και η δυναμική της προσωπικότητάς σου…γυναίκα ή άνδρας για σένα διαφορά δεν υφίσταται, έτσι έμαθες κι έτσι έζησες … και λες τί σημασία έχει που είμαι μόνη χωρίς την κάλυψη του άνδρα…Επαναστατώ λοιπόν και καλώ σε ευφρόσυνη συνάντηση φίλους κοινούς κι εκείνον μαζί, για να δει και να νιώσει τις προθέσεις μου που είναι άνευ έγερσης ερωτικής, αισθησιακής πρόθεσης…ίσως λέω, νιώσει το ανυπόστατο των λόγων του και τους αναθεωρήσει έναντι της δικής μου διαφορετικότητας…
Το χωριό έχει λίγο κόσμο, παρ’ όλο που ήταν οι μέρες της γιορτής της Παναγιάς….όμως γύρω με πλαισιώνουν άνθρωποι οικείοι, συγγενείς αγαπημένοι και φίλοι από παλιά…εγώ στο σπίτι μόνη…πρώτη φορά χωρίς τον δικό μου άνθρωπο…όμως είπα, η ζωή μου πρέπει να συνεχίσει….η θλίψη είναι μόνο για μένα, μόνο για τις δικές μου στιγμές…στιγμές που μέρα τη μέρα σε μεγαλώνουν, σε ωριμάζουν και σου πλαταίνουν τη ζωή βλέποντας μέσα κι από μια άλλη διάσταση…η ομορφιά της λύπης…που λέει κι ο ποιητής… κι είπα το σπίτι μου θα ζωντανέψει…κάλεσα τους φίλους μου τους παιδικούς… κάλεσα κι εκείνον, να νιώσει τη θέση μου, τη στάση μου, τις επιδιώξεις μου… να νιώσει πως δεν έχω την ανάγκη της κάλυψης κανενός ανθρώπου…είμαι αυτόνομη, αυθύπαρκτη και δυνατή…τα δήθεν συναισθήματα που έβγαλε στα γραφόμενα προς εμένα δεν έχουν λόγο ύπαρξης…αυτό το πίστευα ακράδαντα…και δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να με συγκινήσουν πέρα από το γέλωτα που μου προκαλούσαν… το ένιωθα πως ήταν επίπλαστα…μήπως ξεγέλασμα του χρόνου, σκέφτηκα….ίσως να ήταν κι έτσι… όσο κι αν είναι συμβατικός ο χρόνος, διαφοροποιημένος για τον καθένα…είναι και σκληρός…ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα και με τις προσδοκίες του καθενός…
Η βεράντα του πετρόχτιστου σπιτιού μου ήταν φωτισμένη…οι γείτονες απόμακροι…στην αρχή καφές, μετά τσιπουράκι και μεζές….γελάσαμε, χαρήκαμε όλοι μαζί…όμορφα ήταν…οι μνήμες ξεχείλιζαν κι εγώ ένιωσα το μικρό γυμνασιοκόριτσο με τις πλεξούδες και το τσαγανό μη αφήνοντας τα αγόρια να χαριεντιστούν μαζί μου… οι φίλοι εκείνοι κληρονομιά σπουδαία για μένα…οι σύντροφοι κι οι συντρόφισσές τους, εδώ και χρόνια δικοί μας άνθρωποι ήταν…ο φίλος εκείνος με τα γλυκόλογα είχε από παλιά αποστασιοποιηθεί…η γυναίκα του απούσα, ποτέ δεν την είδαμε…κι οι δυο κολλητοί του φίλοι εκείνων των χρόνων που ήταν παρόντες με τις γυναίκες τους, τον χάρηκαν αρκετά…αυτοί συνέχιζαν από παλιά να είναι και δικοί μου φίλοι, πάντα κοντά στην οικογένειά μου…Μπορώ να πω πως ξενυχτήσαμε …χάρηκα τόσο πολύ που μετά από αρκετό καιρό κι απ’ τη δική μου αλλαγή ζωής, το σπίτι μου γέμισε με ανθρώπους δικούς μου…με ανθρώπους που καθόρισαν τη βάση της ζωής μου… είπαμε τόσα πολλά…όλοι τους ήθελαν να με δουν πάλι να γελώ μετά από αυτήν τη διαφορετικότητα… και χάρηκαν κι αυτοί… ο καινούργιος επισκέπτης, αν και αμφιβάλω αν κατάλαβε τη διάθεση των φίλων απέναντί μου, είχε, απ’ ότι φάνηκε κι αυτός μερίδιο στο ζεστό μας κλίμα…έτσι το είδα…και είπα…λοιπόν θα κατάλαβε αρκετά για μένα κι έτσι θα πάψει να λέει ‘‘τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα‘‘…ναι λέω, τώρα πια κι ο απαιτούμενος σεβασμός απέναντί μου – αυτό πίστευα πως θα εξέλαβε απ’ το περιβάλλον- κι ήμουν χαρούμενη μ’ αυτό το δικό μου διάβημα….
Ξενυχτίσαμε…η ώρα πήγε 4 το πρωϊ…κι ‘‘οι συνδαιτημόνες στης οικειότητας τη ζεστασιά πράα δοσμένοι‘‘, καθώς λέει κι ο ποιητής, γλιστρούσαν σιγά-σιγά προς αναχώρηση νυσταγμένοι.. . έφυγαν όλοι… εκείνος όμως δεν έλεγε να φύγει…σηκώθηκα με ευγένεια να συμμαζέψω το χώρο, σηκώθηκε κι εκείνος…φαντάστηκα πως επιτέλους θα έφευγε κι ήμουν ευχαριστημένη που προσπέρασε από την ερωτική έκφραση κι έμεινε στη φιλική ζεστασιά όπως άλλωστε το είχα επιδιώξει αλλά και το πίστευα γιατί …ο χρόνος βλέπεις…είναι σκληρός κι επιβάλλει τις θέσεις του δυναμικά…χαμογέλασα πιστεύοντας πως θα έφευγε χαρούμενος με τις αλλαγές μα η ξαφνική του στάση με κατατρόμαξε…με άρπαξε χωρίς καμιά κουβέντα και με βία θέλησε να εισχωρήσει μέσα μου… αντέδρασα δυναμικά…είπα ένα απόλυτο ’’όχι’’ προσπαθώντας να ξεκολλήσω από τον κλοιό του…
– Άφησέ με, είμαστε φίλοι, όπως κι οι άλλοι που με αγάπη και σεβασμό ήταν δίπλα μου μέχρι τώρα…
Δεν έπαιρνε από λόγια… το στόμα του έτοιμο να με κατασπαράξει έκλεινε το δικό μου…τα χέρια του δαγκάνες δεν με άφηναν να ξεφύγω…δύναμη ανυπέρβλητη με είχε εγκλωβίσει…είπα μέσα μου…‘‘όχι‘‘, δεν θα σε αφήσω να εισχωρήσεις στο κορμί μου, η θέλησή μου θα γίνει δύναμη και θα σε υπερκαλύψει…πάλεψα δυναμικά…
– Φύγε του είπα…φύγε…
– Μα.. σ’ αγαπώ δεν το βλέπεις; μου είπε εκείνος και χαλάρωσε το σφίξιμο…
Αγάπη; Aγάπη…γέλασα σαρκαστικά μέσα μου…τί είναι τώρα πάλι αυτό…
– Aν μ’ αγαπάς λοιπόν…φύγε…κι άφησέ με… ακόμα κουβαλάω πληγές δεν τις βλέπεις;
– Άφησέ με να μπω μέσα σου, επέμενε, θα στις γιατρέψω…σε θέλω… κι εσύ με θέλεις…
– Φύγε, εγώ θέλω το χρόνο μου, είπα, μήπως και τον καλμάρω απ’ τις άγριες διαθέσεις του, σπρώχνοντάς τον όμως με ορμή προς τη σκάλα…που παρά λίγο να την κατέβη κουτρουβαλώντας, ενώ μάζευα τα ρούχα μου τα σχεδόν σχισμένα απ’ την επίθεση που απρόβλεπτα δέχτηκα… Ύστερα έπεσα ξερή κι ανέπνευσα ξεσπώντας σ’ ένα κλάμα…το πρωϊ το μαξιλάρι μου και το στρώμα μου ήταν νοτισμένα απ’ τα δάκρυα…
Περίμενα ένα τηλεφώνημα συγνώμης, μεταμέλειας….δεν ήρθε ποτέ…
Τα λόγια αγάπης και τα ερωτικά που μου έγραφε πριν, ήταν γαντζωμένα στη σκέψη μου… πώς γίνεται, με τέτοια λόγια, τέτοια στάση; Τόσο μεγάλος ο εγωϊσμός κι η κτητικότητα τόσο έντονη, που να λειτούργησαν δυϊκά μέσα στο μυαλό του; Πώς θα ήταν δυνατόν ποτέ να τον θέλω; Ίσως όμως να φταίει κι ο χρόνος…
Ο Χρόνος…που δίνει το τελειωτικό κτύπημα στη στιγμή… είσαι δικιά μου της λέει θα σε αρπάξω με κάθε είδους μέσο και θα σε παρατείνω…έτσι μόνο θα ξεφύγω από τα βρόχια του θανάτου…απ’ το ανυποψίαστο αύριο, που σαν ένα τίποτα καρφώνεται στη σκέψη και γίνεται ένα κάτι… σα μαχαιριά, που χτυπά πισώπλατα την κάθε αγνή αντιμετώπιση…και το κοριτσάκι εκείνο με την μπλε ποδιά και τον άσπρο γιακά χώθηκε κάτω απ’ το τραπέζι…χάθηκε για πάντα.. έμεινε μόνο η ξανθιά πλεξούδα του σκορπισμένη στο πάτωμα…
Κι ύστερα…ο χρόνος σε τρέχει… βλέπεις πως γίνεσαι πάλι η γυναίκα… που κρύβεις μια ιστορία με το ‘‘ανήμπορο σχήμα‘‘ σου, τραγική την είπαν ποιητές, πριν τόσα χρόνια …μα και σήμερα ακόμα, μετά από τόση δύναμη και αγώνα, τόσα κινήματα ελευθερίας και ισότητας, ώστε να φτάσεις σε θέσεις δυναμικές…ακόμα θα κρύβεις στα σπλάχνα σου την ανυπεράσπιστη γυναίκα, έναντι της στείρας δύναμης ενός αρσενικού… της κατακραυγής των γύρω σου, γιατί δεν έχεις την κάλυψή του, κάνοντας να νιώθουν ενοχικά αγαπημένα σου πρόσωπα που δεν κατάφεραν να σε στηρίξουν σε αντίστοιχες στιγμές…..μια Μαγδαληνή…ναι. έτσι σε είπαν….
4) ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΙΟΥ Α.
Σφαλισμένα τα παράθυρα, διάτρητα μόνο στις μνήμες που εισχωρούν σα μαχαιριές να καρφώνουν το νου. Καμιά φωνή δεν γίνεται αισθητή παρά μόνο η κραυγή της σιωπής να τινάζει το χώμα και να τρυπώνει στην κάμαρα. Κραυγή του φόβου για το δικό μας αύριο κρατάει τα θεμέλια απ’ την αγωνία μην καταρρεύσουν οι αγαπημένοι.
-Πάρε με μαζί σου, σου φωνάζω με όλη τη δύναμη που βγαίνει απ’ τα πνευμόνια μου…δεν απαντάς παρά έρχεσαι και με σκεπάζεις με εκείνο το χαμόγελο που πάντα φορούσες….ακούω τον απόηχο της φωνής σου.
-Να προσέχεις… ζήσε εσύ όσα εγώ δεν μπόρεσα… γιατί αυτό το δηλητήριο που πλανιέται τώρα στο σύμπαν, ήλθε σε μένα νωρίς …Ζήσε…Ζήσε και μη σε νοιάζει για τίποτα…..πρόσεχε μόνο, πρόσεχε…
Κοίταξα προσεκτικά κάθε γωνιά του μικρού μου σπιτιού, μη και σε δω, ψάχνω τις χαραμάδες. Μέσ’ από κει αντί για σένα βλέπω να ξεπετάγεται δειλά-δειλά και μια ελπίδα. Ίσως όνειρο για το αύριο και για τον κόσμο που θα ξαναχτιστεί απ’ τα χαλάσματα. Σκάλισα κάθε σημείο του σπιτιού για να συμμαζέψω αυτήν την ελπίδα. Σκάλισα χαρτιά και βιβλία. Λέξεις, λέξεις πολλές είχαν εισχωρήσει βαθιά μέσα μου. Είχαν γίνει μια άμορφη μάζα που με βαραίνει και με πονάει.
-Ψάξε, ψάξε, σκάλισε μέσα σου βαθιά …ακούγεται πάλι η φωνή σου, θα βρεις παραδείσους στο υπόσχομαι, είπε εντελώς απόμακρη κι ύστερα εξαφανίστηκε.
Πνίγομαι… ανοίγω βιαστικά το παράθυρο, μια αγκαλιά όλα γύρω ερημική, τα δέντρα, το μικρό πάρκο, τα λιγοστά αυτοκίνητα, οι άνθρωποι που περπατούν με καλυμμένο πρόσωπο, οι γυναίκες να θυμίζουν εκείνες με τη μπούργκα στο ταξίδι που κάναμε τότε στην ανατολή, και μόνο ο ήχος απ’ το κελάηδισμα πουλιών να δίνει ζωντάνια, αμέτρητα και τα περιστέρια, να, ένα ήρθε στην άκρη του μπαλκονιού στάθηκε στο κάγκελο με κοίταξε. Το μικρό σκυλί μου πλησίασε. Εκείνο έκρωξε λίγο κι αποχώρησε πετώντας φοβισμένα. Από μακριά το βουνό αγέρωχο να θυμίζει χρόνια φοιτητικά. Ο ήλιος με ζεσταίνει τώρα και νιώθω πάλι δυνατή. Πολλά σκυλιά βολτάρουν κάτω απ’ το μπαλκόνι μου κι ο σκύλος μου τρελαίνεται. Όμως είναι ευτυχής απολαμβάνοντας μαζί μου τον ήλιο. Φως πορτοκαλένιο κι ο καφές μου, απολαυστικός, μα σκιές πάλι με κυκλώνουν, γίναν σκιές ενός λεπτού επικοινωνίας τις βλέπω κι ύστερα να γλιστρούν και ν’ απομακρύνονται. Μια χοντρή βελόνα πλεξίματος χώθηκε στον κόρφο μου σε λίγο θα αιμορραγεί στο μέρος της καρδιάς
Σ’ αναζητώ απεγνωσμένα στο χρόνο, στις λέξεις, στο χώρο ετούτο που δεν έζησες, σου ήταν όμως αγαπητός…από τότε… Μόνο στιγμές, σημάδια που χαράχτηκαν τόσα χρόνια…παραινέσεις, στηρίγματα, χαρούμενες φωνές με κλάματα παιδικά, με γέλια, όλα στήσανε χορό γύρω μου κι εγώ πρωθιέρεια, λιβανωτό να προσφέρω στις μνήμες που χαράχτηκαν εισχωρώντας στα άδυτα φυλλώματα της ψυχής. Όλες ήρθαν τόσο ξαφνικά λες και γλίστρησαν αμέσως μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα, έγιναν μάλιστα η μυστική δομή του μυθιστορήματος. Ας μη χάσω την επαφή τουλάχιστον με μένα, λέω, ακούγοντας τον σκύλο μου να γαυγίζει συνεχώς, φοβάται που με βλέπει πάνω απ’ τα συντρίμμια μου, φοβάται μην πάθω ανίατη ασθένεια και πεθάνω πριν πεθάνω, ας πεθάνω όταν πεθάνω, λέω και σταματώ εδώ. Όλοι οι φόβοι μ’ ανάγκασαν να ανακαλύψω την τέχνη του να σβήνω με τη σκέψη το σώμα, την ύπαρξη. Τον ίδιο το νου με τη σκέψη, μια απολαυστική αποσύνθεση .
Κρατώντας μια-μια τις νέες αποκαλύψεις, «σαν έτοιμη από καιρό» και πρόθυμη απ’ τον κλοιό να ξεπηδήσω, σαν έρθει η ώρα, τη ζωή κατάματα ν’ αντικρύσω με την ελπίδα για έναν νέο κόσμο απαλλαγμένο από ιώσεις και κακώσεις, από την καταναλωτική μανία, τις υπερβολές, τις ζήλειες και τους ανταγωνισμούς, κόσμο γεμάτο από ομορφιά που θα ξεπηδάει από τα μέσα μας.
Σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα μια αχτίδα του ήλιου εισχωρεί απ’ το παράθυρο φώτισε την κάμαρά μου….κι είδα τη ζωή να περιμένει υπομονετικά….
Ελυ…6/4/20.
.ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΙΟΥ Β.(για την εφημερίδα)
Σφαλισμένα τα παράθυρα, διάτρητα μόνο στις μνήμες που εισχωρούν σα μαχαιριές να καρφώνουν το νου. Καμιά φωνή δεν γίνεται αισθητή παρά μόνο η κραυγή της σιωπής να τινάζει το χώμα και να τρυπώνει στην κάμαρα. Κραυγή του φόβου για το δικό μας αύριο κρατάει τα θεμέλια απ’ την αγωνία μην καταρρεύσουν οι αγαπημένοι.
Κοίταξα προσεκτικά κάθε γωνιά του σπιτιού μου, σκιές της μνήμης προβάλλουν, ψάχνω τις χαραμάδες. Θέλω να τις αγγίξω, απλώνω το χέρι, μα τη θέση τους βλέπω να καταλαμβάνει αμυδρά και μια ελπίδα. Ίσως όνειρο για το αύριο και για τον κόσμο που θα ξαναχτιστεί απ’ τα χαλάσματα. Σκάλισα κάθε σημείο του σπιτιού για να συμμαζέψω αυτήν την ελπίδα. Σκάλισα χαρτιά και βιβλία. Λέξεις, λέξεις πολλές είχαν εισχωρήσει βαθιά μέσα μου. Είχαν γίνει μια άμορφη μάζα που με βαραίνει και με πονάει.
-Ψάξε, ψάξε, σκάλισε μέσα σου βαθιά …ακούγεται ο απόηχος φωνής μακρινής κι αγαπημένης, θα βρεις απαντήσεις είπε κι ύστερα πάλι η σιωπή.
Πνίγομαι… ανοίγω βιαστικά το παράθυρο, βγαίνω στο μπαλκόνι. Μια αγκαλιά όλα γύρω ερημική, τα δέντρα, το μικρό πάρκο, τα λιγοστά αυτοκίνητα, οι άνθρωποι που περπατούν με καλυμμένο πρόσωπο, οι γυναίκες να θυμίζουν εκείνες με τη μπούργκα στο ταξίδι που κάναμε τότε στην ανατολή, και μόνο ο ήχος απ’ το κελάηδισμα πουλιών να δίνει ζωντάνια, αμέτρητα και τα περιστέρια, να, ένα ήρθε στην άκρη του μπαλκονιού στάθηκε στο κάγκελο με κοίταξε. Το μικρό σκυλί μου πλησίασε. Εκείνο έκρωξε λίγο κι αποχώρησε πετώντας φοβισμένα. Από μακριά το βουνό αγέρωχο να θυμίζει το «πάντα» του κόσμου. Ο ήλιος με ζεσταίνει τώρα και νιώθω πάλι δυνατή. Πολλά σκυλιά βολτάρουν κάτω απ’ το μπαλκόνι μου κι ο σκύλος μου τρελαίνεται. Όμως είναι ευτυχής απολαμβάνοντας μαζί μου τη ζεστασιά του ήλιου. Φως πορτοκαλένιο κι ο καφές μου, απολαυστικός, μα οι σκιές πάλι με κυκλώνουν, γίναν σκιές ενός λεπτού επικοινωνίας τις βλέπω κι ύστερα να γλιστρούν και ν’ απομακρύνονται. Μια χοντρή βελόνα πλεξίματος χώθηκε στον κόρφο μου, σε λίγο θα αιμορραγεί στο μέρος της καρδιάς
Αναζητώ απεγνωσμένα μια παρουσία στο χρόνο, στις λέξεις, στο χώρο ετούτο που δεν έζησα ποτέ πριν, μου ήταν όμως αγαπητός…από τότε… Μόνο στιγμές, σημάδια που χαράχτηκαν τόσα χρόνια…παραινέσεις, στηρίγματα, χαρούμενες φωνές με κλάματα παιδικά, με γέλια, όλα στήσανε χορό γύρω μου κι εγώ πρωθιέρεια, λιβανωτό να προσφέρω στις μνήμες που χαράχτηκαν εισχωρώντας στα άδυτα φυλλώματα της ψυχής. Όλες ήρθαν έτσι ξαφνικά και γλίστρησαν αμέσως μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα, έγιναν μάλιστα η μυστική δομή του μυθιστορήματος. Ας μη χάσω την επαφή τουλάχιστον με μένα, λέω, ακούγοντας τον σκύλο μου να γαυγίζει συνεχώς, φοβάται που με βλέπει πάνω απ’ τα συντρίμμια μου, φοβάται μην πάθω ανίατη ασθένεια και πεθάνω πριν πεθάνω, ας πεθάνω όταν πεθάνω, λέω και σταματώ εδώ. Όλοι οι φόβοι μ’ ανάγκασαν να ανακαλύψω την τέχνη του να σβήνω με τη σκέψη το σώμα, την ύπαρξη, ακόμα και τον ίδιο το νου με τη σκέψη… μια απολαυστική αποσύνθεση, λέω γελώντας …
Κρατώντας μια-μια τις νέες αποκαλύψεις, «σαν έτοιμη από καιρό» και πρόθυμη απ’ τον κλοιό να ξεπηδήσω, σαν έρθει η ώρα, τη ζωή κατάματα ν’ αντικρύσω με την ελπίδα για έναν νέο κόσμο απαλλαγμένο από ιώσεις και κακώσεις, από την καταναλωτική μανία, τις υπερβολές, τις ζήλειες και τους ανταγωνισμούς, κόσμο γεμάτο από ομορφιά που θα ξεπηδάει από τα μέσα μας…
Σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα μια αχτίδα του ήλιου εισχωρεί απ’ το παράθυρο φώτισε την κάμαρά μου….κι είδα τη ζωή να περιμένει υπομονετικά…
Ελυ…5/6/20
5)Κάρμεν…α,
Θυμάμαι, σε χώρα μακρινή, ήταν τότε που διέσχιζα εκείνο το δρόμο τον ατέλειωτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τη φαντασία μου να πλέκει σκιά άγνωστη με τη δική σου μορφή, να στέκεται ακαθόριστη αμετάκλητα πλάι μου και να μ’ ακολουθεί σε μέρες μελλούμενες. Κι η λεωφόρος κυλούσε ατέρμονη… Ήσουν σπέρμα βαλμένο στο κορμί μου κι ήρθε η ώρα σου με τη χρυσή βροχή του Δία ν’ αντρειωθείς μέσα μου… σε περίμενα, πώς σε περίμενα.. στο αδιάφορο κύλισμα της ζωής μου τα κύτταρά μου να ζωντανέψεις στου αδοκίμαστου τον τόπο. Σε μια άκρη παράτολμα στέκω, γκρεμός από κάτω μου, απλώνω τα χέρια στο αέρα να κρατηθούν απ’ τα σύννεφα και συ εκεί να αιωρείσαι με κινήσεις χορευτικές σ’ ακούσματα του Μπιζέ να με παρασέρνεις σ’ ένα Σπανιόλικο χορό με κινήσεις δυναμικές, ρυθμικές .. μια Κάρμεν.. ναι.. με καίει η φλόγα μέσα μου.. νιώσε το, ένα πουλί φτερουγίζει στα στήθη μου, «η αγάπη είναι ένα ανυπότακτο πουλί» κι όλοι χειροκροτούν τον torero… αδάμαστη η φύση του έρωτα « ζήτω.. ζήτω ο ταυρομάχος» όλοι αναφωνούν κι εγώ στη σαγήνη αφέθηκα βίαια να κυλώ ανάμεσά σου, σ’ένα Hose κι έναν torrero, διπλός ο ρόλος σου .. ξέφρενος ο χορός μου, στα βήματα του ανομολόγητου, άμυαλη, στην κόψη του ξυραφιού, με του χορού το πάθος και τί μπορεί να με συγκρατήσει.. έρμαιο στης ζήλειας τ’ απόκρυφα μονοπάτια… πατώ δυνατά, σκληρά με άγριο πείσμα στην πέτρα της άκρης του απόκρημνου δρόμου ματώνουν τα πόδια μου κι η μουσική τυφλά, ερωτικά με παρασέρνει.. κράτα με.. κράτα με.. διογκωμένες οι κόρες των ματιών μου βυθίζονται απελπισμένα στο σκοτεινό βλέμμα σου, οι δαγκάνες της τρέλας με τραβούν σ’ ένα τέλος… άβυσσος το άπλωμα της ψυχής, ασύνορο… πλανεύτρα είναι.. με τραβάει, με ιλιγγιώδη ταχύτητα.. σαν σ’ εκείνον τον δρόμο τότε,(στην άκρη του γκρεμού) τώρα με ματώνει.. . κράτα με.. κράτα με…ελυ. 8/5/17
Κάρμεν ..Β.
Θυμάμαι, σε χώρα μακρινή, ήταν τότε που διέσχιζα εκείνο το δρόμο τον ατέλειωτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τη φαντασία μου να πλέκει σκιά άγνωστη με τη δική σου μορφή, να στέκεται ακαθόριστη αμετάκλητα πλάι μου και να μ’ ακολουθεί σε μέρες μελλούμενες. Κι η λεωφόρος κυλούσε ατέρμονη… Ήσουν σπέρμα βαλμένο στο κορμί μου κι ήρθε η ώρα σου με τη χρυσή βροχή του Δία ν’ αντρειωθείς μέσα μου… σε περίμενα, πώς σε περίμενα.. στο αδιάφορο πια κύλισμα της ζωής μου τα κύτταρά μου να ζωντανέψεις στου αδοκίμαστου τον τόπο.
Τώρα όλοι χειροκροτούν τον torerro… αδάμαστη η φύση του έρωτα « ζήτω.. ζήτω ο ταυρομάχος» αναφωνούν κι εγώ στη σαγήνη αφέθηκα βίαια να κυλώ ανάμεσά, σ’ ένα Hose κι έναν torerro, διπλός ο ρόλος μου .. ξέφρενος ο χορός μου, στα βήματα του ανομολόγητου, άμυαλη, στην κόψη του ξυραφιού, με του χορού το πάθος και τί μπορεί να με συγκρατήσει πια. Σε μια άκρη παράτολμα στέκω, γκρεμός από κάτω μου, απλώνω τα χέρια στον αέρα να κρατηθούν απ’ τα σύννεφα και συ εκεί να αιωρείσαι απειλητικά στ’ ακούσματα του Μπιζέ και να με παρασέρνεις σ’ ένα Σπανιόλικο χορό με κινήσεις δυναμικές, ρυθμικές .. μια Κάρμεν.. ναι.. και με καίει η φλόγα μέσα μου.. νιώσε το με τη «χαμπανέρα» μου, γιατί ένα πουλί φτερουγίζει στα στήθη μου,
«η αγάπη είναι ένα ανυπότακτο πουλί…
…………………….
. Η αγάπη! Η αγάπη!
Η αγάπη είναι παιδί των Μποέμ
Δεν γνώρισε ποτέ, ποτέ νόμους
Αν δεν μ’ αγαπάς, εγώ σ’ αγαπώ
Αν σ’ αγαπώ, πρόσεχε!….
……………………………….»
Έρμαιο στης ζήλειας σου τ’ απόκρυφα μονοπάτια… πατώ δυνατά, σκληρά με άγριο πείσμα στην πέτρα της άκρης του απόκρημνου δρόμου ματώνουν τα πόδια μου κι η μουσική τυφλά, ερωτικά με παρασέρνει.. κράτα με.. κράτα με.. διογκωμένες οι κόρες των ματιών μου βυθίζονται απελπισμένα στο σκοτεινό βλέμμα σου, οι δαγκάνες της τρέλας με τραβούν σ’ ένα τέλος… άβυσσος το άπλωμα της ψυχής, ασύνορο… πλανεύτρα είναι.. με τραβάει, με ιλιγγιώδη ταχύτητα.. σαν σ’ εκείνον τον δρόμο τότε, όμως τώρα με σπρώχνει στην άκρη του γκρεμού και με ματώνει.. . κράτα με.. κράτα με…φωνάζω ξεψυχώντας …ελυ. 8/10/20
6) HTAN……ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
Μ’ ένα Καβοντορίτικο.. πάλι ήρθαν στο νου μου
μέρες που απ’ το πέλαγο ξυπνήσανε αισθήσεις
κι εσύ με πήρες αγκαλιά μέσα στην κάμαρή σου
ακόμα καίει η φωτιά απ’ το γλυκό φιλί σου…
ακόμα καίν’ τα σπλάχνα μου, τον έρωτα ζητάνε
εκείνον που αφήσαμε στα κύματα μονάχο
ν’ αναζητάει τη φωλιά, του γλάρου το λημέρι
να τον φορτώσει στο φτερό μαζί να ταξιδέψουν…..
Ήταν Ιούλιος ……
«Θείος Ιούλιος μήνας» κι όλα ήταν πυρωμένα. Αντήχησαν και τα πυρωμένα λόγια, είδωλα σε καθρέφτη, γίνανε αιμάτινα δάκρυα, κλειστήκανε μες τη σιωπή. Ούτε κι οι σελίδες δεν άντεξαν, σκίστηκαν κάτω απ’ το «υγρό πυρ» που φώλιασε εκεί. Και το κύμα ακόμα θέρμη ξεσπάει. Κατακλύζει κορμί διαμελισμένο, σκέψη διάτρητη. Κι ούτε ένας γλάρος δε φάνηκε σήμερα..
Σωρός πάνω στα βότσαλα
ηχούν οι τρύπιες λέξεις,
φωλιάζουνε στα κύτταρα
είδωλα σε καθρέφτες,
μνήμες
που όσο και να θες
δεν το μπορείς να σβήσεις,
βέλη αιχμηρά
που μάτωσαν το μέρος της καρδιάς
κι η θάλασσα ν’ απλώνεται
γύρω σου με τραγούδια,
μα σού ‘δεσαν τα μάτια σου σφιχτά
μ’ ένα μαντήλι να σε κρατήσουν να μη δεις
αυτό που σου φορέσαν.
Ένα πουκάμισο αδειανό…
Ήταν τότε,
τότε που έλεγες πως μόνο οι αχτίνες του ήλιου είναι αληθινές, μα κι αυτές καίνε τη σάρκα κι ετούτος ο θείος Ιούλιος μήνας, να πυρώνει τις λέξεις, τις σκέψεις, τις αισθήσεις κι η θάλασσα του Ευβοϊκού να λύνει, να λυτρώνει, να παρακαλεί με τις φωτεινές αντανακλάσεις, διαμάντια να κατακλύζουν το ελαφρύ κύμα που το αγέρι στέλνει να δροσίσει την πυρωμένη σάρκα σκεπάζοντας μυστικά και ψέματα που σκάλισαν το νου και την ψυχή.
Κι θάλασσα του Αιγαίου να στέλνει το κύμα της, να σ’ αρπάζει ζηλότυπα και να σε κρατεί κοντά της…εδώ είναι ο τόπος σου να λέει…εδώ θα μείνεις.
Λαμπυρίδες απ’ τα βότσαλα που ο ήλιος αγγίζει χρυσώνουν το κύμα κι αυτό ελαφρά αφρισμένο να σε ξεβράζει στην άμμο χαϊδεύοντας νωχελικά το κορμί και το βλέμμα να στρέφει πέρα στην άλλη άκρη της θάλασσας, στου Αιγαίου τον ορίζοντα, ν’ αγκαλιάζει την Πρασούδα και μόλις τώρα και το Λιθάρι. Η ζήλια που έβγαλε αυτό που δεν το έβλεπα ως τώρα…ήταν σαν και κείνην τη ζήλεια που άστραψε τότε στο νου που σαν κύμα ξεχύθηκε ανταριασμένο στα χείλη και σκόρπισε την ουδετερότητα στη θάλασσα του Ευβοϊκού. Κι όλα γίναν μια απέραντη θάλασσα. Τώρα αντίκρυ μάταια ν’ αναζητώ κομμάτια χαμένα απλωμένα με την ελπίδα ένας γλάρου να φανεί – ο γλάρος μου- να ζεστάνει τη σκέψη πάλι, να μ’ ανεβάσει στα φτερά του μαζί να ταξιδέψουμε. Μα ο γλάρος δε θα φανεί, λέω, μάζεψε τους συντρόφους του κι έφυγε για μακρινό ταξίδι. Εκεί θέλησε να θρηνήσει μαζί μ’ αγαπημένους κι «εκείνην», φίλη αγαπημένη παιδική, που έφυγε σαν τέτοια μέρα. Αντί για μένα να σταθεί σαν προσευχή για τις ελπίδες που μου χάρισε τότε με το καινούργιο άνοιγμα στις λέξεις μου. Για τα χρόνια μας τα παιδικά, για όσα ζήσαμε μαζί, για το γέλιο της.. μα, έρχεται ο γλάρος προς το μέρος μου, κάτι κρατάει… ένα γράμμα, ένα όνειρο σταλμένο από εκείνην που λέει «προχώρα» μην αφήνεσαι στης ζήλειας την παραφορά, προχώρα μόνο στ’ όνειρο που η αίσθηση χαρίζει. Βουρκώσανε τα μάτια μου μ’ εκείνο το γλαρόπουλο που με αγωνία κοίταξα στα μάτια του να λένε. “Είναι ελαφρύ το χώμα της, μη νοιάζεσαι, κοντά σου από το άπειρο, το κύμα του Αιγαίου το πνεύμα της εδώ θα ταξιδέψει!”
Πάλεψα με το χρόνο σήμερα. Καταπέλτης έπεσε το κύμα και μ’ έριξε στη ρωγμή του. Εκεί ανάμεσα, ζωή και θάνατος καιροφυλακτούσαν. Ήρθε τότε κι εκείνος, ο Έρωτας, φορτωμένος στης αγωνίας τα φτερά, το θολό τοπίο να ξεκαθαρίσει. Μπήκε ανάμεσα, την αιμάτινη ρωγμή να σκεπάσει, σκόρπισε ανάσες, σκόρπισε είδωλα.. αυταπάτες λες; Ίσως. Άγριο το κύμα ξέβρασε, δάκρυα καταπόντισαν τις ακτίνες του ήλιου κι οι λαμπυρίδες απ’ τα βότσαλα κρύφτηκαν εκεί προς τον αχνό ορίζοντα, σαν ένα διάφανο πέπλο. Μόνο το Λιθάρι να ξεχωρίζει νικητής από τη χθεσινή του ζήλια, για ‘κείνην την Πρασούδα, αγέρωχο μες τη σιωπή, που η ρωγμή του χρόνου καλύφθηκε και τα σκέπασε όλα.
Ένα ροζ σύννεφο – αντανάκλαση της ηλιαχτίδας -χορτασμένο από τις ανάσες που μάζεψα να μη χαθούν απ’ το σκόρπισμα του αγέρα, στέκει επάνω μου, με σκεπάζει. Το κρώξιμο ενός γλάρου μου αρπάζει τις σκέψεις, τις χαρίζει απλόχερα στο σύννεφο, το τραβά με το ράμφος του και μένω άδεια μ’ ένα δάκρυ όμοιο καταιγίδα να κυλά απρόσκοπτα και ν’ απλώνεται με τον αφρό απ’ το κύμα που σκάει. Πώς να ξαναγυρίσω; Το στεριανό το σπίτι μου δε με χωράει πια.. κι οι γλάροι φεύγουνε μακριά και δεν το πλησιάζουν.
Στένεψε ο ορίζοντας, θαρρώ πως τον αγγίζω. Τόσες ανάσες μ’ άδειασαν, και έρχεται κοντά μου απ’ το κενό και τη ρωγμή του πόνου να με προφυλάξει. Κι οι γλάροι μου αρπάξαν τη σιωπή μου κραυγή την κάνανε, τ’ άνομο να σκορπίσουν, στου σύννεφου τη λευκότητα να αφήσουνε τις σκέψεις κι όλα τα «θέλω» στης μοναξιάς τον ατέλειωτο δρόμο… στης μουσικής των σειρήνων {ακόλουθοι}.
Κι ύστερα…..
Ήταν Σεπτέμβρης…
Σεπτέμβρης μήνας κι είναι γαλήνια η θάλασσα σήμερα. Το Λιθάρι αγναντεύει την Πρασούδα. Συνομιλούν. Μόνο ο βράχος μου μες την καθαρότητα στέκει άδειος στην αναμονή. Έφυγε ο γλάρος μου, κουράστηκε μες τη ρωγμή του να προσμένει. Έφυγε να κυνηγήσει πάλι όνειρα νέα.
Κι εσύ σ’ ένα μελαγχολικό Σεπτέμβρη να καρτερείς το χειμώνα μόνη στη φωλιά που ξεχειλίσανε τα δάκρυα, όχι της προσμονής, μα απ’ τα φύλλα που κιτρινίσανε και πέφτουν. Φύλλα που χαράξανε το δέρμα.
Κι η θάλασσα να κινείται στο αέναο, σαν και σένα γλάρε μου. Ίσως ξανάρθεις. Θα είναι μια νέα άνοιξη που θα καλωσορίζει τον ήλιο σαν ξεπροβάλλει πίσω από το Λιθάρι κι αναπαυμένος σαν στέκεται στο θρόνο του, αυτόν που το βουνό πλάϊ μου σχηματίζει. Το βουνό που κρύβει στοές αθάνατες, μαντείο μιας Σίβυλλας που σου ‘δωσε τότε το χρησμό της αιωνιότητας στην αίσθηση της ομορφιάς με το πέταγμά σου. Ομορφιά και μια αέναη υπομονή να καλωσορίζει κάθε φορά μες τη σιωπή το κοπάδι με τους γλάρους σου που ακολουθείς.
-Κυμαία Σύβιλλα….δώσε νέο χρησμό να σκεπάζει τα δάκρυα, τη χαρά να φορτώνει στα φτερά του γλάρου μου, να τη φέρει κοντά μου κι υπόσχομαι να περιμένω …να περιμένω…. να περιμένω.
Τόση γαλήνη! Η θάλασσα μ’ αγκάλιασε, τράβηξε τη φουρτούνα μου, την απίθωσε στον πάτο της και μ’ έσπρωξε να δω και να χαρώ τους άλλους αγαπημένους μου γλάρους, εκεί, στη σχισμή του βράχου μου, μες τη ρωγμή του χρόνου….
Ήταν τότε …
Τότε που πρόσμενες να έρθουν οι καιροί να λες τα παραμύθια σου, όσα είχαν διπλωθεί στα βάθη του είναι σου, για βασιλοπούλες κοιμισμένες που ξύπνησαν μ’ ένα φιλί, για μάγισσες, που έκαναν το βάτραχο παλληκάρι, τον κύκνο εραστή… ήταν τότε.. πρόσμενες… Όμως ήρθαν οι τρεις μοίρες, ταράξανε τα νερά του αιγαίου σου δώσανε το αντίδοτο και είπαν.. «.τώρα είσαι γυναίκα »… έτσι θα πορευτείς. Το αντίτιμο βαρύ. Σβήσανε τα παραμύθια, κλείσανε οι πόρτες εκείνης της προσμονής και στάθηκες σ’ ένα καθρέφτη να βλέπεις το νέο σου πρόσωπο. Ήταν εκείνης της «άλλης» που χρόνια κλεισμένη έμενε στα βάθη της ψυχής. Και που μ’ ένα φιλί όλα να ανατρέπονται. Οι χαρές πήραν χρώμα εφήβου. Ο ήλιος πιο φωτεινός τόνιζε τις σκιές του φεγγαριού. Κρεμάστηκαν και τ’ αστέρια γύρω σου, με πόνο, με δάκρυ, με χαρά, με ελπίδα. Στο κόκκινο άστρο, εκεί πάνω απ’ το Λιθάρι καρφώθηκε η καρδιά… κι εσύ να αναμετράς τα πελάγη, βότσαλο το βότσαλο μέχρι εκεί στο βράχο σου ν’ αγναντεύεις ζωή. Πλησίασες και στάθηκες εκεί. Δεμένη με μάγια προσμένεις ακόμα και τώρα τους γλάρους σου να φανούν. Κι έρχεται το κοπάδι τους, φωλιά κάναν στου βράχου τη σχισμή, μετά φεύγει, ταξιδεύει, σ’ αφήνει μόνη να αφουγκράζεσαι τη σιωπή με μια ελπίδα γυρισμού. Είναι μαζί κι ο δικός σου ο γλάρος… ξεχάστηκε για λίγο, ξέφυγε απ’ το πέταγμα των συντρόφων του, κάνει κύκλο γύρω σου, αναμοχλεύει την ψυχή σου, σου ξυπνά τα όνειρα και φεύγει πάλι. «Θα ξανάρθω» λέει γελώντας κι εσύ προσμένεις … προσμένεις, με τα κύματα μιλάς συντροφιά με την Πρασούδα και το Λιθάρι κι εσύ καθισμένη εκεί στο βράχο, που σκάει μοναχικό το κύμα στα πόδια σου, κρατάς ζεστή τη φωλιά τους καταμεσής του Αιγαίου. Αγναντεύεις τον ορίζοντα και περιμένεις… περιμένεις… τί ; Ελπίδες… μα.. με ανατροπές σε σκέπασε το κύμα ανθρώπινο και θεϊκό άγγιξε την ψυχή σου…
Κι ήρθαν πάλι οι γλάροι… Γλάροι μου! Το πέταγμά σας που ονειρεύτηκα, μου σήκωσε το βάρος στα λευκά φτερά σας κι ακολούθησα την πορεία σας. Κι η αθωότητα εκείνη που φόρτωσα τότε στα φτερά σας γύρισε πίσω κι αγκάλιασε τη σκοτεινή ψυχή μου.. Έπεσε το φεγγάρι χτες εκεί κι ανελέητα τη σκόρπισε στα θέλω και στα πρέπει της αγάπης. Μα εσείς του ονείρου μου σύντροφοι μαζέψατε όλη τη σκόνη του φεγγαριού, που ξεθώριασε αισθήματα και πρόβαλε νέες ανάγκες, το βάλατε στη θέση του κι όλα πήραν το δρόμο τους..
Ήταν η ώρα…
Η ώρα που ήθελα για ένα γλάρο να σου πω, σύντροφο στου νου μου το μακρύ ταξίδι. Τώρα που ο χρόνος αντίρροπος προχωράει. Σε τούτα τα νερά πέταξε τότε δίπλα μου ευεργετικά, πήρε τη θλίψη και την κούρασή μου, κάλεσε δυο συντρόφους του και κάθισε κοντά μου. Χίλια δυο τερτίπια, πετάγματα γύρω μου μου έφεραν σκέψεις γλυκιές αφημένες στο χτες. Χαμογέλασα, τους ψιθύρισα αυτά που τώρα θα’ θελα να σου πω, κοιτώντας τον ήλιο κατάματα εδώ στην πλώρη του καραβιού. Με την πουκαμίσα μου ν’ ανεμίζει, τα χρώματά της ν’ αντανακλούν στα γαλαζοπράσινα νερά του Ευβοϊκού και τους γλάρους μου εδώ γύρω να συνεχίζουν να με προκαλούν σε σκέψεις και όνειρα… Πάρε με μαζί σου, λέω στον πιο μεγάλο, ψάχνοντας να φωλιάσω την αγάπη, τις σκέψεις μου και τις ομορφιές που στ’ όνειρο ζωντανεύουν κάποιες στιγμές «ευτυχίας». Στιγμές ανέγγιχτες που όμως η δύναμή τους τρυπά το κορμί, το διαπερνά και χίλια μύρια κύματα τραγούδια και λουλούδια ζωντανεύουν, ανθίζουν και λες, η ζωή είναι ωραία. Σε λίγο θα αγναντέψουμε και το Αιγαίο…
Κι ήρθε και το σήμερα μακριά απ’ το πέταγμά τους. Βιώνεις την ώρα, τη χώρα, τον πόνο και το τίποτα. Τα μέλη κομμένα, βαθιά σκαλίζουν το αδιάφορο, αφομοιώνεσαι με όλα τα αλλότρια χαράζοντας ένα χαμόγελο για να ξεγελάσεις τους γύρω σου. Ξεγελάς όμως τον εαυτό σου και ζεις μαζί τους. Τότε ξυπνά η συνείδηση, σε κομματιάζει και βάζει μπροστά το σχέδιο «ανατροπής». Νιώθεις χάρτινη μαριονέτα να σε κινούν πίσω από μια οθόνη. Κι όλη η ψυχή σου να χύνεται στο γυαλί, σαν ύψιστη ευλογία να την κυριεύει. Κι ύστερα η παράσταση τελειώνει. Παραμερίζεσαι στ’ αζήτητα της σκέψης και περιμένεις. Τι; Την ανασύσταση; Δεν έμεινε ψυχή κι η ανάσα τρύπησε τους τοίχους. Διάβρωσε τα υλικά τους και ξεχύθηκε ν’ αναζητά το ταξίδι εκείνο με τους γλάρους. Κι εσύ κάθεσαι ξέπνοη, πλημμυρισμένη από ένα τίποτα, από την έλλειψη ψυχής τη ζήλια, τη μοναξιά, τη σιωπή. Όλα γύρω σου αυτά ανάκατα δεμένα σ’ ένα κακοπλεγμένο κουβάρι. Τα μαζεύεις, κι αναζητάς μάταια την άκρη του να κρατήσεις. Επιστρατεύεις τη λογική, τις συνθήκες και ξετυλίγεις.. ξετυλίγεις να πετάξεις το σάπιο. Πρωταρχική ανάγκη λέει η λογική, το σάπιο να κοπεί… ποιο σάπιο; Αυτό που οι άλλοι βλέπουν έτσι ή αυτό που σε κομματιάζει.. που θες να δέσει όλα γύρω σου, να ανταποκρίνονται στις επιθυμίες σου, αγνοώντας ανάγκες προσωπικές και στοιχεία που αντιστοιχούν σ’ ένα άλλο «δέον γενέσθαι».
Ήταν πάλι τότε
…Αχ! Γλάρε μου! Γι αλλού πάλι ταξιδεύεις, αλλού φωλιάζεις πάλι… καλά ας είναι τα ταξίδια σου… και μην ξεχνάς, εδώ εγώ πάλι θα σε προσμένω… κι οι σκέψεις με χιλιάδες βότσαλα απλώνονται πέρα στην μπλε γραμμή του ορίζοντα που αγγίζει την υπέρβαση. Κι η θάλασσα με χίλια πρόσωπα στέκει εντός μου…
.και συ μοιάζεις της θάλασσας, έτσι που διαρκώς κινείται…
Μάταια τώρα πάλι να σ’ αναζητώ. Το κύμα σε ακινησία δεν τον προκαλεί. Ουρανός και θάλασσα, μια ομοιόχρωμη αχνή αχιβάδα, απλώνεται μπροστά μου. Η γραμμή του ορίζοντα μόνο φαίνεται αχνά. Ούτε Πρασούδα, ούτε Λιθάρι. Κι ένας αδιόρατος πόνος στο στήθος με κατακλύζει. Τον τεμαχίζω για ν’ αγγίξω τα «γιατί» και βγαίνει ο λυγμός. Τον καταπίνω, να μη φανεί. Τόσα μάτια γύρω μου θα τον ευτελίσουν. Περιφέρω τη σκέψη μου στην παραφροσύνη, το αίτιό του. «Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνην», στίχος που μου τον θύμισε χθες ένας φίλος θέλοντας αλλού να εστιάσει, τον φέρνω στα χείλη μου υπομειδιώντας μαζί με τη μουσική του, να εξορκίσω θέλω τη θλίψη. Τίποτα όμως. Μια απέραντη ερημιά μέσα μου έχει απλωθεί. Φοβάμαι τη λύπη μου. Φοβάμαι τις συμπεριφορές μου σε κάποιες μελλοντικές στιγμές. Έλπιζα, περίμενα, πίστευα.. τώρα.; Τέλος. Συμβιβασμός αναμονή στο συμβατικό μόνο, αναγκαία κι ύστερα…τίποτα. .. Μηδέν. Θέλω να διώξω την κάθε σκέψη. Ο λυγμός στέκει κόμπος στο λαιμό, επαναστατώ. «Μείνε εκεί» τον διατάζω.. μα τα δάκρυα πώς να τα μαζέψεις; Κρύβω τα μάτια με τα σκούρα γυαλιά, με το γείσο του καπέλου μου. Νιώθω να καταλαμβάνομαι από την παραφροσύνη σιγά-σιγά, ενώ οι μικροαστικές χθεσινές συζητήσεις περί «συναισθηματικής επένδυσης» περί γενναίας «αντίδρασης» σε θέματα άπιστης στάσης των προνομιούχων αρσενικών βομβαρδίζουν ακόμα το νου μου, σκόρπισαν ακατάπαυστα ενέργεια για ένα ολόκληρο 4ωρο κι ήμουν αποφασισμένη να γράψω σήμερα εδώ αντίκρυ στο Αιγαίο πάνω στην επιφάνεια του ανέμου το γυναικείο μου «μανιφέστο, «περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» που απαγορευτικό σήμα διακατέχει τη δεσμευμένη γυναίκα.. Επαναστατώ! Και για ένα ακόμα λόγο οδηγούμαι στην παραφροσύνη. Όντα εξαρτημένα, «γυναίκες» σ’ ένα βόλεμα ψυχής και κορμιού, ακολουθείτε την αιώνια γραμμή που το αρσενικό έχει χαράξει. Κρύβετε την υπέροχη φύση σας σε κοινωνικές συνθήκες για να διαιωνίσετε το κοινωνικό «στάτους» της «ευρυθμίας» για το γίγνεσθαι της αναπαραγωγής εντός κοινωνικών κανόνων όπου το «φαίνεσθαι» να είναι επακόλουθο του «είναι» σας. Παραφροσύνη, παραφροσύνη σας λέω, παραφροσύνη ή επιστροφή στις απαρχές του προηγούμενου αιώνα; Ανατροπή αποζητώ.
«Θα πεθάνω από έρωτα.. δεν ξέρω όμως που απευθύνεται» μου είπε ένας φίλος, το διάβασα και στο βιβλίο του πριν λίγο, και μ’ έβαλε σε σκέψεις. Έρωτας…έρωτας για σένα.. όμως εσύ που είσαι; Αισθητός; Ορατός; Είδωλο υπέροχο σε καθρέφτη; Στο φόβο του ανθρώπου, στο αύριο, στο ελλιπές σήμερα, είσαι; Ποιος είσαι; Με ρωτάει το Λιθάρι εκεί απέναντί μου, με πρόκληση και ζήλεια για εκείνην.. την Πρασούδα, που δεσπόζει μεγαλύτερη, ορατή στους ανέμους και στις φουρτούνες, κατοικήσιμη με κοινωνική αποδοχή πλάι του. Ίσως .. ενώ το Λιθάρι; Κι όμως αιώνια στέκουν δίπλα-δίπλα, γεύονται το ίδιο κύμα, λαμβάνουν τους ίδιους κραδασμούς από το σύμπαν κι από εμένα. Kι από όλους εμάς. Ζήλεια σου λέω όμως, νεόκοπη, εφηβική μα και πόνος, τόσος πόνος, σαν με βλέπουν βουρκωμένη ν’ αναζητώ τί; Αξίες; Όχι πια.. μόνο λίγη αγάπη, λίγη χαρά κι ένα όνειρο να κρατήσω ζωντανό για να ζήσω!
Ήταν ανατροπή!
Ανατροπή λες κι άκουσες τα λόγια μου της προηγούμενης σελίδας. Επίκληση βαθιά έκανα.. και τότε το φεγγάρι χαμογέλασε κι ύστερα κρύφτηκε αφού χάρισε την αίσθηση απ’ το φως. Εκείνην που κράτησε τις μέρες μου. Στερέωσε τη μάσκα μου και θεατρίνα πορεύτηκα στις παραστάσεις. Το φως που άφησε πίσω απ’ τα μάτια φώτισε γύρω μου. Οι λέξεις μόνο κρύφτηκαν στα φυλλοκάρδια στρυμωγμένες, ανελεύθερες. Εκεί βλαστήσαν όμως απ’ τα δάκρυα που δεν άφησα να κυλήσουν και τώρα η αγωνία νέας προσμονής κρουνούς ανοίγει. Και ποιος να τα δει.. το κύμα μόνο που αδιάφορα κυλά ανάμεσα Πρασούδα και Λιθάρι ενώνεται με τον αφρό που σκάει στα πόδια μου. Μου πήρε όμως τους γλάρους και μένω αταξίδευτο καράβι στης προσμονής τ’ αγνάντεμα μιας Άγιας ώρας πάλι. Τον ερχομό φωνής ταξιδεμένης από άλλα μακρινά πελάγη με λέξεις πόθου και γητειάς, θάνατο να ξορκίσει στης μοίρας την πορεία… Ανατροπή στιγμής που όνειρα και είδωλα πάλι ζωγραφίζουν μες σε καθρέφτες που τη μνήμη τους κρατούν ατόφια καρφωμένη απ’ τα βότσαλα τα πολύμορφα που σωρό με περικυκλώνουν.
Αναμονή λοιπόν κι ελπίδα, φωνή «ελεύθερη» ν’ ακουστεί απαλλαγμένη από πόνο και πιέσεις συμβάσεων και νέων επιλογών. Φωνή ψυχής ακέραια, δική μου φωνή, είναι, μόνο δική μου, για μια ανάσα, για αντοχή, κόντρα στο θάνατο που με περικυκλώνει.
Αναμονή ανάσας ζεστής μιας παρουσίας που καλή θα φτιάξει την υπόλοιπη μέρα μας… ως πότε… η αδημονία σκοτώνει το φάσμα μιας ίσως αδιάφορης σκέψης κι ανάγκης αλλού να στρέφεται προς το «εύδαιμον» και το «ελεύθερον» που παράταση χρόνου προμηνύει.. είναι κι ο θάνατος που χορεύει γύρω μας ελκυστικά με μια γοητεία ερωτική να μας παρασέρνει και το Λιθάρι να μ’ αντικρύζει πάντα το ίδιο ερωτικά «εγώ θα είμαι εδώ αιώνια» να μου λέει κι εσύ ν’ αναμετράς με κόντρα το ανάστημά σου να το θωρείς ζηλότυπα βλέποντας τη ρωγμή του χρόνου να βαθαίνει και να πέφτεις κάθετα μέσα της, χωρίς ένα χέρι σωτηρίας. Γύρω σου μακριά πεισιθάνατες μορφές να σ’ ακολουθούν βυθίζοντάς σε περισσότερο. Και τα ελπιδοφόρα χαμόγελα γύρω σου να απομακρύνονται αναγκαία. Η Πρασούδα δεν φαίνεται σήμερα. Το κύμα ψηλό τη σκεπάζει. Αυτόνομη η ζωή της, υπεραιωνόβια, στέκει ανεξάρτητη απάγκιο στους ταξιδευτές κι αραξοβόλι στα καράβια. Κι εδώ κύκλος ζωής που κλείνει χωρίς αύριο, χωρίς ελπίδα απλωμένη στο λευκό αφρό που το γαλάζιο κύμα ξεσπά στα πόδια μου. Τι ήθελα; Ν’ ακούσω μια φωνή για μιας μπουκιάς κουράγιο, σε μια φέτα ζωής.
Σκαρφάλωσα στην άκρη του ορίζοντα. Ένα ροζ σύννεφο γεμάτο ηδονές απ’ το ηλιοβασίλεμα με φόρτωσε επάνω στη ράχη του και χαθήκαμε στην άκρη του ουρανού…..Σμίξανε ουρανός και θάλασσα. Ορόσημο το Λιθάρι κι η Πρασούδα στέκουν εκεί προκλητικά. Με επιφανειακή στασιμότητα το κύμα με τραβάει, με τραβάει με μια έλξη γλυκιά, ηδονική, λες κι η φωνή σου, παρασύρομαι και χάνομαι μέχρι εκεί που νιώθω εντελώς λυτρωμένη, άδεια και συγχρόνως γεμάτη από ανεξήγητη γαλήνη. Κι εκεί κύμα ξαφνικό να ξεχύνεται κι εσύ ν’ αναζητάς τους Λαιστρυγόνες. Κι ήρθε εκείνη η γοργόνα πάλι. Παφλασμοί, κυματισμοί, ταραχές. «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; μου λέει. Πριν προλάβω ν’ απαντήσω με σκεπάζει, με κλείνει σε μια αγκαλιά, ασφυκτιώ, αν κι η απεραντοσύνη παραμένει ατόφια. Θέλω να ξεφύγω. Κρύβομαι κάτω απ’ την ψαρίσια ουρά της, κλείνω τα μάτια, πλησιάζω στο βράχο μου, γαντζώνομαι εκεί ασθμαίνοντας, ενώ η Πρασούδα και το Λιθάρι, αξίες διαχρονικές με κοιτούν ειρωνικά…
Εδώ που σκάει το κύμα του Αιγαίου, στο βράχο όπου οι γλάροι με ταξιδέψανε τόσες φορές, στέκω αμίλητη χωρίς σήμερα, χωρίς αύριο, όλα θαμμένα στο βλέμμα της θλίψης που ένιωσα να σε σκιάζει. Εδώ προσευχή, λες κι ιερό νιώθω το βράχο, κάνω για σένα, να ζωντανέψει τ’ όνειρο, να μ’ ανεβάσεις πάλι αγγίζοντας την άκρη της αθωότητας και να με φορτώσεις στα φτερά του γλάρου, για ένα ταξίδι μακρινό…
Όμως τότε θα περισώσω τί; Αυτά που η συνήθεια τα αποζητά ως ανάγκη; Την πρώτη βασική ισορροπία σώματος και ψυχής; Ενίσχυση του διαμελισμού.. διάσπαση του «εγώ». . διάκριση πατρίδας και ξενιτιάς; Το Λιθάρι πάλι δεσπόζει ατάραχο. Το μικρό κύμα του Αιγαίου δεν το επηρεάζει. Αγναντεύει την Πρασούδα και πάλι παίρνει την σταχτιά όψη της ζήλιας. Ονειρεύεται να την αγγίξει, να την καταποντίσει. Το καράβι πάντα δένει σ’ αυτήν και το Λιθάρι αγριεύει. Προβάλει βότσαλα, άμμο χρυσή, την ιστορία του, την πηγή με το καθαρό νερό, ακόμα και το δέντρο εκείνο που φύτρωσε εκεί καταμεσής. Ελιά το είπες εσύ, όμως δεν ήταν. Θέλησες υπόσταση να του δώσεις και μια μαγεία να προσελκύσει το καράβι. Ο μοναχικός ταξιδιώτης που τον ξέβρασε η θάλασσα, στάθηκε μόνο για λίγο εκεί. Ήπιε απ’ την πηγή, χαλάρωσε στη σκιά του «ιερού δέντρου» κι έφυγε. Η Πρασούδα πιο κατοικήσιμη τον κράτησε. «Εδώ αράζουν τα καράβια», του είπε κι εκείνος έμεινε. Και το Λιθάρι πάλι στη μοναξιά του, εδώ αγνάντι μου, περήφανο όμως, ακόμα περιμένει. Ίσως και μια αντανάκλαση των αχτίδων του ήλιου, ίσως και να καραδοκεί το κατρακύλισμα του φεγγαριού. Εκεί παραμένει αγέρωχο μες τα όνειρά του. Κι όλο όμως να σκουραίνει η όψη του από ζήλια, αντικρύζοντας την όμορφη Πρασούδα.
Αυτή η συνήθεια είναι η πιο μεγάλη δύναμη. Ξημερώνει, μεσημεριάζει, βραδιάζει, ίδιες κινήσεις, ίδιες εξαρτήσεις. Αντέχει το βαρύ χάδι τις ίδιες κινήσεις, παρουσίες επαναλαμβανόμενες στο χτες, στο σήμερα, στο .. πάντα. Μόνο η συνήθεια της απουσίας και της έλλειψης δεν είναι δυνατή κι αλλοίμονο αν ήταν, αλλοίμονο αν λείψει τ’ όνειρο αυτό που ζωντανεύει τα βράδια, ακροβατεί στη σκιά της πεταλούδας κι ο ύπνος πότε εφιαλτικός, πότε γαλήνιος, ανάλογα με το μήνυμα που η σκέψη τροφοδοτείται απ’ τους κραδασμούς της πεταλούδας σου, απαξιώνει το δάκρυ κι αυτό πότε λυτρωτικό, πότε σα βάτος φλεγόμενη κυλά ασταμάτητα.
Αχ! Θάλασσα ! Θάλασσά μου.. πάρε τη συνήθεια.. πάρε το δάκρυ..
Το πέλαγο δεν είχε χρώμα σήμερα. Ήταν σαν μια διάφανη άσφαλτος που πάνω της περπατούσαν εφιάλτες. Παραμορφωμένα τέρατα ξέβρασε ο βυθός. Πολλά τα πλοκάμια τους. Μου έσφιγγαν το λαιμό. Έφυγα απ’ το βράχο κολυμπώντας κι αυτά μ’ ακολουθήσαν. Ακόμα μ’ ακολουθούν και στη στεριά. Να ‘ξερες πως νιώθω… Απερίγραπτος ο πόνος μες τη σιωπή ανακυκλώνεται. Διέξοδος από πουθενά. Μ’ έχουν οδηγήσει σ’ ένα αβυσσαλέο γκρεμνό. Φοβάμαι την παρόρμησή μου.. Να είναι εκεί η λύτρωση; Ούτε λέξεις, ούτε σκέψεις, ούτε καμιά άλλη δίοδος. Το τέλος; Αυτό ήθελες; Την εξαφάνισή μου; Έμμεσα και πλάγια την δόμησες βότσαλο, βότσαλο όπως ένα μύθο. Έτσι ακριβώς. Την ξέρουμε καλά αυτήν την μέθοδο την κλιμακωτή.. του σκουληκιού. Η ευθεία οδός θέλει τόλμη, δύναμη, ανδρεία. Τι .κρίμα…
Ήταν μια θάλασσα…
Μια θάλασσα αμαρτίας ανοίχτηκε μπροστά μου
και βγήκε το καράβι μου γραμμή για τ’ ανοιχτά..
καράβι καλοσύνης, εξαγνισμένο πρόβαλε
μέσα απ’ τα τόσα χρέη εκείνα των συμβάσεων…
Όταν εκείνο φάνηκε γεμάτο με φορτίο,
οι Λαιστρυγόνες το κυκλώσανε, θέλαν να το βυθίσουν..
μα ο καπετάνιος που όρισα, άδειασε την πραμμάτια του,
βορά σε κείνους έγινε και έφυγε μαζί τους.
Εγώ έμεινα εδώ…Είδα το γλάρο καθισμένο στην άκρη του βράχου,(εκείνου) που σχίζει το Αιγαίο στα δυο, μες το μουντό πέλαγο π’ αγναντεύει το μακρινό ορίζοντα. Στη θάλασσά μας με τα χίλια δυο της πρόσωπα που έχει την ικανότητα της «κολυμβήθρας του Σιλωάμ» να σ’ αδειάζει από ιώσεις, κακώσεις, εγωισμούς, κτητικότητα και να σ’ ελευθερώνει. Κολύμπησα γρήγορα μέχρι εκεί να τον αγγίξω.. Ήθελα πάλι μαζί του να ταξιδέψω στα μεγάλα ταξίδια.. να φορτώσω την αθωότητα στα φτερά του… όπως πριν…όπως πάντα. Ο γλάρος με κοιτούσε, με περίμενε, λες. Το πέλαγο ακόμα ξανοιγόταν και πως να φτάσεις «το μεγάλο καράβι με το κολύμπι»*, λέω και όμως πλησιάζω και εξουθενωμένη αγγίζω την άκρη του βράχου. Ο γλάρος με κοίταξε. Το βλέμμα του με διαπέρασε για λίγες στιγμές κι ύστερα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά. Έμεινα με τη γεύση του κενού. Στα χείλη, στα μάτια, τα χέρια άδεια, μα η καρδιά γεμάτη απ’ την απρόσμενη του παρουσία. Έφυγε όλο το βάρος των καιρών από πάνω μου με τις άστοχες παρεμβάσεις με όλα τα στοιχεία που μαζί τους παλέψαμε, άδικα, μικρά κι ανώριμα, λες και το «αύριο» και το ‘πάντα» μας ανήκουν κι αφήσαμε τις στιγμές να φύγουν σαν το νερό που θέλουμε να κρατήσουμε μες τις χούφτες μας.. αλλά πώς…κι έμεινα λεύτερη με την ελπίδα της ζωής που αμετάκλητα χαράκτηκε μέσα στα κύτταρά μου…
« ώρα καλή σου γλάρε αλαργινέ που φεύγεις πλοίο *» πάλι εδώ θα σε προσμένω…
*Γιάννης Σκαρίμπας
Πλησίασα τη σχισμή του βράχου. Τα χέρια μου κομμένα απ’ το κολύμπι γαντζώθηκαν τρέμοντας εκεί. Εκεί που είχα αφήσει τα νεογέννητα γλαροπούλια, στη σιωπή, να μεγαλώσουν μακριά απ’ τα βλέμματα, μόνο με το γαλάζιο τ’ ουρανού και τη γκρίζα γραμμή του ορίζοντα. Άδεια ήταν η φωλιά… τα γλαροπούλια μεγαλωμένα πια έκαναν έναν κύκλο γύρω μου, με κοίταξαν μ’ ευγνωμοσύνη, που τα άφησα στο έλεος του πελάγους, αντανακλάστηκε το Αιγαίο στη ματιά τους κι έφυγαν. Κοιτούσα τα άδεια χέρια μου.. τα όνειρα είχαν κυλήσει απ’ τ’ ακροδάκτυλα, απλώθηκαν στο λευκό αφρό κι άφησαν αισθήματα κι αισθήσεις μόνα να αιωρούνται εκεί στην άκρη του βράχου. Στη σχισμή της πρωτογέννησης. Βάθαινε πολύ εκείνη η ρωγμή μέχρι κάτω χαμηλά, κάτω απ’ την επιφάνεια του νερού, έτοιμη να με καταπιεί. Ο χρόνος σκόρπισε ένα πέπλο του διάφανο, κάτι σαν προστασία στις τρεις διαστάσεις του. Το «χθες» έγινε «τώρα», και η στιγμή φορτώθηκε εξαγνισμένη στα φτερά τα νιόβγαλτα των γλάρων για το «αύριο». Σημάδι αιμάτινο, της αμαρτίας μαχαιριά βυθίστηκε στα κύτταρα…χιλιάδες τα κύτταρα, χιλιάδες οι γλάροι που είχαν ξεπηδήσει απ’ τη ρωγμή νοτίζοντας με δάκρυ μνήμες, δάκρυ και αίμα σταλάγματα για το νέο σκαρί του ταξιδιού. Γερό να είναι, είπες, για πρωτοτάξιδα.. συντροφευμένα και σμιλεμένα όνειρα πλεγμένα σε λέξεις και ζεστές ανάσες «ελευθερίας και σκλαβιάς», σε τόπους της υπέρβασης στου εφικτού το ανέφικτο.
Ήταν ανάγκη…
Ανάγκη να φτάσω ως εκεί. Το κύμα σήμερα σκέπαζε το βράχο. Και πως να φτάσεις ως εκεί. Τα χέρια βάρυναν απ’ το κολύμπι. Όμως πλησιάζω την άκρη του, ξέπνοη. Βρίσκομαι μεσοπέλαγα, ουρανός και θάλασσα με γκρίζα όψη. Στη μέση του πουθενά. Όλα σκεπασμένα μ’ ένα γκρίζο σεντόνι. Γαντζώνομαι στο βράχο μου. Μάταια σκαλίζω τη ρωγμή του. Τα γλαροπούλια δεν ξαναγύρισαν…. ένιωσα τον πόνο τους, την ανάγκη τους.
-Μ’ εγκατέλειψες… Δεν με στήριξες τότε που πονούσα, μου φώναξε χθες βράδυ το πιο αγαπημένο μου γλαρόπουλο κι ύστερα ξεμάκρυνε. Με πλημμυρίσανε οι ενοχές..
-Κι η αγάπη μου, του είπα, αυτή που πάντα σε κανάκευε δεν είναι στήριγμά σου; Δεν απάντησε είχε ήδη φύγει.. Ο πόνος βάραινε τα χέρια μου
-Θα είμαι εδώ πάντα για σένα, του φώναξα.. δεν ξέρω αν το άκουσε…
Είχε γεμίσει δάκρυα η ρωγμή του βράχου κι ο γλάρος που κοιτούσε από μακριά τ’ αποστρεφόταν. Αναζητούσε μόνο τη χαρά. Έζεψε τότε την αχτίδα του ήλιου κι ένα αστέρι… το αστέρι μου… για χαλινάρι και πέταξε μακριά. Έμεινα πάλι μόνη. Ξέπλυνα στη ρωγμή τ’ ανείπωτο κι είπα…θα φορτώσω ότι απόμεινε από την αθωότητα στα φτερά σου γλάρε μου και θα σ’ ακολουθήσω. Την άκρη της αχτίδας μόνο ρίξε μου κι εγώ να κρατηθώ, να ταξιδέψω σε νέα πελάγη κι ωκεανούς με ουρανό που φώτισες στο πέταγμά σου…
«Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου» (΄είχα πει:)είπα στο γλάρο μου τότε που κρέμασα την αθωότητά μου στα φτερά του κι εκείνος τα τίναξε μ’ ορμή και μ’ έριξε μεσοπέλαγα. Μ’ αγκάλιασαν στοργικά τα γνώριμα διάφανα νερά του Αιγαίου, έγιναν ένα με το δάκρυ μου και στάλαξαν λίγο βάλσαμο στην αγωνία μου. Είδα πάλι το βράχο μου να δεσπόζει πεντακάθαρος. Με γρήγορες κινήσεις θέλησα να τον φτάσω.. εκεί είναι η φωλιά του, είπα, θα ξανάρθει κάποτε.. Κολυμπούσα.. κολυμπούσα κι ο βράχος όλο κι απομακρυνόταν. Μεγάλωνε κι η αγωνία μου, μέχρι που η γοργόνα ξεπρόβαλε, στην αρχή σιωπηλή, συντροφεύοντάς με όμως στο κολύμπι..
-Έ …μου λέει σε μια στιγμή.. ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος?
Την κοίταξα, δεν αποκρίθηκα..
Με κοίταξε κι εκείνη με μάτια βουρκωμένα .Η συγγένεια των δακρύων σκέφτηκα κι αμέσως μου έδωσε το χέρι της θλίψης. Κρατήθηκα αποκαμωμένη..
– Ε… ναι της και λέω, ζει και βασιλεύει..
Με.. .άρπαξε με φόρτωσε τότε στην ονειρική της ράχη και συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε στην ουτοπία μας. Ο βράχος μου φιλόξενος μας κράτησε κοντά του..
-Έλα να ξαποστάσεις στη ρωγμή του μου ψιθύρισε η γοργόνα θα κουραστεί κι ο γλάρος σου και θα ξανάρθει. Εδώ ειν’ η φωλιά του, μου είπε, κι εξαφανίστηκε… έμεινα εκεί μετρώντας σύννεφα και κύματα της προσμονής, εις μάτην όμως.
Άφησα τότε τη φωλιά του σκεπασμένη απ’ το κύμα που λυσσομανούσε και με χέρια βαριά βγήκα πάλι αποκαμωμένη στην ακτή. Αστραπόβροντα φάνηκαν απ’ τ’ απέναντι βουνό κι η καταιγίδα δεν άργησε να πέσει ορμητικά. Μάζεψα με γρήγορες κινήσεις τα υπάρχοντά μου, άφησα για λίγο τη βροχή να με αγνίσει από την ενοχή και τον πόνο και πήρα το δρόμο του γυρισμού. Ένα σύννεφο από τρομαγμένα γλαροπούλια, πέρασε φευγαλέα από πάνω μου κι ύστερα απομακρύνθηκε. Τελευταίο είδα και το δικό μου γλαρόπουλο, αυτό που κανάκευα, αυτό που περίμενα με χίλιες δυο ελπίδες να μ’ ανεβάσει στα φτερά του για τ’ όνειρο. Αυτήν την ανάγκη μου να ζήσω.. το είδα να φεύγει να πετά μακριά κι η καρδιά μου μάτωσε.
Ήταν μια άλλη μέρα!
Μέρα όμορφη ξημέρωσε! Θα είμαι πάντα εδώ, ν’ αγναντεύω το «λιθάρι» μεσοπέλαγα, στην άκρη του βράχου μου, μη και φανείς πάλι «γλάρε μου αλαργινέ»…ναι, εδώ θα σε προσμένω, να με φορτώσεις στα φτερά, μαζί να ταξιδέψουμε και πάλι στο λευκό αφρό της αθωότητας με το άστρο της μοίρας οδηγό στο χάρτη τ’ ουρανού αψηφώντας τα κύματα, με το κοπάδι τους γλάρους να μας συντροφεύουν. Σου στέλνω μήνυμα γραμμένο σ’ ένα βότσαλο για να σε σεργιανίσει στου νου σου τα απόκρυφα σοκάκια και στης καρδιάς σου τις απόκρημνες πλαγιές, με λέξεις στήριγμα καινούργιες μες τις ανάσες τυλιγμένες..
Κι άκουσα τότε τη φωνή σου γλάρε μου να μου φωνάζει ..περίμενέ με… που μέσα απ’ τα κύματα πέρασε απ’ την άλλη άκρη της θάλασσας. Άδειασα τη ρωγμή του βράχου μας απ’ τα δάκρυα κι άρχισα πάλι να προσμένω.. Κοχύλια και κοράλλια φύτρωσαν εκεί, τα φόρεσε η ελπίδα κι άρχισε το τραγούδι.. «καλό ταξίδι» σου φώναξε εκεί στ’ αλαργινά, μη νοιάζεσαι.. τα πλάτη τ’ ουρανού είναι δικά σου.. κάθε λογής αστέρι θα δυναμώσει τα φτερά και τη σοφία σου.. Μα μη σε πλανέψει το ταξίδι, είπα, το φως εδώ στερεύει, προσμένει την αχτίδα σου, ξανά να ταξιδέψει μαζί με το κοπάδι σου, σε μακρινούς ορίζοντες.
Κι ύστερα η θάλασσα έγινε καθρέφτης. Μια γαλήνια απεραντοσύνη κύλησε μέσα μου κι όλος ο κόσμος έγινε δικός μου, λες και το «άπαν» φώλιασε στην καρδιά μου. Διαμαντένια βότσαλα γύρω μου κι απ’ το βράχο μου το «λιθάρι » όρθωνε το περίγραμμά του. Ξεγελάστηκα στην απόσταση και ξανοίχτηκα κολυμπώντας στη γαλάζια επιφάνεια με προορισμό τον ορίζοντα που σμίγει ουρανό και θάλασσα για να σε συναντήσω μια ώρα αρχήτερα, να φτάσω την πιο απόμακρη φωλιά όλων των γλάρων με σύντροφο τη σκιά μου να με ακολουθεί στη διαφάνεια του νερού. Ξάφνου παρατηρώντας το περίγραμμά μου η σκιά ενός γλάρου συντρόφευε τη δική μου. Δεν παραξενεύτηκα, έβγαλα το κεφάλι απ’ το νερό κι είδα το σύντροφο κατάλευκο να με ακολουθεί, να με πλησιάζει και να μ’ ανεβάζει στα φτερά του, διασχίζοντας τα γαλάζια νερά. Χαμογέλασα κι αφέθηκα στη γαλήνια ηδονική πορεία. Το λιθάρι μας περίμενε αγέρωχο καταμεσής του Αιγαίου. Η ρωγμή του που φώλιαζε η σκόνη του χρόνου, είχε καλυφθεί από διαμαντένια βότσαλα… «σεντέφια και κοράλλια κι ηδονικά μυρωδικά». Εκεί μ’ απίθωσε ο γλάρος μου, ανάμεσα στις λαμπυρίδες απαλά. «Μείνε εδώ, χρωμάτισε το όνειρο με την αθωότητα», μου λέει, και με μια πιρουέτα, μάζεψε καημούς και πίκρες μου, φόβους κι ανασφάλειες και πέταξε μακριά στην άκρη του ορίζοντα. «Θα γυρίσω, μου φωνάζει, μείνε εκεί» Έκλεισα τα μάτια κι αποκοιμήθηκα με τον απόηχο της φωνής του και το γλυκό νανούρισμα των κυμάτων.
Μήπως, τη μυστική γλώσσα των αισθήσεωνΛυθήκαν τα καράβια από τους κάβους κι αφέθηκαν στην πλάνη του απέραντου γαλάζιου. Ο γλάρος μου ήρθε κοντά μου τότε χαμήλωσε τα φτερά του, με φόρτωσε κι έφυγε για τ’ ατέρμονο και μακρινό ταξίδι. Μόνο στην αθωότητα να κρατηθείς, μου λέει, κι άσε να κυλήσουν οι πίκρες κι οι καημοί στη σκόνη του χρόνου. Έκρυψα όλα τα λόγια τα σκληρά μες τη ρωγμή του βράχου κι ήρθανε κι άλλα γλαροπούλια άπλωσαν τα φτερά και όλα σκεπαστήκαν.. με κοίταξαν παρήγορα και μου παν, φύγε ζωή να πάρεις και να δώσεις εσύ στο γλάρο σου… κρατήσου στα φτερά του, μη τον πονέσει ο άνεμος και η σιωπή.
-Και τα δικά μου δάκρυα με κάθε χίμαιρας τραγούδι, τί θα γίνουν?
-Οι ανάσες μου θα τα σκουπίσουν, μου λέει απρόσμενα ο γλάρος μου.
Καυτές ανάσες τότε τύλιξαν τα φτερά του, σκορπήσανε τα δάκρυα εκείνα που καταρράκτες κυλούσαν κι εκεί στην πλώρη του μοναχικού καραβιού δέσανε άγκυρα.
Γλάρε της καρδιάς μου,
δεν άκουσα αγάπης λόγια από σένα….
Όμως, τόσο μεγάλη είναι η αγάπη μου
να σ’ αγαπάω και για μένα και για σένα!!!
Ήταν τότε πάλι…
Πάλι ζήλεψε σήμερα το Λιθάρι την όμορφη Πρασούδα που τράβηξε όλη την προσοχή του γλάρου και τις γητειές του και τα ψαροκάϊκα γύρω της να δένουν άγκυρα. Πρόβαλλε για λίγο τα κάλη της εκείνη κι ύστερα το αχνό σύννεφο του ορίζοντα τη σκέπασε πάλι. Βούρκωσε το Λιθάρι.. τα δάκρυά του διαλύσανε τα σύννεφα γύρω του κι έμεινε εκεί στη θέση του μουντό μα και με τη ξεχωριστή παρουσία του να δεσπόζει στο δικό μας Αιγαίο. Ο γλάρος κρύφτηκε για λίγο, ενοχικά ίσως, μεσοπέλαγα, ακολούθησε τη διαδρομή του πλοίου για τη Σκύρο, χαιρέτισε τους ταξιδιώτες και επέστρεψε στον προορισμό του. Θα έρθω κοντά σου είπε στο Λιθάρι, όπως πάντα και στάθηκε στη μέση του νησιού με τα τσαλίμια του για να το γαληνέψει. Δάκρυσε πάλι το Λιθάρι, αυτή τη φορά από ανακούφιση, αν και γνώριζε πάντα το αέναο των επιθυμιών του γλάρου. «Μόνο για τη στιγμή», σκέφτηκε, γι αυτήν θα ζω κι ύστερα με την προσμονή και την ελπίδα, για όσο η ζωή το επιτρέπει. Τα ψαροκάϊκα λύσανε τους κάβους κι άρχισαν τις περιπλανήσεις γύρω από το νησί. Το Λιθάρι αγκάλιασε με σαγήνη την Πρασούδα, κι εκείνη ερωτικά πλατάγιασε εντός του. Η θάλασσα γλυκομουρμούριζε με το τραγούδι της αγιάζοντας με τους αφρούς της, την ομορφιά απ’ τον έρωτά τους….
Ήταν η στιγμή
Στιγμή που με μια καλημέρα ανοίγω τα μάτια μήπως και χωρέσουν μέσα μου οι ομορφιές του κόσμου, απ’ τις στιγμές. Μήπως τ’ αδιάφορο πήγαινέ-έλα των ανθρώπων κίνηση δώσει στην ψυχή. Μήπως του απέναντι μπαλκονιού το κάγκελο με τους ερωτιδείς, μνήμες παιδικές σκαλίσει από τα πρώτα βήματα. Μήπως και ο πικρός καφές την πίκρα μέσα μου να ξεγελάσει. Μήπως και το παράλογο κουβέντας των διπλανών να μου ξυπνήσει τ’ άδικο π’ απλώθηκε παντού. Μήπως η πέτρινη εκκλησιά αισθητικά χαράξει μέσα μου όσα μια θάλασσα ορμητική θέλησε να ξεχάσω. Και πως να ξεχαστεί, κύμα απ’ άμπωτι και πλημμυρίδα. Ρωγμές μες την ψυχή και στο κορμί μου σκάλισε με το άγριο ξέσπασμα στο βράχο απειλητικά. Μα κι ο αφρός απ’ τη γαλήνη του σαν τύλιγε ηδονικά το κορμί μου! Οι ομορφιές της θάλασσας, οι ομορφιές του κόσμου.. Μόνο ο γλάρος ξέχασε σήμερα να φανεί.. . έκλεψε τις ανάσες μου κι έφυγε για άλλες θάλασσες. Πώς να ξεχάσω, πες μου… «κι η θάλασσα στα μέτρα μου.»
Εγώ την πίκρα μου θα πιώ και θα σε περιμένω.
Αδύνατο να ξεχαστεί ότι βαθιά αγαπήθηκε.
Εδώ το κύμα θα κοιτώ μη και φανεί σημάδι…
χωρίς το όνειρο αυτό πώς θα μπορώ να ζήσω;
. Ήταν Οκτώβρης
Οκτώβρης σήμερα, κι η θάλασσα θολή, μελαγχολική κι ανέλπιδη. Ακριβώς στα μέτρα μου. Τέλος μου λέει… τέλος εποχής. Κι η Πρασούδα κρυμμένη και το Λιθάρι κι αυτό. Τα σκέπασε ο ορίζοντας, βγαίνουν σιγά-σιγά απ’ τη ζωή μου…απόμακροι.. ενώ μέχρι «χθες», καλοκαιρινοί σύντροφοι, χαράζανε τις μέρες μου, την κάθε μέρα. Τώρα να περιμένω τί; Ο γλάρος μου έφυγε μακριά…μα θα ξανάρθει έτσι μου είπε η γοργόνα.. ας ταξιδέψει «αλλού» πάλι εδώ κοντά μου θα γυρίσει…
Θάλασσα μάγισσα λες, φίλη μου, κι εγώ πληγωμένη ζητώ τα μαγικά της βότανα να με γιατρέψουν. Μα κι αυτή στέκεται αγριεμένη σε απόσταση από εμένα. Απ’ όλους είμαι σε απόσταση. Μόνη τελείως, σκοτεινή. Τίποτα δεν με αγγίζει κι η σιωπή εκείνη σπαράζει την ψυχή μου «που σχίζεται στα μπλε». Όπως το λες… μπλε σκούρο με αποχρώσεις του γκρι σκάνε στα πόδια μου αγριεμένα κύματα. Τίποτα δεν με γαληνεύει. Και τα σύννεφα σ’ ένα ποτήρι που σκεπάζει τη σκέψη μου. Κλείνω τον ουρανό στις χούφτες μου και προχωρώ. « ώρα καλή σου, γλάρε αλαργινέ που φεύγεις, πλοίο»……πάλι εγώ θα σε προσμένω….με ένα ακόμα θάνατο..
Στέκω και πάλι όρθια στην ακτή να αποχαιρετήσω το κοπάδι των γλάρων μου που(ξεμακραίνει) {πλησιάζει} με γητειές … ανάμεσά τους εκεί που περιστρέφονταν στο ξεκίνημα ενός πλοίου να σου και συ ο γλάρος μου από απόσταση να με(αποχαιρετά) {καλημερίζει}. {Ζώντας σ’ ένα θάνατο απ’ την αγωνία μου για την «τύχη» σου ήρθες, βάλσαμο ν’ αγγίξεις την πληγή μου.} Με κοίταξες στα μάτια, ρίγος διαπέρασε το κορμί στην ανάμνηση {κι ο έρωτας πάλι στάθηκε στη σκέψη μου προκαλώντας με.} (Κι εγώ )Χαιρέτησα το πλοίο και τον καπετάνιο του για την εκδοχή του ταξιδιού και προχώρησα τη μέρα μου με την ευχή της καλοτάξιδης πορείας σου. «γλάρε μου αλαργινέ».
Και το φτερό της πεταλούδας
αναρίγησε
κι εκεί στην Κίνα
μάτωσε η ρωγμή
αληθινή η θεωρία
και ο σεισμός στα φυλλοκάρδια
οδύνη
δεν ήταν ψέμα ο ουρανός
στου γλάρου το ταξίδι
η αλήθεια
και η φωλιά στου βράχου τη σχισμή
γκρεμίζεται…
και πάλι κάθε ανατολή
πλεγμένη με βελόνι την ελπίδα
(τέλος νέοι γλάροι
…Αχ! Γλάρε μου! Γι αλλού πάλι ταξιδεύεις, αλλού φωλιάζεις πάλι… καλά ας είναι τα ταξίδια σου… και μην ξεχνάς, εδώ εγώ πάλι θα σε προσμένω… κι οι σκέψεις με χιλιάδες βότσαλα απλώνονται πέρα στην μπλε γραμμή του ορίζοντα που αγγίζει την υπέρβαση. Κι η θάλασσα με χίλια πρόσωπα στέκει εντός μου…
.και συ μοιάζεις της θάλασσας, έτσι που διαρκώς κινείται…
*«Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου» είπα στο γλάρο μου σαν κρέμασα την αθωότητά μου στα φτερά του κι εκείνος, τα τίναξε μ’ ορμή και μ’ έριξε μεσοπέλαγα. Μ’ αγκάλιασαν στοργικά τα γνώριμα διάφανα νερά του Αιγαίου, έγιναν ένα με το δάκρυ μου και στάλαξαν λίγο βάλσαμο στην αγωνία μου. Είδα τότε το βράχο μου να δεσπόζει πεντακάθαρος. Με γρήγορες κινήσεις θέλησα να τον φτάσω.. εκεί είναι η φωλιά του, είπα, θα ξανάρθει κάποτε.. Κολυμπούσα.. κολυμπούσα κι ο βράχος όλο κι απομακρυνόταν. Μεγάλωνε κι η αγωνία μου, μέχρι που μια γοργόνα ξεπρόβαλε στην αρχή σιωπηλή συντροφεύοντάς με στο κολύμπι..
-Έ …μου λέει σε μια στιγμή.. ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος?
Την κοίταξα , δεν αποκρίθηκα..
-Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος? Με ρώτησε πάλι.. ενώ με κοίταξε με μάτια βουρκωμένα. Η συγγένεια των δακρύων σκέφτηκα κι αμέσως εκείνη μου έδωσε το χέρι της λύπης. Κρατήθηκα αποκαμωμένη..
– Ε… ναι της και λέω, ζει και βασιλεύει..
Με.. .άρπαξε με φόρτωσε τότε στην ονειρική της ράχη και συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε στην ουτοπία μας. Ο βράχος μου φιλόξενος μας κράτησε κοντά του..
-Έλα να ξαποστάσεις στη ρωγμή του, μου ψιθύρισε η γοργόνα, θα κουραστεί κι ο γλάρος σου και θα ξανάρθει. Εδώ είναι η φωλιά του, μου είπε, κι εξαφανίστηκε…
΄Έμεινα εκεί, μετρώντας σύννεφα και κύματα της προσμονής, κρύβοντας στη χούφτα μου σφιχτά τις λύπες τ’ ουρανού…
(και το ταξίδι με τους γλάρους.. συνεχίζεται- απόσπασμα από ανέκδοτη νουβέλα μου)?????
Ήταν ένα ταξίδι.
Ταξίδι με τον Αίολο. Κι η θύμηση στριφογύρισε στον αέρα. Στάθηκε πάλι στα πρώτα κεντρίσματα εκεί που ξύπνησε η νέα εφηβεία, τώρα κι αυτή προσπέρασε. Πικρό χαμόγελο σκίασε την αθωότητα κι εκείνη έφυγε, πάει χάθηκε στο ατέρμονο του ορίζοντα. Βάρυνα, δε θα με σηκώνουν πια τα φτερά του γλάρου…σκέφτομαι. Μα τώρα να, ένας γλάρος ήρθε στην πλώρη του καραβιού έκανε κύκλους γύρω μου… κι άλλος γλάρος.. κι άλλοι τον ακολούθησαν. Με πλησίασαν και μου είπανε.. το δάκρυ ξεπλένει τον πόνο…κι άλλη αθωότητα θα βρεις μέσα σου, έλα… Σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου και στάθηκα στην άκρη περιμένοντας. Ένα ολόκληρο κοπάδι γλάροι πλησιάσανε τότε. Τελευταίος κι ο δικός μου ο αγαπημένος… ήρθε κοντά μου και πάσχισε να μου ξυπνήσει τη χαμένη μου αθωότητα. Τα κατάφερε. Τη φόρτωσε όμως πάλι στα φτερά του και πέταξε μακριά…κι έμεινα μόνη.
{{{{{{Ήταν η μέρα …
Μέρα του ήλιου! Καπετάν Ηλίααα… σε φώναξα κι εσύ στα κύματα έκρυψες τη θωριά σου κι άφησες το φορτίο μας τις πλάτες να βαραίνει έξω στη στεριά. Κι εμείς να προσπαθούμε απεγνωσμένα από τους ώμους μας το βάρος να αποδιώξουμε.
-Βόηθα καπετάνιε!!! Φωνάζω πάλι απελπισμένα…σκουπίδια γέμισε η χώρα, η ώρα… ανέλπιδα τα κύτταρά μας αλλοιώνει μιας μοναξιάς απεραντοσύνη
-Έλα άγγιξέ με, με το φως σου, κράτησέ με, άϋλη έγινα, και βόηθα με να κρεμαστώ απ’ τα φτερά του γλάρου, πάλι ν’ αγγίξω το βράχο μου που ξεμακραίνει στα βάθη του ορίζοντα που όρισε το Αιγαίο
– Έ!! Καπετάνιε της ελευθερίας, δεν είναι η «αγάπη» μου σκλαβιά, αυτή είναι ο κόσμος όλος, εκεί τα χέρια μου πλαταίνουν κι η αγκαλιά μένει ζεστή.. λευτέρωσέ με απ’ τα πολύβουα ζιζάνια που γύρω μου φυτρώνουν στου λογισμού μου την παραφορά..
Μέρα γιορτής σου Ήλιε μου, μέρα ελευθερίας κι έμεινες εκεί ψηλά, στον κάθε βράχο, να μη θωρείς τ’ ασήμαντα, αυτά που μας πληγώνουν.
«Προφήτη Ηλία.. Καπετάν Ηλία»**
(** από το Ζορμπά, του Καζαντζάκη)}}}}}}}}
5) ΝΕΑ ΜΕΝΕΞΕΛΙΑ{Μενεξελιά μου ωραία ως το ίον……θεατρικό..).
Υ ΥΠΟΘΕΣΗ
Η νεαρή μεταπτυχιακή φοιτήτρια, η Ιοκάστη, με τον αυθορμητισμό της, έχει συγκινήσει τον καθηγητή…μετά από 20 χρόνια γάμου εκείνος ερωτεύεται τη «Μενεξελιά». Είναι το κορίτσι που συμπληρώνει κάθε επιθυμητό για έναν άνδρα…Κοινά ενδιαφέροντα, ομορφιά, νεανικότητα… Έτοιμος εκείνος να της μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του και την πείρα του έχοντας όμως και την επίγνωση του ανέφικτου…Η Ναταλία, η γυναίκα του, αστή μεν απόμακρη απ’ τα δικά του ενδιαφέροντα, όμως δεν έπαυε να είναι σύντροφος και συμπαραστάτισσα του απ’ τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια…η γυναίκα που στάθηκε δίπλα του σε όλες τις αντιξοότητες και τον στήριξε στις αναζητήσεις του… Ήταν αγάπη, αληθινή…ποτέ άλλη γυναίκα δεν τον είχε συγκινήσει κι αν είχαν περάσει στο διάβα του φοιτήτριες και συναδέλφισες , όμορφες κι ενδιαφέρουσες….Ίσως ήταν η στιγμή…… Κι η Μενεξελιά, ένα κορίτσι όμορφο γεμάτο ζωντάνια, γοητεύτηκε απ’ τον καθηγητή και όλα πήραν το δρόμο τους… Η σχέση παράνομη αλλά έντονη κύλησε τις μέρες εκείνες στα Γιάννενα και συνεχίστηκε και με την επιστροφή τους στην Αθήνα. Έρωτας δυνατός. Για την Ιοκάστη είχε κάτι απ’ τον πατέρα που πρόσφατα είχε χάσει και για εκείνον απ’ την κόρη που ποτέ δεν απόκτησε…Το δέσιμο ισχυρό…με τον προβληματισμό για το μέλλον…. Επιθυμία και λαχτάρα και των δύο… Όμως λειτούργησε η λογική απ’ την πλευρά του καθηγητή….κι ο πόνος για την τύχη της Ναταλίας που του είχε αφιερώσει όλη τη ζωή της,…καθώς και ο κοινωνικός αντίκτυπος. .Η απόφασή του, να σταματήσει η σχέση καταρράκωσε την Ιοκάστη που αφέθηκε στον μονόλογο…εκδηλώνοντας όλη της την ευαισθησία και το βάθος των αισθημάτων της…το αποτέλεσμα να αφήσει την κοσμική ζωή και να αφιερωθεί…στον μοναχικό βίο…
{{“…..Το βλέπω καθαρά, ναι, κρύβεις την ψυχή μου από το πρόσωπό σου…κι ήμουν η Μενεξελιά σου…”όμορφη σαν το ίον” έτσι μου έλεγες και μου το τραγουδούσες…”.μενεξέδες και ζουμπούλια… ” και να που τώρα μέρα τη μέρα γίνεσαι ένας ξένος. Ξέρεις καλά όμως πως η δική μου ψυχή, αυτή που αφηνόσουν κατά καιρούς εκεί να ξαποσταίνεις, από όσα κρατούσαν εγκλωβισμένο το είναι σου…είναι γεμάτη από εσένα. Κι αναρωτιέμαι, αν έτσι εύκολα ξεχνάς…Όμως εγώ νιώθω, αφού μπορώ να αγγίζω τις βαθύτερες σκέψεις σου, πως φόβοι παιδικοί ορθώνονταν μέσα σου κι ανεξέλεγκτες επιθυμίες….και κυρίως εκείνος ο πρώτος φόβος της γυναίκας κι εκείνος ο άλλος του θανάτου και της ενόρμησης που δεν ελέγχεται… στοιχεία που γεννιούνται μαζί με την ύπαρξη. Ένας ξένος που κυριεύει το είναι μας. Σκέψου λοιπόν πως κουβαλάς μια ξενιτιά μέσα σου που εναντιώνεται στο ασυνείδητό σου και συ παλεύεις… Ήμουν κι εγώ ένα κομμάτι της ψυχής σου κι εσύ το απόδιωξες… σταμάτα τώρα να με καταδιώκεις, κοίταξε αυτούς τους φόβους σου που μεταθέτεις στην ύπαρξή μου…αυτήν την ενέργεια που έλεγες κάποτε πως σου ξοδεύω κι ας κρατούσα τη δική μου παρουσία σε απόσταση, γιατί φοβόμουν μη προκαλέσω πίεση ή ανατροπή στην πολυδιάστατη ζωή σου… κι εσύ μιλάς για ανελευθερία που εγώ σου προξένησα επειδή νοιάζομαι για σένα. Μέσα στον κόσμο σου λοιπόν, κυκλώματα, προβολές που πάντα είναι κι ελλιπή, βάζεις τον ξένο σου αυτόν που κουβαλάς, να καταλαγιάσει κι οι φόβοι σου να μετριαστούν…ενώ εμένα σαν ξένη με κυνήγησες κάποιες φορές με λέξεις, όπλα φαρμακερά που με σκοτώναν κάθε μέρα και τώρα ακόμα πιο πολύ με την αδιαφορία σου και την ουδετερότητα. Ναι γιατί η δική μου παρουσία ήταν απειλή για το αιώνιο παιδί σου, που εγωϊστικά το απόδιωχνες κι ακόμα το αποδιώχνεις, γιατί η ξενιτιά μέσα σου διαρκώς μεγαλώνει….”}}
‘ ΚΕΙΜΕΝΟ-διαλογος
Ι ΑΦ. «Ιοκάστη …ωραία ως το ίον,» της είπε ο Μάριος Πιερίδης, ο καθηγητής κι εκείνη άρχισε να ονειρεύεται…όλη η στοργή που της έδειξε σ’ αυτό το μακρύ ταξίδι με τη ματιά του να φανερώνει κάτι βαθύτερο κάτι αληθινό και να αναζητά την ανάλογη ανταπόκριση την γοήτευσαν. Παρ’ ’ όλο που έδειχνε μια ανέμελη κοπέλα σύγχρονη κι έτοιμη για οποιαδήποτε περιπέτεια στο βάθος ήταν ένα κορίτσι συναισθηματικό, συνεσταλμένο χωρίς πολλές ερωτικές εμπειρίες… αφέθηκε στη γοητεία του καθηγητή της χωρίς αναστολές… η άνεσή της αυτή έφερε κι εκείνον κοντά της χωρίς να αναλογιστεί τα επακόλουθα. Τον μακροχρόνιο γάμο του με τη Ναταλία και τη διαφορά της ηλικίας του με την Ιοκάστη… ακόμα και τη σχέση καθηγητή -φοιτήτριας. Ήταν κι οι μενεξέδες που καρφωμένοι στερέωναν τη μενεξεδιά εσάρπα της, στο ίδιο χρώμα με τα μάτια της. Συγκυρίες και με το θέμα της ομιλίας του καθηγητή στην έδρα του στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων…ενεπλάκησαν κι οι μενεξέδες απ’ το Μπιζάνι με τ’¨ «άσματα τετραφωνίας και βαρκαρόλας» κι ο έρωτας εφούντωσε για τα καλά…
Συνεπαρμένος ο καθηγητής απ’ τα νιάτα και την ομορφιά της, τον αυθορμητισμό και τις ουσιαστικές απόψεις της πάνω στην επιστήμη τους αλλά και σε θέματα ζωής και ιδεών, δόθηκε ολοκληρωτικά σ’ εκείνην ξεχνώντας τη ζωή του την οικογενειακή…θα μπορούσε να είναι και κόρη του, ηλικιακά η Ιοκάστη κι ίσως η έλλειψη αυτή τον έφερε και πιο κοντά της…κι εκείνη πρόσφατα είχε χάσει τον πατέρα της …κι η σχέση έδεσε και κλείδωσε…Ποτέ μέχρι τότε άλλη γυναίκα δεν είχε συγκινήσει τον Μάριο. Παρέμενε πιστός στη Ναταλία. Κι εκείνη μέχρι τότε μόνο κάποια λίγα φλερτ είχε χωρίς ιδιαίτερη συνέχεια…
Μ – Έλα, έλα κοντά μου, της είπε, άνοιξε τις πύλες του κορμιού σου και κλείσε με.. έμβρυο γίνομαι πάλι κουλουριασμένο στη μήτρα σου.. καινούργιος να ξαναγεννηθώ μέσα από ζεστό και τρυφερό κόρφο που ξέρει να πλάθει δυνάμεις, τις δυνάμεις του σύμπαντος. Κράτα με να γίνω και πάλι λεύτερος, πέρα απ’ τις συμβάσεις κι ότι μου ψαλίδισε τα φτερά.. πνεύμα ανεξάρτητο ήμουν, λέξεις περίτεχνες στεφάνια έπλεκαν γύρω μου και στεφάνωναν το κορμί. Αγκάθια όμως σκληρά θανατηφόρα που τρύπωσαν σ’ αυτά ποτισμένα με φαρμάκι, μου έκαψαν τα σπλάχνα, με πυρπόλησαν.. κι όμως το γιατρικό σου – αντίδοτο – στρώμα αντοχής απλώνει γύρω μου κι η απαντοχή σου, ανοίγει δρόμους νέους, ασύνορους στο άπειρο να κυλήσουν..
Μέρα τ’ Απρίλη ξημέρωσε σαν όλες τις άλλες…με τη σκέψη και την ψυχή όμως δοσμένη σε μια αναμονή. Μια εγκαρτέρηση, πού να θυμάμαι πόσα χρόνια.. ένα φως άσβηστο που σιγόκαιγε λίγο-λίγο τα σπλάχνα… είχα πιστέψει στο αδόκητο, εκείνο το μακρινό «φερμένο απ’ αλλού», που όλο και ξεμάκραινε απ’ τις χούφτες μου σαν το νερό της πηγής που μάταια προσπαθείς να κλείσεις ανάμεσα στα δάχτυλα. Και έμεναν οι σταγόνες ελπίδας, που σιγά-σιγά ξεθώριαζαν, μα σαν ερχόταν η ανατολή του ήλιου ζωντάνευαν κι οι σταγόνες πάλι λαμπύριζαν. Μικρά διαμάντια καρφωμένα στο πέτο μου κοντά στο μέρος της καρδιάς που την τρυπούσαν κι αντανακλούσαν το κόκκινο, μικρά ματωμένα διαμάντια…
Ι –Ήταν τότε που ήρθες κοντά μου…Άη Γιώργης , μέρα της γιορτής του ήταν , καβαλάρης στ’ άσπρο τ’ άλογο. Ρόδισε ο ουρανός κι η λάμψη απλώθηκε μ’ ένα φως ανέσπερο στα σπλάχνα μου. Η γλάστρα στο παράθυρο έγινε μενεξελιά, τα μωβ λουλουδάκια σκάσανε απ’ το μπουμπούκι τους κι ένα ιώδες σύννεφο στην άκρη του ορίζοντα ξεπρόβαλε προσμένοντας το δειλινό.. Δε θέλω να νυχτώσει,…έλεγα.. Η άκρη του σύννεφου ακόμα μοιάζει ροδί αχνό που σιγά-σιγά γίνεται μαβιά , «ένα σαπφειρένιο μαβί» … Δες το! Άη Γιώργη του σύννεφου, καβαλάρη, τ’ άγγιξες με τη ρομφαία σου κι όλα γίναν Παράδεισος και Κόλαση. Σκόρπισαν γαλήνη μα κι ένα’ αδιόρατο πέπλο άπλωναν. Το διάφανο πέπλο της μοίρας. Μοίρα μου!!! Εκεί και το φευγιό αναγράφεται… εκεί που χειμωνιάζουν τα βλέφαρα, μέσα από δάκρυα καταρράκτες!!!
Μ- Πέμπτη ήταν! Ποια; Ίσως δεν θα ‘χε σημασία…Για μένα ήταν ή Μεγάλη μιας επιθυμίας μακρινής.. τόσο μακρινής που ξεχάστηκε το πόσο. Στην ανατροπή της σκέψης. Στης σύμβασης τον τερματισμό.. τότε που η “άκρη η ξεφτισμένη της κλωστής” σύρθηκε αναμοχλεύοντας τις αλήθειες. Όσες τα κύτταρα αναμετρήσαν. Κάθε αλήθεια και μια άγρια χαρά κατάκτησης ζωής. Κάθε αλήθεια κι ανείπωτος πόνος. Σύρθηκαν όλα τα στοιχεία .. εγωϊσμός, ύπαρξη, αξίες επίκτητες και μη, κυτταρικές ανάγκες.. ένα κακοπλεγμένο κουβάρι, που ξετυλίχτηκε αργά-αργά. στο χρόνο. Τεντώθηκε η κλωστή χωρίς ποτέ να σπάσει.. κι ο ξύλινος Σταυρός ορθώθηκε……
.
.. ΑΦ –Έ…πού πας; Τ’ αγκάθια της ελευθερίας πληγώνουν, φώναζαν τα στοιχεία της φύσης…
– Φωτιά και τσεκούρι, η απάντηση, έτσι καταχτιέται η ελευθερία…
Βάζεις στον ώμο τον ξύλινο Σταυρό και προχωράς σε μια υπέρβαση…
– Ελευθερία. .. να σε νιώθω “ελεύθερο” Άνθρωπε. Μέσα απ’ το φως σου θα ενστερνιστώ την Ανάσταση… ίσως τη γαλήνη μιας πολυπόθητης βαθύτερης ανάγκης. Ίσως νέο πέρασμα ζωής. Οι ήρωες πάντα μεθούν με το μπρούσκο της Ελευθερίας. Εκεί θα σε συναντήσω.. πάλι!!!
Μ – Ελευθερία, ελευθερία…
AΦ ψιθύρισε κι αμέσως η σκέψη του γύρισε στη ζωή που άφηνε πίσω…ζωή ολόκληρη από τα μαθητικά του χρόνια μαζί με εκείνην τη Ναταλία που τον αγαπούσε, ανυποψίαστη για όσα συνέβαιναν …έτσι κι αλλιώς έλεγε, ο άνδρας της δοσμένος στα βιβλία και στην πανεπιστημιακή του ζωή ήταν
Μ – Ιοκάστη, πρέπει να δώσουμε ένα τέλος …της είπε… «η ζωή μου είναι αλλού»
ΑΦ…Η Ιοκάστη δέχτηκε στωϊκά την απόφασή του, δεν ήθελε να φανεί η θλίψη της σ’ εκείνον, τον αγαπούσε τόσο βαθιά ..που ήθελε εύκολη να του κάνει αυτήν την κατάσταση. Τον άφησε κι έφυγε με μια επιφανειακή ανεμελιά όμως σαν βρέθηκε μόνη της ξέσπασε σε θρήνο και σκέψεις.
Ι – Έ…εσύ, μου φώναξε σήμερα ένα πουλί τιτιβίζοντας στο κλαδί που έγερνε στο μπαλκόνι μου. Το κοίταξα, τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα από σκέψεις, ελλείψεις και την αίσθηση ενός «τέλους», που δεν ήθελα ποτέ να με καταλάβει.. κι όμως μοιραία ήρθε, σφραγίστηκε με τη φράση «η ζωή είναι αλλού» κι έμεινα να θρηνώ από τότε…
-Έ…εσύ, επανέλαβε, σκύψε κι αφουγκράσου τον παλμό της ζωής…αφουγκράσου τον καλά… θα νιώσεις τότε στα κύτταρά σου την απεραντοσύνη της… είπε ο κιτρινολαίμης και πέταξε γι άλλες γειτονιές.
Ι – Tα λόγια του με γήτεψαν. Έμεινα αποσβολωμένη κι άρχισα να διώχνω τα δάκρυα και όλα τα αρνητικά που είχαν σταθεί στην καρδιά κι είχαν εγκλωβίσει τη σκέψη μου.. να γκρεμίσω τα όρια ήθελα που στενεύαν τη ζωή μου και να κοιτώ πέρα απ’ τον ορίζοντα.. Ο ήλιος κρυμμένος ήταν μέσα σε αχνά φθινοπωριάτικα πέπλα, όμως οι αντανακλάσεις απ’ το χρυσαφί των ακτίνων του, σχημάτιζαν χίλιες δυο υποσχέσεις, μικρά όνειρα , ομορφιές καινούργιες, ακόμα και λίγους στίχους ποιημάτων, να ξορκίζουν τη θλίψη από χέρια σφιγμένα μη φανούν οι πληγές στις παλάμες.
ΑΦ Ο Μάριος κοιτούσε μια τα σχήματα των τελευταίων ανοιξιάτικων αισθημάτων και μια των προθέσεων της ζωής. Μοιραίος ο ισολογισμός, σκέφτηκε. Απώλειες και κέρδη(Κέρδη και ζημίες) όπως λέγαμε κάποτε.. κοίταξε πάλι τις άδειες παλάμες του, σημάδια απ’ τις χαρακιές αιμορραγούν ακόμα, μα απ’ τις Πατρίδες ανάγκης ξεπρόβαλαν τότε και σύνορα…κι είδε το βλέμμα του ν’ αναζητά σταθμούς, στης συνήθειας τόπους. Για γαλήνη; Για αγάπη ή για μια κιβωτό ασφαλείας; Τα σύνορα όμως, είχαν αρχίσει σιγά-σιγά να γκρεμίζονται…οι άνθρωποι να εξαδελφώνονται, ελεύθεροι να κυλούν ψάχνοντας για πατρίδες ανάγκης αρχικά, χώμα να σταθούν να ριζώσουν κι ύστερα να απλωθούν, ίσως και να γκρεμίσουν συνήθειες, αποκτήματα άδεια, που ορθώνουνε σύνορα κι επιζητούν κιβωτούς ασφαλείας.
ΑΦ Κι ο ουρανός, ένα ολόκληρο πανό με χαραγμένα ανεξίτηλα γράμματα απ’ τη χρυσή αχτίνα του ήλιου να γράφει: “Ένα σύνορο μόνο υπάρχει… της ζωής και του θανάτου.” Ασύνορη στάθηκε τότε η ζωή να ξορκίσει το θάνατο. Ο κιτρινολαίμης άρχισε πάλι το τραγούδι. Οι αισθήσεις ζωντάνεψαν, άφησαν πίσω πικρίες και λέξεις σκληρές που άνοιξαν πληγές όμως με νότες μελωδικές το ταξίδι να συνεχίζεται.. κι ένα παρτέρι «μενεξέδες» εφήμερης ομορφιάς πάλι ν’ ανθίζει….
Μ-Ανατροπή! Ανατροπή! Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια, ψιθύρισε ο Μάριος… Ανατροπή ζωής; Αναρωτήθηκε πάλι κι ο νους του έτρεξε στη γυναίκα του τη Ναταλία που τον περίμενε προετοιμάζοντας δεξιώσεις για να τον ευχαριστήσει…μα περισσότερο να φανεί η ίδια…εντυπωσιακή στο συναδελφικό περιβάλλον του συζύγου …έτσι ήταν εκείνη…με την κοσμική της έκφραση..
Ι- Αφουγκράστηκα τις σκέψεις του…τόσες πολλές σκέψεις, από καιρούς περασμένους! Τις ομορφύναμε βάζοντας από λέξεις περιτύλιγμα φανταχτερό, κομψό, περίτεχνο, να σκεπάσει τις απουσίες να κρύψει τα παραμύθια αυτά που λίγα χρόνια τώρα μες τη φαντασία μας φτιάξαμε.. κι αυτά προβλήθηκαν στο γυαλί, μοναχικά, έγιναν θρύλος έγιναν καημός κι άφησαν το δάκρυ να χαρακώνει μάγουλα, κύκλους μαύρους να χαράζει και τα όνειρα, τόσα όνειρα, καρφιτσωμένα στο χαρταετό που θα αφήσουμε την Καθαρή Δευτέρα να πετάξει από πάνω μας μακριά – μακριά σ’ άλλους ουρανούς, σ’ άλλο πλανητικό σύστημα.. εκεί στ’ αστέρια, αυτά που ξεκρεμάσαμε και μας τα φόρεσαν στα μαλλιά, και μ’ αυτά πορευτήκαμε νεραϊδοχτυπημένες και ζήσαμε για ν’ αγναντέψουμε τον ήλιο ν’ ανατέλλει και τώρα στο βασίλεμά του σε μια πάχνη από χρώματα που αχνοσβήνουν, μενεξελιές αποχρώσεις που γίνονται γκρι ανοιχτό μετά πιο σκούρο στο χρώμα της νύχτας που πλησιάζει και γέρνουμε στο προσκέφαλο για τον αιώνιο ύπνο, εμείς που γευτήκαμε την ομορφιά του ανέλπιστου στου αδοκίμαστου τον πόθο..
Μ-Ας πιστέψουμε πως έτυχε, είπε ο Μάριος… Αν και «σπάνιο το τυχαίο να φεγγοβολήσει», τώρα έριξε φως. Σε ρωγμές δικές μου, ρωγμές άνυδρες απ’ το χρόνο.. Να όμως που έμαθα να συμβιώνω με σκιές που έμειναν εκεί, έγιναν λέξεις, άμυνα στη δική μου απόγνωση, σιγομουρμούρισε και κοίταξε πάλι στα μάτια τη Μενεξελιά του.
Κοιτώ τα μενεξεδένια μάτια σου, όμως θα είμαι εκεί αλλά θα σε προσμένω ακόμα και στη σιωπή και στις λέξεις να νιώθω το εφήμερο πάλι που ώρα την ώρα αποκαλύπτει την πορεία του. Πλησιάζει το τέλος. Φοβάμαι μήπως αυτή η μενεξελιά απόχρωση απομακρύνει από εμένα τη λάμψη της. Ο χρόνος βλέπεις με κυνηγάει αμείλικτος και τότε θα αναμετρηθώ μαζί του…Γι αυτό θα φύγω μακριά… Για σένα η ζωή τώρα πλαταίνει….της σιγοψιθύρισε φιλώντας τα χείλη της.
Ξεκομμένος σε μια απόσταση από σένα, συνεχίζει ο Μάριος, θα προχωρήσω αδιάφορα στο δρόμο μου. Το φως δυνατό, εκείνο που ακτινοβόλησε, μ’ αυτό προχωρώ. Τα βήματα δειλά. Οι παράπλευροι δρόμοι είναι δύσβατοι. Στενοί πάντα, γεμάτοι αγριόχορτα από συμβάσεις. Πληγώνουν στο κάθε πέρασμα. Τα πόδια ματώνουν κι εκεί αναρωτιέσαι… κι ο δρόμος αυτός ο δικός μας παύει να με κρατά, με σπρώχνει στον παράπλευρο με λίγο φως για συντροφιά να ζωντανεύει τις μνήμες. Όμως εκείνος ο δρόμος συνεχίζει να κυλάει ανοιχτός με σχήματα απαστράπτοντα, που ένιωσα από σένα και πως να τα παραβγώ, γεμάτος με τις επιδιορθώσεις του χρόνου κουβαλώντας όμως της πείρας τα σακιά, γεμάτα.. τι να μετρήσουν όλα αυτά… αφού δεν θα ‘χω εσένα… και μήπως θα προσφέρουνε διέξοδο; Τίποτα μηδέν στο μηδέν. Ας μη στερέψουνε κι οι λέξεις. Θα στολίζουνε την έλλειψή σου για χρόνια. Εδώ καθισμένος ακόμα στην πρώτη ελπίδα… που ήρθε, στιγμή ήταν, κι ύστερα μ’ έβαλε σε δρόμους παράπλευρα. Τώρα; Τα είπα όλα. Στέκω στο τίποτα. Παράπλευρα. Ίσως κάποτε ξανασμίξουμε… ίσως κάτι από μένα, ένα κάτι, αναζητήσεις. Θα είμαι εδώ. Παράπλευρα.. θα ζήσω εδώ, .στη μοναξιά του μηδέν.. κρατώντας την εικόνα σου. Ένα νέο πρόσωπο θα κρατήσω για μένα, θα του δίνω ζωή μέσα από τις λέξεις σε μια άλλη διάσταση. Ψάχνω. Αναζητώ. Παρακαλώ. Έτσι θα φύγω από το δικό σου φωτεινό δρόμο. ..
ΑΦ-Πιεσμένη εκείνη απ’ την ένταση που της προκάλεσε η αίσθηση του χωρισμού, έβγαλε λόγια πικρά
Ι-Ξέρεις πoιός είναι ο καημός; Του απάντησε η Ιοκάστη….Όχι εκείνος που πρόβαλλε από την αίσθηση μιας άλλης παρουσίας πάλι, έτσι κι αλλιώς, αγάπη μου, αλλού ήσουν δοσμένος… Κι ύστερα.. ξέρω καλά και το πιστεύω.. κανείς δεν είναι κτήμα κανενός. Όμως κρατούσα σφιχτά ένα όνειρο … απ’ τη δική μου ουτοπία ίσως. .που είχε ζωντανέψει μες στο παρτέρι με τους μενεξέδες μου, ερχόσουν και τους πότιζες που και που.. θυμάσαι; Kαι σου ‘λεγα κάθε φορά γελώντας, πως δε σβήνουν τα όνειρα ..και συ κοιτούσες το μαβί λουλουδένιο σύννεφο γητεμένος, κι έλεγες, πως αυτή είναι η ομορφιά του εφήμερου.. το βλέμμα σου πλανιότανε ψηλά τότε, κι ακολουθούσε διψασμένο το ταξίδι των γλάρων.. κι έφευγες μαζί τους, κι εγώ περίμενα, περίμενα… φόρτωνα στα φτερά τους το όνειρο με την προσδοκία μιας νέας άνοιξης, ν’ ανθίσουνε οι μενεξέδες μου…**«Πηγαίνεις σύ … Εγώ έκπεσµένο αλαργινό αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω» … έλεγα πάντα, μα ήξερα καλά πως τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει, κι έμενα εκεί στην ανοιξιάτικη ρέμβη μου να ξεγελώ χειμώνες.. και το σκοτάδι, που τα βράδια τέλμα έδινε στην πνοή μου. Και όταν σου είπα.. φοβάμαι το σκοτάδι…κράτα με για λίγο.. ήταν γιατί σ’ έβλεπα σαν ένα φως που μ’ έκανε να προσπερνώ το σκοτεινό τούνελ… με το χαμόγελο πως τάχα υπάρχω και πόσο ανάγκη το είχαν…. να! …ζωντάνευαν κι οι μενεξέδες μου κι όλα τα λουλούδια γύρω μου, το άρωμά τους κύματα άνοιγε πέρα…. Και δε με πόνεσε εκείνος ο καημός, όσο η δική σου ανατροπή. Η μελωδία η γλυκιά που κύλαγε στις φλέβες μου απ’ τον απόηχο της φωνής σου και ξύπναγε τις αλήθειες μας, σιγά-σιγά ξεμάκραινε…θυμάσαι σαν πρωτογνωριστήκαμε ρώτησες τ’ όνομά μου και σου είπα, Ιοκάστη με λένε, ωραία σαν τα Ία, μου λες, με μια γλυκιά ταραχή που την ένιωσα κι εγώ κι ακόμα τη νιώθω σαν σε κοιτώ, τώρα με τον καιρό όλα αλλάζουν… κάτι σαν φόβο, διέκρινα στο βλέμμα σου που ήθελε να σκεπάσει αλήθειες κι άρχισαν να μαραίνονται κι οι μενεξέδες… γιατί; .Επειδή άγγιξα τόσες φορές το βαθύ ποτάμι μέσα σου που ξεχύνονταν ορμητικά τα νερά πότε διάφανα και πότε σκοτεινά και ξέβρασαν καταρράκτες και στο δικό μου κορμί και στα δικά μου δάκτυλα; Φοβήθηκες ακόμα και για κείνο το «παιδί» σου που κάθε φορά ξαναγεννούσα; Mη μείνει μόνο του και πρόλαβες αλλού να το δώσεις, για υιοθεσία; Ίσως…ίσως εκεί το κανακέψουν…του δώσουνε ζωντάνια κι ελπίδες για το αύριο, αυτά που ήμουν ανήμπορη εγώ να του προσφέρω.. Κι ύστερα ο φόβος αυτός προκάλεσε και δικές σου αντιδράσεις σαν απειλή. Τα δικά σου «γιατί», χαράξανε μέσα μου πληγές, που χαράκωναν μέρα τη μέρα τη γαλήνη της ρέμβης μου.. κι είπα.. πληγές είναι θα γιατρευτούν αρκεί η φωνή σου πάλι τα όνειρα να μου αναδεύει κι εκείνο το άλλο παιδί, μέσα μου, ξανά να ζωντανεύει.. κι ήξερα, πως τις πληγές, σου τις κάνουν όσοι σου αγγίζουν την ψυχή ή αγγίζονται από εσένα και γελούσα πάλι και χαιρόταν και το παιδί, έπαιζε με τα παιχνίδια του, τις λέξεις και τα όνειρα.. μα και κάθε φορά που το παιδί της υιοθεσίας ερχόταν, βουτούσε στις πληγές μου, χαιρόταν μαζί μου κι ύστερα με σκάλιζε ακόμα πιο βαθιά…μη με φιλάς.. μη με κοιτάς …μου κρύβεις το φως, τον αέρα που αναπνέω μου στερείς… μου κλέβεις τα παιχνίδια μου, έλεγε κι ενώ εγώ βρισκόμουν σε αδιέξοδο απομονωμένη και περίμενα να δώσω, ότι είχα, λίγες μόνο ανάσες, ναι.. αυτό θα ζωντάνευε και μένα και κείνο, έκανες πέρα, σαν να μη με είδες ποτέ.. σαν να ήμουν μια ξένη. Δεν σε εμπιστεύομαι, είπες.. κι άρχισες να απομακρύνεις οριστικά το παιδί κόβοντας τον ομφάλιο λώρο. Η μητριά στημένη στη γωνία το περίμενε. Κρυφά της το ‘δωσες…για τα προσχήματα και μόνο να μην το δω εγώ στα χέρια της.. άραγε για να μην πονέσω; Ποιος ξέρει; Ίσως… Δε με πονάει που είσαι αλλού.. τ’ ακούς αγάπη μου;. Για το παιδί εκείνο μόνο νοιάζομαι μην κακοπέσει πάλι…κι ας έγινε η καρδιά μου σαν τη νύχτα σκοτεινή, που έκοψε τον καιρό στα δυο, μια ξενιτιά μες τη σιωπή που καρτερεί τον κόρφο της μ’ αστέρια να γεμίσει… κι οι μενεξέδες μου…ν’ ανθίσουν πάλι…
ΑΦ- Η ψυχή της Ιοκάστης ήταν τόσο συμπιεσμένη που μόνο δάκρυα έβγαιναν και λόγια σκληρά. Δυο ολόκληρα μερόνυχτα μάτι δεν έκλεισε. Ότι θέλησαν να εισπράξουν, αυτά προσφέρουν οι άλλοι, σκέφτεται. Δεν ήθελε να το δει μέχρι τώρα έτσι, αλλά να που το διαπιστώνει. Νιώθει να κομματιάζεται.. Και πώς να ισορροπήσεις, όταν δίνεις, δίνεις.. ναι λες η αγάπη δεν ζητάει ανταλλάγματα.. αλλά η σιωπή τη σκοτώνει την ευτελίζει τη σκεπάζει με ένα «ροζ» πέπλο κι εκεί την αφήνει σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ.. μέσα στη γυάλινη σφαίρα. Ανέκφραστη, ολιγόλεπτη μόνο η παρουσία της.. κι ύστερα…τίποτα πάλι. Ένα μηδενικό. Και πάλι να βγαίνει και να χαρίζεται στης ανάγκης την επίκληση. Και το χειρότερο να αφήνεται σα μαντήλι να σκουπίζει τα δάκρυά του.. να τον απελευθερώνει από τον πόνο και τις εντάσεις κι ύστερα πεσμένη στο πάτωμα να σέρνεται με ανοιχτές πληγές…
- Ι–Έλεος!!! Έλεος πια! Είπε απελπισμένη…
ΑΦ. Πικρά τα φιλιά σαν τα κεράσια τ’ άγουρα
ο πόνος φαρμακώνει..
κι αυτός ο μάγος έρωτας το άπειρο πλανεύει.
Σκλαβιά η ζωή κι η ελευθερία μέσα μας.
Στέκω βράχος ακλόνητος σε άμμο κινούμενη
απ’ τις συμβάσεις.
Οι φωλιές των περιστεριών σκεπάζονται
κι αυτά τινάζουν τα φτερά τους
σε όνειρα υγρά ….#
Μ-Θυμάμαι, συνεχίζει, σε μια χώρα μακρινή.. ήταν τότε, που άλλαξα ημισφαίριο για να δω την άλλη πλευρά της ζωής…σάμπως ν’ αλλάζει πλευρά η ζωή…..σαν διέσχιζα εκείνο το δρόμο τον ατέλειωτο, θυμάμαι, τη φαντασία μου να πλέκει σκιά άγνωστη με τη δική σου μορφή να στέκεται ακαθόριστη αμετάκλητα πλάι μου και να μ’ ακολουθεί σε μέρες μελλούμενες. Κι η λεωφόρος κυλούσε ατέρμονη..
Ι- Ήσουν σπέρμα όμως τότε βαλμένο στο κορμί μου κι ήρθε η ώρα σου με τη χρυσή βροχή του Δία ν’ αντρειωθείς μέσα μου…
Μ- Σε περίμενα, πώς σε περίμενα.. στο αδιάφορο κύλισμα της ζωής μου τα κύτταρά μου να ζωντανέψεις στου αδοκίμαστου τον τόπο. Σε μια άκρη τώρα παράτολμα στέκω, γκρεμός από κάτω μου, απλώνω τα χέρια στο αέρα να κρατηθούν απ’ τα σύννεφα και σύ εκεί να αιωρείσαι με κινήσεις χορευτικές σ’ ακούσματα του Μπιζέ να με παρασέρνεις σ’ ένα σπανιόλικο χορό με κινήσεις δυναμικές, ρυθμικές .ήσουν. μια Κάρμεν.. ναι.. με καίει η φλόγα μέσα μου.. νιώσε το, ένα πουλί φτερουγίζει στα στήθη μου κι όλοι χειροκροτούν τον torero… αδάμαστη η φύση του έρωτα « ζήτω.. ζήτω ο ταυρομάχος» όλοι αναφωνούν κι εγώ στη σαγήνη αφέθηκα βίαια να κυλώ ανάμεσά σου, .. ξέφρενος ο χορός σου, στα βήματα του ανομολόγητου, άμυαλη, στην κόψη του ξυραφιού, με του χορού το πάθος και τίποτα να μην μπορεί να σε συγκρατήσει.. έρμαιο στης ζήλειας τ’ απόκρυφα μονοπάτια, πατάς δυνατά, σκληρά με άγριο πείσμα στην πέτρα της άκρης του απόκρημνου δρόμου ματώνουν τα πόδια σου κι η μουσική τυφλά, ερωτικά να παρασέρνει και μένα… κράτα με.. κράτα με..
ΑΦ. .Διογκωμένες οι κόρες των ματιών του βυθίζονται απελπισμένα στο σκοτεινό βλέμμα της. Ο δαγκάνες της τρέλας όμως τον τραβούν σ’ ένα τέλος… άβυσσος το άπλωμα της ψυχής, ασύνορο… πλανεύτρα είναι.. τον τραβάει, με ιλιγγιώδη ταχύτητα.. σαν σ’ εκείνον τον δρόμο τότε… ματώνει.. .
Μ-κράτα με.. κράτα με…
ΑΦ – Βράδυ ήταν.. ώρα περασμένη σκιές ακολουθούσαν βήματα ανασφαλή. Σκιές ζωντανές που χάραξαν τη σκέψη , τρύπωσαν στης καρδιάς τα άδυτα, τρυπήσαν το κορμί ως το κόκκαλο βαθιά μέχρι το μεδούλι κι άφησαν πληγές ανείπωτα να χάσκουν, να παγώνουν στον κρύο αέρα. Αιμορραγούν οι πληγές, τις μολύνει τ’ αγιάζι, κι απλώνει εκείνη το χέρι της ζητιανιάς για λίγη συμπόνοια. Χάρτινη πλάι της η σιωπή ανίκανη να γιατρέψει, ανήμπορη να σταθεί. Με άλματα νοσηρά σε άλλους ουρανούς την αφήνει έρμαιο της πύρινης σκιάς που ακολουθεί με κάλπικα βήματα, μα κι αυτή συνεχώς να της ξεφεύγει .. «δεν αγγίζονται οι σκιές» της φωνάζει με τη βαθιά φωνή της.. κι ανατριχιάζει σ’ αυτό το μακρινό άκουσμα που την απομάκρυνε και της είπε .. «θα πάω εκεί, στης συνήθειας τον κήπο» σαν κήπος με ροδόνες, φάνταζε στη σκέψη της… Κι εκείνη κοιτά το δικό της τον κήπο σαν με ξερόκλαδα αφημένο. Και τί να δώσει… ποιος εκεί τώρα να σταθεί. ..αυτή η σκέψη τώρα την περιτριγυρίζει… Ένας παράδεισος ξεχασμένος.. μόνο οι μενεξέδες και κάτι αγριολούλουδα απόμειναν που αντέχουνε στην προσμονή.
Ι- Μα οι μενεξέδες, εφήμερη ομορφιά, ανθίζουν το πρωί το βράδυ αποκοιμισμένοι σαν αμαρτία κυλιόνται στο χώμα. Θάφτηκαν μ’ ανομολόγητα μυστικά κι ας ζωντανεύουν στο γήτεμα της μέρας, χρυσή βροχή του εφήμερου, της «χίμαιρας τραγούδι». Της χίμαιρας των αστεριών σ’ ένα ανείπωτο τέλος…μονολογεί η Ιοκάστη και συνεχίζει. Γράφω την τελευταία μου σελίδα. Αυτήν για σένα. Με μια πικρή γεύση από λόγια που θέλησαν σ’ ένα ρόζ περιθώριο να μ’ εγκαταστήσουν.. εκεί μόνο με ένιωσες.. για εκεί με προόριζες; Ένα αδειανό πουκάμισο; Αγνόησες αισθήματα βαθιά που κλείνουν τις αισθήσεις… Αγνόησες τα αιμάτινα δάκρυα που μέρα τη μέρα πλήθαιναν. Με κράτησες μονάχα σαν αίσθηση αδειανή ενώ δοσμένος σ’ άλλες βαθύτερες ανάγκες ήσουν. Κι εγώ τώρα πορεύομαι χωρίς ψυχή γύρω απ’ αγαπημένους, μη νιώσουν όσα κλείστηκαν ερμητικά πίσω απ’ τα μάτια μου, πίσω απ’ τα φυλλοκάρδια. Σ’ ένα κλίμα αδράνειας περιφέρομαι, οι αντοχές στερέψανε κι άδεια, αδιάφορα κάνω κύκλους γύρω μου ανέλπιδα σε μιας αξόδευτης αγάπης το κιγκλείδωμα, ανέγγιχτης κι αλίμονο αδειασμένης μέσα στην ίδια πάλι την απαρχή της με στόχο να κλειστεί να χαθεί να εξαφανιστεί.
.. Θυμάσαι; Ήταν τότε που αρχίσαμε ένα τραγούδι. Ακόμα τραγουδώ με τον αντίλαλό του. Μακρινός είναι αυτός ο ήχος, λες και βγαίνει απ’ τα έγκατα της γης. Λες κι υμνολογεί τον Άδωνι. Μάλλον εκείνον θρηνεί..
« Δαιμονισμένα στοιχειά του έρωτα, « ακαταλόγιστα πάθια»
Τώρα γυροφέρνει ο θάνατος προ των πυλών… Γεύση στιφή από σκοτάδι κι ερημιά.. χειμώνιασε στην καρδιά μου, χωρίς ίχνος ελπίδας, πάγωσαν οι αισθήσεις.. κι ο νους τρέχει σε ώρες και σε στιγμές. Ήμουν πάντα εκεί φύλακας της δυσκολίας σου, της μοναξιάς σου, αποδέκτης ελλείψεων κι αγανάκτησης, αποδέκτης του πόνου σου και κάθε θλίψης σου…τώρα είμαι μακριά το βλέπω το ψυχανεμίζομαι… ναι είσαι αλλού.. .. δεν ξέρω πια τίποτα για σένα.. αόρατη όμως η κλωστή που σε δένει, με τί ; Ευγενικά και τυπικά είσαι εκεί μου μιλάς με αποδέχεσαι συνύπαρξη μόνο μικρής επικοινωνίας. Λίγες λέξεις τυπικές, μια απλή συμβατική παρουσία κι ένα χάος ανάμεσα.
Μ-Τώρα η αλήθεια μου τρέχει ξοπίσω μου.. με κυνηγά.. σκέψεις μου μοναχικές σ’ αισθήματα μοναχικά, κλεισμένα από παντού.. ανέκφραστα. Βλέπεις, ακούμπησα πάνω στη ράχη του χρόνου.. κι αυτός με έσπρωξε ανελέητα.. κατρακυλάω … Θρύψαλα όλα, αναλογίζομαι, σε μια εικονική πραγματικότητα; Ίσως… Πόσο με κράτησε το σχοινί της ισορροπίας; Ανάμεσα σε δύο άνισα επίπεδα, θέλησα να κρατηθώ, και πως να το καταφέρω με το ένα πόδι αιωρούμενο στης ατέρμονης αίσθησης τις ανάσες.. και σ’ ένα καρφί να κρεμάω τον πόνο…
ΑΦ. .Είπε ο Μάριος, Χαμογέλασε κι ύστερα κρύφτηκε στο σκοτάδι. Να όμως που έμαθε να συμβιώνει με σκιές που έμειναν εκεί, έγιναν λέξεις, άμυνα στη δική του απόγνωση, που τις σβήνει, τις γράφει, τις ξαναγράφει. Ένας «κάμπος αμέτρητος» που βλάστησε απ’ τα δάκρυα που δεν άφηνε να κυλήσουν. Λουλούδια, αγριολούλουδα φυτρώσανε παντού. Και τόσοι μενεξέδες .. που ξέχασε και τ’ όνομά της… έγινε η «Μενεξελιά» του και του χαρίστηκε για λίγο η αίσθηση απ’ το φως. Εκείνη που κράτησε τις μέρες του, στερέωσε τη μάσκα του και θεατρικά πορεύτηκε στις παραστάσεις. Το φως που άφησε πίσω απ’ τα μάτια φώτισε γύρω του. Οι λέξεις μόνο κρύφτηκαν στα φυλλοκάρδια στρυμωγμένες, ανελεύθερες.….φωνή λεύτερη όμως ίσως ακουστεί, κόντρα στο θάνατο που τους περικυκλώνει. Και τρέχει…τρέχει… τον κυνηγάει ο χρόνος…μάλλον η ίδια η ζωή…κι όλα αλλάζουν χρώμα…γίνονται μωβ. …μετά γκρι, μαύρα… γιατί δεν μπόρεσε να κρατηθεί απ’ την αγάπη. Ελευθερία του και σκλαβιά του ήταν… και βλέπει λίγο-λίγο, μέρα τη μέρα την αναχώρηση του θεού απ’ το ανθρώπινο σώμα…
ΑΦ. Και για εκείνην ήταν μια λάμψη από φως.. Άγγιξε το νου έγινε σκέψη, έγινε ανάγκη κι η στιγμή φοβήθηκε να την κοιτάξει στα μάτια, μαντεύοντας την άρνηση, άφησε μόνο τη λάμψη να πλανιέται κι αυτή σχημάτισε λέξεις πολλές, όμως μοναχικές αφέθηκαν σ’ ένα ωραίο ένδυμα.. το φόρεσε … ρούχο είναι, είπε και προχωρά.. ανοίγουν νέα μάτια που σκάβουν βαθιά τα συναισθήματα κι αυτά αιμορραγούν στην προσμονή τους. .. χρόνια τώρα…αφήνουν μόνο δάκρυα κι ένα κενό που γεμίζει αδιάφορα τα αντικείμενα…κι έναν αόρατο φόβο. Ο φόβος γίνεται αποστροφή, απόσταση, φυγή σε χίλια δυο άλλα πράγματα…και εκείνη μένει και επιμένει…στο τίποτα από αυτή τη στιγμή της φυγής.., αφήνεται σ’ ένα ολοκαύτωμα, σώματος και ψυχής…
Όμως σήμερα περπατώντας ανάμεσα σ’ αγριολούλουδα σαν κάτι να ξεδιάλυνε μέσα της και της φωνάζει δυνατά … «είναι ωραία η ζωή»,…το διαπίστωσε, βλέποντας ν’ ανθίζει το κυκλάμινο κι οι αχτίνες του ήλιου να πέφτουν χρυσές σε μαλλιά που ανεμίζουν. Μα είναι και κάτι νύχτες ξαγρύπνιας π’ αναζητά είδωλα σε καθρέφτες …τότε γίνεται χάρτινη, μια εικόνα φευγαλέα, που όμως πονάει γιατί αφήνει ένα βαθύ αποτύπωμα στο μέρος της καρδιάς. Όμως και πάλι σαν ξημερώνει ο ήλιος κι έρχεται με τις λαμπρές ακτίνες του και πάλι η φωνή να της λέει, «η ζωή είναι ωραία και πάψε να πονάς» το παίρνει απόφαση και «όχι δεν θα πονέσω» ..λέει…μα μια τρύπα χάσκει εδώ στο μέρος της καρδιάς…μα και μια ακτίνα από φως πάλι, το φως το δικό του που διαθλάται, σκορπίζει παντού και φωνάζει… «ναι…είναι ωραία η ζωή»!
ΑΦ-Και τώρα πρέπει να αφήνει να φαίνεται μόνο μια βιτρίνα της ανθρώπινης γυναικείας παρουσίας… που η ουσία της συρρικνώθηκε κάτω από την αδιάφορη στάση αυτού που πρόσμενε να αγγίξει… που μόνο ένα άγγιγμα περίμενε και το φως θα κρατούσε ζωντανή την εσωτερική της εικόνα. Εικόνα γεμάτη ζωή, χαρά δόσιμο παντοτινό… τώρα διαγράφεται ένα τέλος με χαραγμένα γράμματα…
Ι-Τώρα στυλώνω το γυμνό μάτι μου στον ουρανό χωρίς ελπίδα με μια πέτρα δεμένη στα δάκρυα που τυλίγουν την καρδιά μες το σύννεφο…ποτέ ξανά…δεν το ‘πες, απλά το έγραψαν τα μάτια σου πνίγοντας τις λέξεις από φόβο μην προδώσουν αδυναμίες…κι έκανες στροφή κι απομακρύνθηκες… θαρρείς πως δεν το ‘νιωσα; Ο χρόνος σε πρόδωσε κι η ανασφάλεια δεμένη στη ρωγμή του…ποτέ λοιπόν…κι αναλογίστηκα τότε.. που μ’ απομάκρυνες μ’ ένα αόρατο χαστούκι και σου αντιγύρισε λέξεις μαχαίρια…γιατί; Τότε πόνεσα μα ο πόνος μου προερχόταν απ’ την αγάπη που ένιωθες για μένα…ναι το είδα καθαρά μετά…τώρα όμως; Η αγάπη έσβησε; Έτσι ήσυχα χωρίς καμιά δικαιολογία ή εξήγηση; Έτσι ξεχάστηκε η κατάδυση τόσες φορές στο μαγικό σου βυθό με όχημα τις ανάσες σαν ο ήχος της φωνής σου με άρπαζε…μ’ αφήνεις να πω πως όλα έγιναν έτσι απλά… μα τι ήσουν; Ο μεταπράτης των συναισθημάτων;
Σαν το αγκυροβολημένο φορτηγό, φορτωμένη την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών, περιμένω, γεμάτη από την απουσία σου μαζί με τα περιστέρια που σκορπίζονται γύρω μου στο πλακόστρωτο, με το ράμφος βαρύ απ’ την αναζήτηση της παρουσίας σου…
Μ-Κι εγώ σ’ αυτή τη θέση να μετρώ τις ελλείψεις μου. στου χειμώνα το έμπα, σαν σκοτώνει ζεστά καλοκαίρια… να ψάχνω τα μέσα μου βαθιά να σκαλίζω έναν πόνο που ζητάει παρακαλετά την αδιαφορία μου, αγγίζοντας κάποια ίχνη, λες, από μίσος…ήταν λέξεις βαριές που κάποτε ξεστομίσαμε…
Ι-Μίσος; Ποτέ δεν το ‘νιωσα ποτέ και για κανέναν… κι ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη…είναι δυνατόν να μεταλλάχτηκε; Aναρωτιέμαι… Ήταν εκείνη η βαθιά ανάγκη επιβίωσης, ανάγκη απαλλαγής από αισθήματα που σε πεθαίνουν…μα όχι, δεν θέλησα ποτέ να τα βγάλω από μέσα μου, αποδέχτηκα τη μοναξιά τους κι έτσι προχωρούσα τη ζωή μου. Aρκούσε ένα σχεδόν τίποτα, ένα μικρό χαμόγελο…μα η πίκρα της μοναχικής αίσθησης γινόταν εγωϊσμός, ζήλεια, αφόρητο πλάκωμα της καρδιάς…ως πότε, είπα, μια τέτοια τυραννία…κι είχα ποθήσει ένα αβέβαιο όνειρο, γιατί μόνο κάποιες στιγμές είχα με λίγα γραμμάρια ευτυχίας…μα τα όνειρα εκδικούνται σιγά-σιγά μέσα από τη συνοχή των κρυφών νοημάτων που οδηγεί στο μηδέν και στο τίποτα.
Μ-Πώς να ’ναι εύκολο να εκφραστώ για ότι μου συμβαίνει. Πώς να ’ναι εύκολο να μιλήσω για το αδιάφορο της ζωής μου, για εκείνο που η παρουσία σου ζωντάνεψε; Διοχέτευσε μια φλόγα μες τις φλέβες μου, που φέρνει ανατροπές. Και όλα αλλάξαν. Ο χορός, οι χορευτές, τα σκηνικά.. βλέπεις, τα ‘ αδηφάγα σαγόνια του χρόνου‘ στάθηκαν συνεργοί. Ακινητοποιήθηκαν κι η αγάπη άδολη, πρωτόγνωρη στάθηκε εκεί. – Σε εμπιστεύομαι αγάπη, σου είπα κι έγινες οδηγός της ζωής μου. Δέχτηκα το κάθε τι που πρόβαλε από σένα, άκριτα. Κι όλα γύρω μου γίνονταν αποδεκτά μ’ ένα χαμόγελο. Κι εγώ αφηνόμουν μη μπορώντας ν’ αλλάξω διαδρομή. Ακολουθούσα το μονοπάτι. Τα αγκάθια τρυπούσαν τα πόδια μου κάθε φορά κι αφηνόμουν όμως στην εμπιστοσύνη της δικής σου αλήθειας. Εσύ όμως τη δική μου αλήθεια αμφισβήτησες κι ας μου είπες ‘‘κι εγώ θα σ’ αγαπώ πάντα‘‘.
–
Ι- Aκόμα αναρωτιέμαι αν είναι το τέλος. Όταν σε ρώτησα δεν μού ‘δωσες απάντηση μόνο είπες.. πως σε ζώνουν προβλήματα δικά σου που δε θέλησες με τίποτα να μου μεταφέρεις.. ναι προσωπικά δικά σου… μου λες κι εγώ καίγομαι και τρελαίνομαι στη σκέψη. Νιώθω τόσο απόμακρη από σένα και δεν ξέρω πια τι να πω… καμιά συναισθηματική ανταπόκριση που να μου δίνει λίγη δύναμη να σταθώ στα πόδια μου. Ίσως έτσι ήταν πάντα κι εγώ δεν ήθελα να δω την αλήθεια. Και τώρα να που μου παρουσιάζεται γυμνή. Τι με πονάει πιότερο; Η δική σου απομάκρυνση ή η έλλειψη απ’ το όνειρο που μόνο εκεί ήθελα να ζω; Και πώς αλήθεια να μπορέσω να ζήσω χωρίς μια στάλα από όνειρο; Και πώς να κλείσω τα μάτια να κοιμηθώ αφού δεν έχω τίποτα μα τίποτα να ονειρευτώ; Και βλέπω πως μπαίνω στην άκρη πια.. πρέπει να γίνω και πάλι δυνατή όπως πριν που κανένα χέρι δεν είχα αρωγό, παρά μόνο εμένα .μόνο εμένα. Ναι έτσι θα γίνει. Θα το καταφέρω. Κι ύστερα… είμαι σίγουρη πως θα ξανάρθει.. δεν μπορεί παρά να είναι και πάλι δίπλα μου όπως πάντα.. εκεί είναι ο έρωτας .. μόνο εκεί.. κι ας είναι η πλάτη γυρισμένη, κι ας επιζητεί να σταθεί αλλού.. να ξορκίσει το χρόνο.. αυτόν που κι εμένα πνίγει και τον γυρίζω πίσω σαν το ρολόγι το ξεκούρδιστο, να γίνει άχρονος να γίνει σημείο, τέτοιο που να απλώνει κόκκινα πέπλα απ’ τον ορίζοντα παρμένα την ώρα που ο ήλιος καταδύεται. Θυμάμαι εκείνο το ηλιοβασίλεμα μέσα από το αεροπλάνο… και κείνο που σαν αίμα ξεπρόβαλε στο δρόμο μου εκεί σε κείνη τη μακρινή χώρα. Τότε ο χρόνος μηδενίστηκε έγινε ένας έρωτας μοναδικός… όπως και τώρα εδώ και κάμποσα χρόνια.. Θα γυρίσει άραγε και πάλι ο χρόνος.. να στρέψει το βλέμμα μου σε ένα ατέρμονο έρωτα αυτό που πάντα γύρευα και αποζητώ.. μέσα στην υπέρβαση, μέσα στην θεϊκή γαλήνη…να γαληνέψει κι η ψυχή να πατήσουν και πάλι τα πόδια στη γη στέρεα και δυναμικά… όχι δεν ήρθε το τέλος.. θα το παλέψω.. δεν θα το αφήσω να χαθεί. Μόνη μου μέσα στη δίνη των καταστάσεων.. που γύρω μας παλεύουν με ορμή.
Μ- Μια αόρατη βασανιστική εικόνα καρφώνεται μέσα στα σπλάχνα μου….όμως πρέπει να φύγω μα πως; Πώς χωρίς εκείνην; Το όνειρο μου χάραξε πορεία…μα τώρα τη βλέπω ανοδική χωρίς πισωγύρισμα… Δεν μπορεί να νιώσει πόσο με πονά αυτή η απόφασή μου…δεν μπορεί να μπει στη δική μου θέση. Η ηλικία της δεν μπορεί να κατανοήσει τη δική μου στάση και πώς με καίνε τα δικά μου συναισθήματα γι αυτήν…μουρμουρίζει ο Μάριος…
Ι- Τελικά διαπίστωσα το οριστικό τέλος… Κατάλαβα πόσο περιττή για σένα είμαι, κατάλαβα πόσο αδιάφορη περνώ απέναντί σου, κατάλαβα πως τίποτα δεν σε άγγιξε παρά μόνο η συγκίνηση από μια νέα και όμορφη κοπέλα, που ήσουν ο μέντοράς της κι έτσι άσκησες τη γοητεία σου…μια φοιτήτριά σου, όπως τόσες και τόσες που διαπραγματεύονται με τον καθηγητή τους.. Μια κάλυψη αισθήσεων και μόνο κι αυτή αθέμιτη, μικρή…. Όμως εγώ σου έδωσα όλη την ψυχή μου , την αλήθεια μου, αυτήν που το ερέθισμα της παρουσίας σου αποκάλυψε. Ναι γι αυτό σε ευχαριστώ που μ’ έμαθες να σκάβω βαθιά.. μάλλον κίνητρο ήσουν.. Προσπέρασα όμως και τον εαυτό μου, έκανα υπερβάσεις στις αξίες μου και στη ζωή μου. Κρεμάστηκα απ’ το σκοινί της ακροβασίας μου κι αφέθηκα αυτά τα χρόνια στη δίνη των καιρών…Έβλεπα πόσο απόμακρος ήσουν κι όμως εκεί κρεμασμένη σε περίμενα… σε περίμενα, κάθε φορά και με λαχτάρα.. Σε κρατούσα, όταν είχες ανάγκη σαν παιδί εύθραυστο, πολύτιμο, ακριβό για μένα… σε κανάκευα, σου έβαζα φτερά γιατί ήξερα πως ήθελες να πετάς στον άνεμο, άνεμος ήσουν κι ύστερα έφευγες μακριά για τα ταξίδια σου τα καινούργια κι ύστερα πάλι σαν το γλάρο μου γυρνούσες στη φωλιά κι εγώ περίμενα στη σκισμή του βράχου…πάντα περίμενα.. Τώρα θέλησες να με απομακρύνεις οριστικά .. με εύσχημο πάντα τρόπο.. μη φανείς με έλλειψη ευγένειας και κοινωνικότητας με πρόσχημα τη σχέση δασκάλου-μαθητή…το γάμο σου…τώρα τον σκέφτηκες…τη ζωή σου μαζί της…. δεν είναι αντρίκια όμως αγάπη μου αυτή η συμπεριφορά…όχι δεν είναι αντρίκια… φάνηκε απ’ τον τρόπο που μου μίλησες. Ήθελες να με προκαλέσεις, να απομακρυνθώ… απειλή της ελευθερίας σου; Απειλή της οικογενειακής σου κατάσταση, της θέσης σου; Έτσι με είδες; Λυπάμαι… που νοιαζόμουνα για σένα.. που σε σκεπτόμουν μέρα νύχτα… που άφησα στην άκρη τη ζωή μου.. Σε είχα μέλος της δικής μου οικογένειας…σαν τους πιο στενούς, δικούς μου ανθρώπους…ενώ για σένα έγινα μια ξένη.. τυπική παρουσία, μαθήτρια, απλή συνεργάτιδα.. μετά φίλη σου, όπως οι χιλιάδες γύρω μας φίλοι. Πόσο λυπάμαι αλήθεια…πόσο με πονάει όλη αυτή η στάση σου… κι είχα τόσα πολλά να σου δώσω.. αγάπη σκέψη φροντίδα συμπαράσταση….. Δεν σου ζήτησα ποτέ αποκλειστικότητα.. δεν σου ζήτησα σχέση άλλη, δεν εκμεταλλεύτηκα τη σχέση μας για την πρόοδό μου…ήξερες καλά, πως όλα τα κέρδισα με τις δικές μου δυνάμεις. Πάντα διέκρινες σε μένα το πνεύμα μου, τη δημιουργικότητά μου και με επαινούσες σε συμφοιτητές μου και άλλους καθηγητές…στους συνεργάτες μου μετά, πολύ πριν ακόμα δεθούμε συναισθηματικά…δεν σε διεκδίκησα, θα μπορούσα, σε ήθελα να σε νιώθω μόνο ίνδαλμά μου, πηγή της έμπνευσής μου …κι αυτό σε απομάκρυνε; Ας μου έλεγες αντρίκια … φύγε από το πεδίο αίσθησής μου… και θα έφευγα και θα σε κρατούσα ψηλά… ιδεατά… τώρα κατρακύλησες στη συνείδησή μου, αυτό είναι που με πονάει πιο πολύ. Πόσο πιο αντρίκιο ακόμα θα ήταν, να μου έλεγες, όπως τότε παλιά πολύ, θυμάσαι; «Πρεπει να αποστασιοποιηθούμε για ένα διάστημα» και το τήρησα με την υπόσχεσή μου αυτήν που σου έδωσα και τώρα να τηρήσω τι; Περιμένοντας πάντα κοιτώντας το τηλέφωνο ν’ ακούσω τη φωνή σου, αυτήν που πάντα με γαλήνευε; Δεν είναι αντρίκιο, λυπάμαι…λυπάμαι και πονάω oπως σου είπα γιατί σε βλέπω πια τόσο λίγο, τόσο μικρό…γιατί έμεινα σ’ ένα όνειρο προσκολλημένη που γκρεμίστηκε γιατί ήταν λάθος…..θυμάμαι,- τίποτα δεν έχω ξεχάσει, ούτε μια λέξη σου, ούτε μια ματιά σου, ούτε ένα σου χαμόγελο, ούτε μια σου κίνηση
Ι– ήταν σαν σήμερα γιορτή του Άη Γιώργη που σαν καβαλάρης ήρθες εδώ κι η ψυχή μου γαλήνεψε κι αντάριασε μαζί σαν μοιραστήκαμε αισθήματα κι αισθήσεις.. πάντα τα νοσταλγώ κι ας θέλησες να τα παραμερίσεις για τις δικές σου «αξίες» και περιπλανήσεις.. Να ήξερες μόνο πως πονάω…να ήξερες… όσο κι αν προσπαθώ, όσο κι αν στρέφομαι σε χίλια δυο πράγματα γύρω μου.. κι αν έχω πράγματα να κάνω…κι έχω σκέψεις και όνειρα για πολλά σ’ όλα η δική σου αύρα έχει περιπλακεί, σε όλα σε έβαλα μπροστάρη, γιατί σε πίστεψα σε ότι κι αν μου είπες… και τώρα περίμενα λίγη ειλικρίνεια κι ευθύτητα… γιατί πέφτεις τόσο χαμηλά; Γιατί διέψευσες όλα όσα είχα σκεφτεί για σένα; Γιατί; Πόσο ποταπός και μικρός, άδικος φανερώνεσαι σε μένα; Τί θέλεις τέλος πάντων; Να φύγω, να εξαφανιστώ απ’ τη ζωή σου. Ναι θα το κάνω…και δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ… δεν είσαι άξιος να νιώθεις αγάπη. Δεν είσαι άξιος να νιώσεις ουσιαστική φιλία αυτή που έκλεισε μέσα της χίλια δυο. Όμως… μη με αφήνεις στην άγνοια.. μην αφήνεις να σκέφτομαι αρνητικά για σένα να σκέφτομαι για την υγεία σου, τα προβλήματά σου, ενώ δεν υφίστανται παρά μόνο η αδιαφορία σου για μένα…
I-Είπες “πως δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε.” μάλλον εννοούσες ότι σου είμαι πια τελείως αδιάφορη. Δεν θα ξαναβρεθούμε μαζί ποτέ… ο καθένας το δικό του δρόμο πια…αν και κάποτε είπες.. «.μαζί να προχωρήσουμε.».. ναι λοιπόν, λυπάμαι που δεν ανταποκρίνεσαι σε ότι καλοπροαίρετα εκφράζω… ναι λοιπόν.. δεν απόμεινε από σένα ούτε ίχνος από συναίσθημα.. μόνο οι τύποι.. αυτούς δεν τους θέλω.. ήθελα όμως να είχες την αντρίκια παραδοχή να πεις ΤΕΛΟΣ… θα πέθαινα ΄μια και καλή κι όχι κάθε μέρα.. δεν το καταλαβαίνεις;
Αφέθηκα στην αίσθηση «ένας μήνας και κάτι», ήταν ο χρόνος της απόστασης…της οριοθέτησης αισθημάτων..
-Κράτησέ τα για σένα, λέω σε μένα, αυτήν την «άλλη», βλέπω ότι πονάς… ανέλπιδη η λύτρωση, σ’ ένα χάος προσμονής που όμως δεν θέλει να εκλείψει. Γιατί; Αναρωτιέσαι, κι η άλλη αρχίζει να απαριθμεί… αρχίζει να αντιδικεί με εφιάλτες που ορθώνονται εμπρός της. Έρχεται πρώτη η «κτητικότητα» παρέα με τον «εγωισμό» δικά σου στοιχεία μου λέει κι αρχίζουν τα επιχειρήματα.
«Τι θέλεις, αφού δεν σου ανήκει, ανήκει αλλού.. γιατί περιμένεις, άσκοπο είναι δεν το βλέπεις; Και πως μπορείς να αγαπάς κάποιον που δεν ανταποκρίνεται;» «Μα τον ζητούν τα κύτταρά του κορμιού μου, οι σκέψεις μου, σαν ένα πυρωμένο σίδερο διαπερνά το κορμί και την ψυχή μου….μη γελάς, δεν βλέπεις που κι ο ύπνος με εγκατέλειψε; Δες τα μάτια μου, μαύροι κύκλοι έχουν χαραχτεί. Έρμαιο γίνομαι στις λέξεις του, σκοτώνεται το όνειρο, εκεί που πίστευα πως θα μπορούσα να ζήσω…»
.«Το είπες και άλλοτε κι όμως έζησες..».
«Ναι γιατί η προσμονή αμείφθηκε.. η νοερή επίκληση τον έφερε κοντά μου και πάλι απ’ την αρχή και πάλι ξανά… τώρα όμως, γιατί έσύ κι αυτός που σε ακολουθεί, ο «εγωισμός», ανατρέπετε την επίκλησή μου;»
«Γιατί είσαι αφελής κι ονειροπόλα, δεν βλέπεις πόσο σε αποφεύγει; Όλο προσχήματα.. χρόνου, εργασίας, υποχρεώσεων… αφού το νιώθεις πως είναι μακριά γιατί επιμένεις;»
«Δεν ήταν έτσι πριν..»
«Ναι αλλά τώρα τον καλύπτει η παλιά του ζωή, εσύ παραμένεις μια παλιά του φοιτήτρια, απλή φίλη, γνωστή, συνεργάτιδα και τίποτα άλλο. Δεν το βλέπεις; Δεν είναι πια αυτά για σένα… συγκεντρώσου στη δουλειά σου, στη ζωή σου, που είναι όλη μπροστά σου κι άσε τα όνειρα τα ανεκπλήρωτα και τα φυσήματα του αγέρα…»
«Όχι, σταμάτα, δεν θα σας αφήσω να μου σκοτώσετε τα όνειρα.. μόνο εκεί μπορώ να ζήσω πια.. Κι αυτήν γιατί την φέρνετε μαζί σας; Κόρη σας είναι υποθέτω… τη νεαρή «ζήλεια», στηλιτεύει κάθε νέα παρουσία, κάθε καινούργια συνεργάτιδα.. έτοιμη να την κατασπαράξει…»
«Τί τα θέλεις, ..κοίταξε πως της μιλά.. κοίταξε πόσο στοργικός είναι με κείνην…»
«Άραγε αυτός τι να νιώθει; Όλοι αυτοί με αποσυνδέουν απ’ τη δική του εμβέλεια .. δεν θα τους το επιτρέψω..»
«θα είμαι πάντα εδώ για σένα τ’ ακούς;»
ΑΦ..Έσκαψε βαθιά να βρει τις αιτίες. «Οι ελλείψεις σου φταίξαν» , λέει η πρώτη αιτία. «Η φωνή που σου λειώνει τα κύτταρα», λέει η άλλη. Ένα πνεύμα ανήσυχο της τρίτης το δικαιολογητικό. «Η ρουτίνα που χαράζει» είπε η άλλη. «Το σκοτάδι που πάλλεται και ζητά ένα φως». Τη ματιά θα ξεχάσει που μαγνήτισε σκέψεις με τραγούδι της Σαπφώς βγαλμένο απ’ το σεντούκι… με τις λέξεις που έσχισαν τη σιωπή της πέτρας που δάκρυα άφησε να αιμορραγούν. Για τη λύπη που άνθισε στο χαμένο Σεπτέμβρη. Με το γλάρο που πέταξε σε ταξίδι μακρινό κι άφησε στις χούφτες της τη φωλιά του ζεστή να κρατήσει. Και τώρα ευχαριστεί για όσα ανέντιμα δεν απέτρεψε. Ευχαριστεί για την τροφή των ψευδαισθήσεων. Ευχαριστεί για τις ανάσες που ανέντιμα ανέσυρε. Έτσι θαρρεί. Εκμεταλλεύσιμη…
Ι– Σ’ εμπιστεύτηκα, απόλυτα με τόση αγάπη που ποτέ δεν πίστεψα ότι θα ένιωθα. Δεν την θέλησες όμως κι έμεινες να με παραπλανάς να με ξεγελάς κρατώντας με μόνο για τις δικές σου όποιες ανάγκες. Τίποτα δεν ήμουν για σένα κι αυτό με πληγώνει. Αυτό το τίποτα το χαρακτήρισες «ελευθερία» γιατί, δεν έχεις τα κότσια να μου πεις «τέλος». Είναι πια φανερό πως η αγάπη μου σε πνίγει, δεν τη θέλεις.. κι αφήνεσαι να με πληγώνεις κάθε φορά.. κι εμένα η αξιοπρέπεια μου λες και δεν υφίσταται με κάνεις να νιώθω γελοία υποβιβασμένη όταν σου λέω ένα παράπονο, αρχίζεις και μου μιλάς με επίκριση, σαν να μη δέχεσαι τίποτα από μένα, σαν να μην αγγίχτηκαν τα σώματα σαν να μην αλλάξανε, σαν να μη δέθηκαν οι ανάσες παρά ένα παιχνίδι στιγμής παιδιών κι ύστερα όλα αφημένα στο τίποτα. Μια πικρή γεύση από λόγια που θέλησαν σ’ ένα ροζ περιθώριο να μ’ εγκαταστήσουν.. εκεί μόνο με ένιωσες.. για εκεί με προόριζες; Ένα αδειανό πουκάμισο;. Αγνόησες αισθήματα βαθιά που κλείνουν τις αισθήσεις… Αγνόησες τα αιμάτινα δάκρυα που μέρα τη μέρα πλήθαιναν. Με κράτησες μονάχα σαν αίσθηση αδειανή ενώ δοσμένη σ’ άλλες βαθύτερες ανάγκες ήταν. Κι εγώ πορεύομαι χωρίς ψυχή γύρω απ’ αγαπημένους μη νιώσουν όσα κλείστηκαν ερμητικά πίσω απ’ τα μάτια μου, πίσω απ’ τα φυλλοκάρδια. Σ’ ένα κλίμα αδράνειας περιφέρομαι, οι αντοχές στερέψανε κι άδεια αδιάφορα κάνω κύκλους γύρω μου ανέλπιδα σε μιας αξόδευτης αγάπης το κιγκλίδωμα, ανέγγιχτης κι αλίμονο αδειασμένης μέσα στην ίδια πάλι την απαρχή της με στόχο να κλειστεί να χαθεί να εξαφανιστεί.
Μ– Σου είπα θέλω να φύγω, να ξεφύγω απ’ τα αισθήματα αυτά που μ’ εγκλωβίζουν’ που με σκλαβώνουν, κομμάτια γίνομαι, δεν το νιώθεις;. Μα δεν μπορώ, μια άλλη ελευθερία που φώλιασε μέσα μου από εσένα υπερτερεί σε δύναμι και με κρατάει. Η ελευθερία γέννησε αυτά που μου χαρίστηκαν απλόχερα, από σένα, απ’ τη νεανική σου παρουσία, στη σκέψη στην ψυχή και στο κορμί. Αυτή η μεγαλοσύνη που στη χάρη της αφήνομαι και ξέρει να ισορροπεί τις ελλείψεις που σκαλίζουν και πονάνε την ψυχή. Αντίρροπες δυνάμεις, κι εγώ ανάμεσα να παλεύω για το ποια θα επικρατήσει. Αυτό που νιώθω, προσπαθώ ν’ ανακαλύψω, ποια απ’ τις δυο δυνάμεις εξισορροπεί; Με ποια αντιπαλεύει;
Πίστεψα πως θα μπορούσα από εσένα, δίνοντάς σου αγάπη τόση που τώρα αμφισβητείς, να πάρω δύναμη, να κερδίσω, μέσα απ’ τη νεανική σου ορμή, απ’ το νεωτεριστικό σου πνεύμα. Πίστεψα και πιστεύω στις αξίες σου, φοβάμαι όμως, πως εδώ που φτάσαμε όλα γκρεμίζονται. Όμως εσένα ο δρόμος σου είναι ανοιχτός, καθαρός…έχεις την αντοχή να προχωρήσεις…Σε μένα τα πράγματα είναι διαφορετικά.. Ο κύκλος μου σιγά-σιγά κλείνει. Πόσο με πονά, να ήξερες …
Ι- τώρα που το καλοσκέφτομαι καταλαβαίνω πως παρόρμηση είναι όλα αυτά, φυσικά κουβαλάω μερίδιο πρόκλησης ανελευθερίας, με την ανασφάλειά μου και τη ζήλεια μου που συγκαλυμμένη την εκφράζω σαν γκρίνια και έλλειψη. Το θέμα είναι ότι τα αισθήματα-τα δικά μου τουλάχιστον- είναι τόσο δυνατά που σίγουρα θα προσπεράσουν τα προβλήματα της ανησυχίας και της επίκρισης. Βέβαια ενισχύεται και η σκέψη ότι δεν είναι αδιάφορη η πλευρά σου. Δεν προβαίνει κάποιος σε γκρίνια ή επίκριση αν δεν υπάρχουν βαθύτερα συναισθήματα. Άρα εδώ προϋπάρχουν. Κι αυτό τώρα γίνεται βεβαιότητα. Γι αυτό το λόγο θα προσπεράσω το πρόβλημα και θα σε επαναφέρω στην απελεύθερη κατάσταση από το φόβο της δέσμευσης σου. Θέλω να νιώθεις λεύτερος σου είχα πει τότε.. το εννοούσα και το εννοώ. Δεν μπορείς να είσαι εγκλωβισμένος σε μια σχέση προϋποθέσεων. Η ευαισθησία σου όμως και τα συναισθήματά σου σε ρίχνουν εκεί. Και τί να πω, θα αλλάξω; Τόσα και τόσα άλλαξα στη ζωή μου και τώρα αυτές τις μικρές πλευρές του χαρακτήρα μου θα τις αφήσω να διαλύσουν τα όνειρα; Όχι…Δεν θα το κάνω. Θα το παλέψω και θα προχωρήσω με υπομονή και καλή προαίρεση να νιώσεις και πάλι την ελευθερία σου. Οι εξωγενείς παράγοντες δεν θα με εμποδίσουν. Θα είμαι δυνατή χωρίς όμως τη θλίψη και τον πόνο. Αυτό θα το παλέψω. Το οφείλω σήμερα και σ’ αυτά τα συναισθήματα που είναι τόσο ζωντανά, και διακρίνω ότι υπάρχουν και σε σένα, αλλά κυρίως σε μένα και στο υπέροχο δώρο τη ΖΩΗ. Γιατί η αγάπη δεν περιμένει πάντα ανταπόδοση…τόσα όνειρα όμως που έκανα; Δέχτηκα ακόμα και να σε μοιράζομαι, αρκεί να μπορώ να ονειρεύομαι και τώρα;
ΑΦ «Δαιμονισμένα στοιχειά του έρωτα…Ακαταλόγιστα πάθια»
Χαμογέλασε κι ύστερα κρύφτηκε αφού χάρηκε την αίσθηση απ’ το φως. Εκείνην που κράτησε τις μέρες της. Στερέωσε τη μάσκα της και θεατρίνα πορεύτηκε στις παραστάσεις. Το φως που κράτησε πίσω απ’ τα μάτια φώτισε γύρω της. Οι λέξεις μόνο κρύφτηκαν στα φυλλοκάρδια στρυμωγμένες, ανελεύθερες. Εκεί βλαστήσαν όμως απ’ τα δάκρυα που δεν άφησε να κυλήσουν και τώρα νέας προσμονής η αγωνία κρουνούς ανοίγει. Και ποιος να τα δει.. το κύμα μόνο που αδιάφορα κυλά ανάμεσα Πρασούδα και Λιθάρι ενώνεται με τον αφρό που σκάει στα πόδια της.
Ι- Μου πήρε όμως τους γλάρους μου και μένω αταξίδευτο καράβι στης προσμονής τ’ αγνάντεμα μιας Άγιας ώρας πάλι. Στον ερχομό φωνής ταξιδεμένης από άλλα μακρινά πελάγη με λέξεις πόθου και γητειάς θάνατο να ξορκίσει στης μοίρας την πορεία… ##
ΑΦ Ανατροπή στιγμής, που όνειρα και είδωλα πάλι θα ζωγραφίσουν μες σε καθρέφτες που τη μνήμη τους κρατούν ατόφια καρφωμένη απ’ τα βότσαλα τα πολύμορφα που σωρό την περικυκλώνουν. Αναμονή κι ελπίδα, φωνή «ελεύθερη» ν’ ακουστεί απαλλαγμένη από πόνο και πιέσεις συμβάσεων και νέων επιλογών. Φωνή ψυχής ακέραια, δική της φωνή, μόνο δική της, για μια ανάσα για αντοχή, κόντρα στο θάνατο που την περικυκλώνει.
Ι- Ανατροπή!!! Λες κι άκουσες τα παραπάνω λόγια(μου) της προηγούμενης σελίδας. Επίκληση βαθιά έκανα.. και τότε το φεγγάρι ξεκρεμάστηκε κι έπεσε στα πόδια μου. Με κοίταξε και χαμογέλασε Τότε σκαρφάλωσα στην άκρη του ορίζοντα. Ένα ροζ σύννεφο γεμάτο ηδονές απ’ το ηλιοβασίλεμα με φόρτωσε επάνω στη ράχη του και χαθήκαμε στην άκρη του ουρανού.
το σύννεφο με κράτησε σφιχτά και μ’έφερε σε κείνο το πέτρινο σπίτι’ …εκεί φίλοι συμφοιτητές διασκέδαζαν και γελούσαν …άλλοι χόρευαν, άλλοι έπιναν…τους κοιτούσα ακίνητη
-Θέλετε να χορέψουμε κυρία;
Μου είπε ο γοητευτικός άνδρας, όταν πρόσεξε την ακινησία μου
-Ο χορός είναι ζωή, λέει.
Ι.Τον κοίταξα μ’ ένα βλέμμα μακρινό σαν αυτό που διαιρεί το ηλιοβασίλεμα.
Η γαλάζια ματιά του ήταν πρόσταγμα. Μου άπλωσε επιτακτικά το χέρι…Ζεστό το άγγιγμά του…
ένιωσα ασφαλής και πήγα να κάνω το πρώτο βήμα.. Η μουσική με την ερωτική Lara Fabion, ” je t’aime…je t’aime…”
-«εκείνο το τραγούδι χόρευα νοερά μαζί σου.. τότε…θυμάσαι;»
Eξαίσιος εκείνος χορευτής κι εγώ… ένα βήμα πίσω, δεύτερο πίσω, τρίτο, τέταρτο κι ακινησία…
-Ελα, προχώρα, ψιθύρισε
…με μάτια που πετούσαν φλόγες, χόρευε τη ζωή μπροστά μου. Χωρίς ένα βήμα μου τότε, με κράτησε στον αέρα,
άπνοη, νεκρή και ξένη..
«ήμουν ξένη για σένα κι οι λέξεις σου χαράχτηκαν στην καρδιά μου. Επισφράγισαν την πίκρα, που στάλα-στάλα μαζεύτηκε μέσα στο χρόνο κι ακόμα το ροδόνερο που λίγο είχε μείνει να με κρατά ζωντανή χύθηκε στο χώμα. Ίπταμαι τώρα ακροβατώντας πάνω στο σύννεφο που σκέπασε το όνειρο. Δεν με αντέχει όμως και ψηλώνει κι ο χορευτής δίπλα μου έχασε τα χέρια του. Γίνομαι ουδέτερη μορφή. Φοβάμαι την ουδετερότητα, θα αλλοιώσει τα αισθήματα. Ίσως όμως τότε να μην νιώθω. Το τίποτα της ζωής να γίνει ένα τίποτα ψυχής, που τα σκληρά λόγια σου άνυδρη την έκαναν περιορισμένη σε συρματοπλεγμένα σύνορα. Κι ήταν ασύνορη μέχρι τώρα. Βάδιζε σ’ ένα φως απ’ το κόκκινο αστέρι … τι δρόμος!!! Μοναχικός αλλά με μουσική εξαίσια, με ιδανικές φωνές κι ανάσες ζεστές.»
ΑΦ Ο χορευτής την κοίταξε πάλι με τη φλογισμένη ματιά. Τα αόρατα χέρια του την αγκάλιασαν, μα εκείνη τώρα ίπταται. Η Ιοκάστη ίπταται στην γλυκόπικρη γεύση εκείνης της λέξης. Έπεσε το μαχαίρι… τόσα σύννεφα… ίσως μεριάσουν. Η Ιοκάστη ήθελε να πετάξει με το φιλί της Παναγιάς κι έκλαιγε, έκλαιγε πολύ, μέχρι που ξεχάστηκε και είπε.
Ι-Βάλσαμο θα βάλω στην πληγή, την αγάπη…
ΑΦ Γέλασε τότε στο φεγγάρι που σιγόβγαινε στον ουρανό. Εκείνο χώθηκε στην αγκαλιά της κι οι λέξεις σκέπασαν τα σύννεφα .
Ι-Εκεί κεντήσανε το καθαρό σου βλέμμα εκείνο που θυμάμαι…τότε… που «σ’ αυτό το πέτρινο σπίτι ο διάβολος μας κοιτούσε να χορεύουμε…. je t’aime…je t’aime…»
ΑΦ– Όμως τώρα τα όνειρα τελείωσαν κι ο καιρός είναι λίγο ψυχρός απαιτεί βαρύ παλτό λησμοσύνης. Απαιτεί την ανατροπή της πλεύσης. Όλα τελειώνουν εδώ. Τα φτερά του κύκνου μάδησαν. Η στητή περηφάνεια έχασε την αίγλη της. Καιρός να ξυπνήσει απ’ το όνειρο. Καιρός για νέες περιπέτειες γραφής. μόνο αυτή και λίγη γαλήνη να πορευτούν όνειρα φαντασίας μιας άλλης ζωής σ’ ένα επίπεδο νέο. Ομπρέλα δακρύων επιτρέπεται μόνο στους ήρωες. Τα δικά του ανύπαρκτα αισθήματα – που έτσι νόμιζε εκείνη – έμειναν μετέωρα να ίπτανται στο σχοινί της ακροβασίας της. Κι εκείνο που την πονά πιο πολύ είναι πως ούτε μια λέξη να αποτρέψει το κακό. Την άφησε έρμαιο με την προσμονή για στήριγμα αναγκαίο.. γιατί άλλο; Τώρα έγραψε την τελευταία της σελίδα. Αυτήν για κείνον. Όλα όσα ένιωσε, έγιναν λέξεις… πήραν ζωή… μέσα σ’ αυτήν θα συνεχίσει να ζει…μέσα στη δική της αλήθεια. Τώρα πια ανήκει σ’ αυτές.
2….ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ (για την εφημερίδα)
Σφαλισμένα τα παράθυρα, διάτρητα μόνο στις μνήμες που εισχωρούν σα μαχαιριές να καρφώνουν το νου. Καμιά φωνή δεν γίνεται αισθητή παρά μόνο η κραυγή της σιωπής να τινάζει το χώμα και να τρυπώνει στην κάμαρα. Κραυγή του φόβου για το δικό μας αύριο κρατάει τα θεμέλια απ’ την αγωνία μην καταρρεύσουν οι αγαπημένοι.
Κοίταξα προσεκτικά κάθε γωνιά του σπιτιού μου, ψηλαφίζοντας τις χαραμάδες σκιές της μνήμης προβάλλουν από παντού. Θέλω να τις αγγίξω, απλώνω το χέρι κι αυτές χάνονται. Σιγά-σιγά τη θέση τους βλέπω να καταλαμβάνει αμυδρά και μια ελπίδα. Ίσως όνειρο για το αύριο και για τον κόσμο που θα ξαναχτιστεί απ’ τα χαλάσματα. Σκαλίζω κάθε σημείο του σπιτιού για να συμμαζέψω αυτήν την ελπίδα. Σκάλισα χαρτιά και βιβλία. Λέξεις, λέξεις πολλές είχαν εισχωρήσει βαθιά μέσα μου. Είχαν γίνει μια άμορφη μάζα που με βαραίνει και με πονάει.
-Ψάξε, ψάξε, χάραξε βαθιά τα μέσα σου …ακούγεται ο απόηχος φωνής μακρινής κι αγαπημένης, θα βρεις απαντήσεις είπε κι ύστερα πάλι η σιωπή.
Πνίγομαι… ανοίγω βιαστικά το παράθυρο, βγαίνω στο μπαλκόνι. Μια αγκαλιά όλα γύρω ερημική, τα δέντρα, το μικρό πάρκο, τα λιγοστά αυτοκίνητα, οι άνθρωποι που περπατούν με καλυμμένο πρόσωπο, οι γυναίκες να θυμίζουν εκείνες με τη μπούργκα στο ταξίδι που κάναμε τότε στην ανατολή, και μόνο ο ήχος απ’ το κελάηδισμα πουλιών να δίνει ζωντάνια, αμέτρητα και τα περιστέρια, να, ένα ήρθε στην άκρη του μπαλκονιού στάθηκε στο κάγκελο με κοίταξε. Το μικρό σκυλί μου πλησίασε. Εκείνο έκρωξε λίγο κι αποχώρησε πετώντας φοβισμένα. Από μακριά το βουνό αγέρωχο να θυμίζει το «πάντα» του κόσμου. Ο ήλιος με ζεσταίνει τώρα και νιώθω πάλι δυνατή. Πολλά σκυλιά βολτάρουν κάτω απ’ το μπαλκόνι μου κι ο σκύλος μου τρελαίνεται. Όμως είναι ευτυχής απολαμβάνοντας μαζί μου τη ζεστασιά του ήλιου. Φως πορτοκαλένιο κι ο καφές μου, απολαυστικός, μα οι σκιές πάλι με κυκλώνουν, γίναν σκιές ενός λεπτού επικοινωνίας τις βλέπω κι ύστερα να γλιστρούν και ν’ απομακρύνονται. Μια χοντρή βελόνα πλεξίματος χώθηκε στον κόρφο μου, σε λίγο θα αιμορραγεί στο μέρος της καρδιάς
Αναζητώ απεγνωσμένα την παρουσία της αγαπημένης μορφής στο χρόνο, στις λέξεις, στο χώρο ετούτο που δεν ζήσαμε μαζί ποτέ πριν, ήταν όμως αγαπητός…από τότε… Μόνο στιγμές, σημάδια που χαράχτηκαν τόσα χρόνια…παραινέσεις, στηρίγματα, χαρούμενες φωνές με κλάματα παιδικά, με γέλια και τώρα όλα στήσανε χορό γύρω μου κι εγώ πρωθιέρεια, λιβανωτό να προσφέρω στις μνήμες που χαράχτηκαν εισχωρώντας στα άδυτα φυλλώματα της ψυχής. Όλες ήρθαν έτσι ξαφνικά και γλίστρησαν θαρρείς αμέσως μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα, έγιναν μάλιστα η μυστική δομή του μυθιστορήματος. Ας μη χάσω την επαφή τουλάχιστον με μένα, λέω, ακούγοντας τον σκύλο μου να γαυγίζει συνεχώς, φοβάται που με βλέπει πάνω απ’ τα συντρίμμια μου, φοβάται μην πάθω ανίατη ασθένεια και πεθάνω πριν πεθάνω, ας πεθάνω όταν πεθάνω, λέω και σταματώ εδώ. Όλοι οι φόβοι μ’ ανάγκασαν να ανακαλύψω την τέχνη του να σβήνω με τη σκέψη το σώμα, την ύπαρξη, ακόμα και τον ίδιο το νου με τη σκέψη… μια απολαυστική αποσύνθεση, λέω γελώντας …
Κρατώντας μια-μια τις νέες αποκαλύψεις, «σαν έτοιμη από καιρό» και πρόθυμη απ’ τον κλοιό να ξεπηδήσω, σαν έρθει η ώρα, τότε που ο κίνδυνος θα έχει πια περάσει κι οι άνθρωποι ενωμένοι, να μπορούν να θρηνήσουν τις απώλειές τους…τη ζωή κατάματα ν’ αντικρύσω με την ελπίδα για έναν νέο κόσμο απαλλαγμένο από ιώσεις και κακώσεις, από την καταναλωτική μανία, τις υπερβολές, τις ζήλειες και τους ανταγωνισμούς, κόσμο γεμάτο από ομορφιά που θα ξεπηδάει από τα μέσα μας …
Σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα μια αχτίδα του ήλιου εισχωρεί απ’ το παράθυρο φώτισε την κάμαρά μου….κι είδα τη ζωή να περιμένει υπομονετικά…
Ελυ…5/6/20
ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΙΟΥ
Σφαλισμένα τα παράθυρα, διάτρητα μόνο στις μνήμες που εισχωρούν σα μαχαιριές να καρφώνουν το νου. Καμιά φωνή δεν γίνεται αισθητή παρά μόνο η κραυγή της σιωπής να τινάζει το χώμα και να τρυπώνει στην κάμαρα. Κραυγή του φόβου για το δικό μας αύριο κρατάει τα θεμέλια απ’ την αγωνία μην καταρρεύσουν οι αγαπημένοι.
-Πάρε με μαζί σου, σου φωνάζω με όλη τη δύναμη που βγαίνει απ’ τα πνευμόνια μου…δεν απαντάς παρά έρχεσαι και με σκεπάζεις με εκείνο το χαμόγελο που πάντα φορούσες….ακούω τον απόηχο της φωνής σου.
-Να προσέχεις… ζήσε εσύ όσα εγώ δεν μπόρεσα… γιατί αυτό το δηλητήριο που πλανιέται τώρα στο σύμπαν, ήλθε σε μένα νωρίς και με διέλυσε…Ζήσε…Ζήσε και μη σε νοιάζει για τίποτα…..
Κοίταξα προσεκτικά κάθε γωνιά του μικρού μου σπιτιού, μη και σε δω, ψάχνω τις χαραμάδες. Όμως από παντού αντί για σένα βλέπω να ξεπετάγεται και μια ελπίδα. Ελπίδα για το αύριο και για τον κόσμο που θα ξαναχτιστεί απ’ τα χαλάσματα. Σκάλισα κάθε σημείο του σπιτιού για να συμμαζέψω αυτήν την ελπίδα. Σκάλισα χαρτιά και βιβλία. Λέξεις, λέξεις πολλές είχαν εισχωρήσει βαθιά μέσα μου. Είχαν γίνει μια άμορφη μάζα που με βαραίνει και με πονάει.
-Ψάξε, ψάξε, σκάλισε μέσα σου βαθιά …ακούγεται πάλι η φωνή σου, θα βρεις παραδείσους στο υπόσχομαι, είπε εντελώς απόμακρη κι ύστερα εξαφανίστηκε.
Σ’ αναζητώ απεγνωσμένα στο χρόνο, στις λέξεις, στο χώρο ετούτο που δεν έζησες, σου ήταν όμως αγαπητός…από τότε… Μόνο στιγμές που αποκαλύπτονταν, σημάδια που χαράχτηκαν τόσα χρόνια…παραινέσεις, στηρίγματα, χαρούμενες φωνές με κλάματα παιδικά, με γέλια, όλα στήσανε χορό γύρω μου κι εγώ πρωθιέρεια, λιβανωτό να προσφέρω στις μνήμες που χάραξα εισχωρώντας στα άδυτα φυλλώματα της ψυχής. Κρατώντας μια-μια τις νέες αποκαλύψεις, «σαν έτοιμη από καιρό» και πρόθυμη απ’ τον κλοιό να ξεπηδήσω, σαν έρθει η ώρα, τη ζωή κατάματα ν’ αντικρύσω με ελπίδα για έναν νέο κόσμο απαλλαγμένο απ’ την καταναλωτική μανία, τις υπερβολές, τις ζήλειες και τους ανταγωνισμούς, γεμάτο από ομορφιά που θα ξεπηδάει από τα μέσα μας.
Σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα μια χαραμάδα απ’ το κλειστό παράθυρο φώτισε την κάμαρά μου….κι είδα τη ζωή να περιμένει υπομονετικά….Ελυ…6/4/20.
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ(Κατάθεση ψυχής)
Η ώρα είναι 5 το πρωϊ…τρεις ολόκληρες ώρες βολοδέρνω ξύπνια στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι μου…σκέψεις, σκέψεις ανησυχίες…Αυτή η περίοδος του εγκλεισμού μ’ έχει χαράξει απομονωμένη μ’ ένα σκύλο, το σκύλο μου, χωρίς καμιά ανθρώπινη επαφή…εικόνες της ζωής μου περνούν ασταμάτητα βάζοντάς με μέσα στην ανάγκη διείσδυσης κάθε ενέργειας κάθε συμπεριφοράς. αμέτρητες στιγμές διερεύνησης…αμέτρητες στιγμές ερωτηματικών, νοσταλγίας, στιγμών , ημερών που δεν θα έχουν ποτέ επιστροφή. Αμέτρητες οι στιγμές από σκέψεις ενοχικές και τα μάτια να υγραίνονται από δάκρυα. Όμως και εικόνες χαράς σκαλίζουν τη μνήμη αλλά και θλίψης απερίγραπτης σε καταστάσεις απώλειας και αλλαγών… Ακόμα προσπαθώ να εξοικειωθώ με την καινούργια φάση ζωής μου. Είναι στιγμές που νιώθω ξένη με μένα, με το χώρο και που είναι σαν να ζώ μηχανικά εντελώς…ούτε καν την επαφή με τον εσωτερικό μου εαυτό, εκείνον που ξεπηδούσε στα γραπτά μου δεν μπορώ να έχω, κι αυτό είναι που με κάνει χίλια δυο κομμάτια. Βέβαια δεν λείπουν οι τηλεφωνικές επαφές, τα παιδιά, οι φίλοι μου, η συμπαράσταση με την καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία…όμως δεν είμαι «εγώ» δεν είμαι η ίδια εκείνη που ζούσα και γελούσα και χαιρόμουν και δάκρυζα και έκλαιγα και φώναζα…με τόσες πολλές διαστάσεις κι αναρωτιέμαι «ποια είμαι»; Πότε θαρρώ πως είμαι ένα μικρό παιδί που τώρα γεννιέται κι αρχίζει να γνωρίζει έναν άλλο νέο κόσμο…κι ύστερα η έφηβη που αναζητά τις πτυχές του εαυτού της, μετά η νεαρή φοιτήτρια που έμενε στο δυάρι στην Κυψέλη μόνη και πραγματικά νιώθω να την αναπαράγω κι εκείνη τότε ψαχνόταν με τις ΄λέξεις. Είχε μέσα της ένα βουνό από κακοπλεγμένες αισθήσεις και προσπαθούσε να τις βγάλει στο χαρτί… στείρες έβγαιναν όμως, όπως και τώρα…τώρα που αναλογίζομαι, ‘‘τόσοι ήρωες‘‘… τόσοι και τόσοι που με έπνιγαν και με κυνηγούσαν…που πήγαν; όλοι έχουν πια χαθεί…ή βρίσκονται φυλακισμένοι κάπου και προσμένουν την ελευθερία τους….λέω τώρα…για να μην απελπίζομαι προσπαθώντας να ενθαρρύνω αυτό το παιδί…’’μη μου κρύβετε τα παιχνίδια μου‘‘ φωνάζει κάθε τόσο…είναι κάπου κλεισμένο μέσα στο γενικό εγκλωβισμό και φοβάται…‘’μέσα κι έξω μοναξιά‘‘ μου λέει απελπισμένο…κι εγώ με τα χέρια δεμένα το κοιτώ και ξεσπώ σε κλάμα…είχε πιστέψει και σ’ ένα όνειρο αν και ένιωθε πάντα πως είναι ο δρόμος προς την ουτοπία όμως το ΄πίστευε και δεν θέλει να πάψει να το πιστεύει γιατί ‘’τι θα είναι η ζωή χωρίς όνειρα‘‘ μου λέει κάθε τόσο… σήμερα ένιωσε πως το όνειρο τέλειωσε…πως ήταν μια αυταπάτη…και το παιδί φόρεσε ένα λευκό σάβανο και κλείστηκε αμίλητο σε μια γωνιά…είδα κι έπαθα να το συνεφέρω….να του μιλήσω για νέα όνειρα να του μιλήσω για την ομορφιά της ζωής που εκείνοι ‘‘οι άλλοι‘‘ δρέπουν, όμως επέμενε ακόμα στο ‘‘τίποτα‘‘ μετά από αυτήν την ουτοπία. Δεν το αντέχει το ‘‘τίποτα‘‘ όμως και φοβάμαι για τις ισορροπίες του.. τότε προσπάθησα πάλι να του μιλήσω για το όνειρο…μην σβήσει εντελώς…κράτησέ το του λέω κι ας είναι σκοτεινό κι ας φοράει τα κουρέλια που δεν μπορούν να σκεπάσουν τις πληγές σου …θα γιατρευτούν κι αυτές με τον καιρό…τότε άνοιξε τα μάτια του με κοίταξε ανέκφραστο κι ύστερα η ματιά του χάθηκε στο πουθενά… έμεινα να το κοιτώ χωρίς μιλιά.
Ακόμα δεν έχει ξημερώσει, τόσο μικρή που είναι η μέρα…περνάει μας προσπερνάει η κάθε μέρα μας αφήνει μες τον εγκλωβισμό της ζωής και του ίδιου μας του εαυτού…ποιος ξέρει για πόσο ακόμα…κι αυτές οι καταδύσεις επώδυνες, σκληρές, μας αλλάζουν ποιος ξέρει και πόσο ακόμα θα μας αλλάξουν…φοβάμαι πως θα γίνουμε τελείως ξένοι με τους ανθρώπους, με τα όνειρά μας και με τον ίδιο μας τον εαυτό….
Μιλούν όλοι για τα Χριστούγεννα. Στολίζουν τα σπίτια τους, χαίρονται προσμένουν, φευγιό απ’ την απομόνωση, απ’ τη δική τους μοναξιά. Εγώ δεν στόλισα. Το παιδί αδύνατο να μπει μέσα στο πνεύμα το γιορτινό…ακόμα κουρνιασμένο στη γωνιά στέκεται εκεί φοβισμένο όπως εκείνη τη μέρα που ένα άγριο σκυλί του όρμησε κατασπαράζοντας το μικρό σκυλάκι του που παρά λίγο να το σκοτώσει αν δεν βρίσκονταν εκεί κάποιοι ευλογημένοι περαστικοί. Το παιδί έμεινε ξέπνοο από τότε κουρελιασμένο έρμαιο των συλλογισμών και του φόβου του. Φόρεσε πάλι σιγά- σιγά τη μοναξιά του κι αφέθηκε στη γωνιά του… τα στολίδια τα Χριστουγεννιάτικα δεν το νοιάζουν αφήνεται μόνο σ’ ένα τίποτα να το σκεπάζει. Ένα θολό πέπλο απ’ την ομορφιά της ζωής του, αυτή που έμεινε πίσω, καλύπτει τη γύμνια του, να μη φανούν οι πληγές του και προκαλέσει πόνο σε αγαπημένους.
Πόση ανάγκη είχα να μιλήσω μαζί του…να του απαλύνω τη μοναξιά του με λίγο βάλσαμο στις πληγές του…θαρρώ πως το συνέφερα λίγο. Το ένιωσα πάλι να γελά, να γελά στα μέσα του, να αφήνεται χωρίς πόνο στην ουτοπία του. Γαλήνεψα κι εγώ κι ένιωσα την αγιότητα της προσμονής των Χριστουγέννων. Θα πάρουμε ένα έλατο του είπα κι εσύ θα το στολίσεις …κάθε κλαδάκι του κι ένα σου όνειρο. Θα προσθέσουμε το φως της ψυχής και θα προσμένουμε τ’ αστέρι εκείνο να φανεί.. Ζωντάνεψε το βλέμμα του, δειλά-δειλά φως το χρωμάτιζε, τα κουρέλια έπεφταν απ’ το κορμί του κι οι πληγές έδειχναν να επουλώνονται. Τότε πίστεψα στο θαύμα της Χριστουγεννιάτικης προσμονής…..ελυ.8-12-20
Για την Άννα ..
(απόσπασμα “συνομιλία, με την Άνν Σέξτον”)
Ένα τίποτα ήταν όλα…γελάει ο χρόνος Άννα, κι εσύ «φθίνεις» σαν «μια γριά ποδηλάτισσα» που τρέχει κι αφήνει ανοιχτές πληγές … κοιτάζει ειρωνικά το πρόσωπό σου… πόσο ανόητη μπορεί να είσαι… λέει.. πως δεν μπορείς «αναλογιστικά γραφήματα» από τους γύρω σου να καταλάβεις… κάλυψη επιδερμική ήτανε Άννα, κάτω απ’ το τίποτα παιχνίδια της στιγμής. Τί κρίμα… σκόρπιες ανάσες, οι ανάσες ζωής … κι ύστερα λένε πως φοβάσαι…φοβάσαι να δεις τα μέσα σου…τα μέσα σου, αυτά που γέννησαν πνοή. Τάχαμου πως κλείνεσαι τυφλά μες’ την ψυχής σου. Μα εκεί βλασταίνουνε οι λέξεις. Οι λέξεις που βαραίνουνε τους γύρω σου και το κορμί, σαν το κορμί μιας πόρνης, στον πόθο του αδοκίμαστου, «εν φαντασία και λόγω». Γίνανε θρύψαλα οι καθρέφτες, που δείχναν την αγνότητα. Πάψε τώρα πια Άννα, κράτησε μόνο την αγάπη φυλακτό… ακόμα και χωρίς την ανταπόκριση-δεν είναι δα κι «ένα λοιμώδες νόσημα»- πάλι θα μένει ζωντανή η ψυχή σου και φύγε, στο ατέρμονο του κόσμου, μόνη να ζήσεις, λεύτερη. Είναι σκλαβιά η αγάπη σου , σου είπαν, αφού το βάθος της δεν ένιωσαν ποτέ…Όμως μη νοιάζεσαι, κοίτα μια νέα ανατολή και το μενεξελί της δύσης, μάγια χαράζουν …εκεί θα ζήσεις Άννα. Σώπασε, μη μιλάς…σε είδα που «έστησες τους φράχτες» μα.. πρόλαβαν «οι εφιάλτες» κι οι ενοχές που φέρνουν δάκρυ…όμως, ***«μην κλαις βλάκα» σου είπανε σε μήνυμα, «Ζήσε ή Πέθανε, τα πάντα όμως μη δηλητηριάζεις»***. Δες πόσο όμορφη ειν’ η ζωή! Ζήσε κι ας ζήσουνε κι οι άλλοι μακριά απ’ τη βαριά δική σου παρουσία.. Ήσουν βαριά γιατί ζητούσες να σταθείς λίγο πιο κάτω από το δέρμα τους. ελυ. 10/9/17
(***Σολ Μπέλοου ,Καναδός λογοτέχνης, Βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1976. Επισήμανε στην Ανν Σέξτον αυτή τη φράση, που τη χρησιμοποίησε σαν μότο στη ζωή και στο ποίημά της «Ζήσε’».)
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΟ ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Η Ζωή κοιτά μελαγχολικά το γυμνό χέρι της. Άδειο ήταν, χωρίς το δαχτυλίδι των αρραβώνων με τα σμαράγδια. Ανεξήγητα το είχε χάσει. Ήταν ξεχωριστό! Οικογενειακό κειμήλιο διακοσίων χρόνων, από προγιαγιά σε γιαγιά, αναλογίζεται, γυρνώντας πίσω σε στιγμές από διηγήσεις της πεθεράς της. Ήταν κι ο πρωϊνός περίπατος που την είχε αναστατώσει παρατηρώντας τυχαία στο κοσμηματοπωλείο της πόλης, ένα ολόϊδιο δαχτυλίδι μ’ εκείνο. Ήταν σίγουρη πως ήταν το δικό της. Ρώτησε τον κοσμηματοπώλη για την προέλευσή του κι εκείνος, ‘‘πάρτο ‘‘ της είπε ‘‘στο δίνω σε τιμή ευκαιρίας, αν και έχει μεγάλη αξία, παλιό κομμάτι βλέπεις, γιατί η γυναίκα που μου το έφερε, έχει ανάγκη από χρήματα‘‘. Ταράχτηκε η Ζωή. Διακόσια χρόνια πίσω την έφεραν τα λόγια του, εδώ στην ίδια πόλη, στα Γιάννενα, επηρεασμένη και απ’ τα λεγόμενά του, αλλά κι από κάποιο βιβλίο που πρόσφατα είχε διαβάσει.
Σαν επέστρεψε, αναστατωμένη έψαξε στη βιβλιοθήκη της. Βρήκε το βιβλίο κι άρχισε πάλι να το διαβάζει.
«…Γενάρης, του 1801.
Ήταν η γυναίκα του πρωτότοκου γιου του Αλή Πασά, κόρη του πασά του Βερατίου, που με την αδελφή της παντρεύτηκαν τους γιους του Αλή. Εκείνη τον Μουχτάρ, η άλλη τον Βελή..Ο Αλή πασάς, δυνάστης ισχυρός της Ηπείρου από τα τέλη του 18ουαιώνα, δε χάλαγε χατίρια στις νύφες, γιατί χάρη του πατέρα τους ασκούσε επιρροή σε μεγάλο τμήμα της Αλβανίας. Ήταν τότε, που εκείνη αναστατωμένη ήρθε στον πασά με την αδελφή της, γιατί ανακάλυψε σε έναν χρυσοχόο, που μπήκε στο χαρέμι να πουλήσει κοσμήματα, το χαμένο δαχτυλίδι της. Βαρύτιμο, ακριβό οικογενειακό κειμήλιο, δώρο τη μέρα του γάμου τους στον αγαπημένο της Μουχτάρ..
–Που το βρήκες; τον ρώτησε
– Ανάγκη είχε από λεφτά, η κυρά Φροσύνη η γυναίκα του πρόκριτου Δημήτρη Βασιλείου, που λείπει από καιρό στη Βενετιά για δουλειές.
Τη ζώσανε τα φίδια. Ζήλεια την κυρίεψε. «Ο άντρας μου, μ’ απατά», σκέφτηκε «και να! Τα πειστήρια της εξωσυζυγικής του σχέσης»
Είχαν φτάσει στ’ αυτιά της λόγια σχετικά με την καλλονή αρχόντισσα Ευφροσύνη, την ‘‘Ξωτικιά‘‘, έτσι την έλεγαν, με μια αύρα αρμονίας να την διαπερνά, που γοήτευε με το πνεύμα και τα θέλγητρά της τις αντρικές συντροφιές που συχνά καλούσε σε τραπεζώματα στο αρχοντικό της. Σαν αρχαία εταίρα την έβλεπαν τα θηλυκά. Αμαρτία για τις Χριστιανές. Παράβαση αρχών για τις Οθωμανές που ζούσαν στον συντηρητισμό. Αλλά και όλες, τη ζήλευαν. Όμως εκείνη αγέρωχη κι αδιάφορη για τα σχόλια και τις επικρίσεις, ήταν ερωτευμένη με τον Μουχτάρ. Ακόμα κι ο Αλή πασάς την ποθούσε. Επίμονα είχε προσπαθήσει να την κάνει ερωμένη του κι ας γνώριζε τη σχέση της με το γιο του. Αθεράπευτος γυναικάς ήταν.
Η γυναίκα του Μουχτάρ κι η αδελφή της, ήλθαν τότε αποφασισμένες στον πεθερό αναφέροντάς του τα καθέκαστα, απαιτώντας εξόντωση της Ευφροσύνης και των άλλων γυναικών που ξελόγιαζαν τους άντρες τους, γιατί κι ο Βελής είχε τη φωλιά του λερωμένη.
-Να πνιγεί στη Λίμνη αυτή η εταίρα και όλες οι άλλες που θίγουν τις αρχές και τα χρηστά ήθη.
Διστακτικός αρχικά ο Πασάς, δεν ήθελε να φτάσει στα άκρα. Πονούσε γι αυτήν την καλλονή, «τέτοια ομορφιά πώς να πνιγεί», έλεγε και ξανάλεγε. Όμως φόβος τον κατέλαβε με την απειλή από τις νύφες του για αλλαγή στάσης του πατέρα τους.
– Θα χάσεις τη δύναμή σου στην Αλβανία, τον φοβέρισαν εκείνες,
Τότε ξύπνησε μέσα του και η εκδίκηση για την άρνηση της καλλονής να του δοθεί. Ακόμα κι η ζήλεια για το γιο του που την είχε δική του, αλλά και που τον επηρέαζε πολύ υπέρ των Ελλήνων και πήρε την απόφαση. Να την πνίξει μαζί με άλλες γυναίκες, μοιχαλίδες ή και με ελευθέρια τα ήθη. Έπρεπε να πατάξει και την ανερχόμενη κοινωνικά και οικονομικά στάση των πολιτών στα Γιάννενα, που προκαλούσε την ελευθεριότητα της γυναίκας. Έπρεπε να διασώσει και τη φήμη του, ως δυνάστη με συντηρητικές αρχές. Πολιτική σκοπιμότητα, βλέπεις. Για τις αρχές. Εκεί θα στήριζε την αιτία αυτής της ενέργειας. Κι ύστερα πίστευε με τη φιλαργυρία του, πως μερικοί θα συγκινούνταν και θα εξαγόραζαν αδρά την ελευθερία κάποιων γυναικών απ’ αυτές που είχαν στο στόχαστρό τους.
-Θα γίνει. Ήταν η απάντηση στην απαίτηση των δυο νιφάδων του.
Παρ’ όλο που ακόμα δεν το είχε για τα καλά αποφασίσει, η σκέψη του τριγύρναγε στη λαϊκή κατακραυγή για «βαρβαρότητα του τυράννου». Γιατί θα το έστρεφαν οι Χριστιανοί στην «υπέρ πίστεως και πατρίδος» θυσία της ελληνοπούλας Χριστιανής και για όλες τις «καλλιμάρτυρες». Το σκέφτηκε καλά. Έτσι θα τις ονόμαζαν.
Κι ήρθε τότε ο Αλή στο σπίτι του υπηκόου του Νικόλα Γιάγκα. Υποπτευότανε και την κυρά του για μοιχεία. Κάθισε, έφαγε μαζί του, λες και τίποτα δεν συνέβαινε κι ύστερα ζήτησε καφέ από τα χέρια εκείνης, που σαν τον πλησίασε, της λέει.
-Άκου, θα καλέσεις τώρα κυράδες πολλές που εσύ ξέρεις, καλές σαν και σένα, υπονοώντας τη δική της εξωσυζυγική στάση, θέλω εδώ, όταν επιστρέψω, να τις δω σιμά σου. Τ’ ακούς;
Είπε κι έφυγε για το σπίτι της Ευφροσύνης. Όρμησε μέσα μαζί με τη φρουρά του και διέταξε να τη συλλάβουν και να τη φέρουν στο σπίτι του Γιάγκα. Νύχτα ήταν.
-Δεν ντρέπεσαι αφέντη να μπαίνεις νύχτα ώρα στο σπιτικό μου; Του είπε εκείνη, κρύβοντας όμως την ταραχή της.
-Μη φοβάσαι, ’‘μπίρομ‘‘, μόνο ντύσου καλά μην κρυώσεις, της απάντησε κι έφυγε για το κάστρο του…
Αναστατώθηκε η κοινωνία στα Γιάννενα. Φόβος τους είχε κυριέψει. Πίστευαν όμως πως ήταν εκφοβισμός η μάζωξη, για συνετισμό των γυναικών, που τις είχε πάρει φαλάγγι η οικονομική και κοινωνική άνοδος του τόπου . Για τα χρηστά ήθη των γυναικών που πρέσβευε η Χριστιανοσύνη, για τις αρχές του Ισλαμισμού.
Στο σπίτι του Γιάγκα μαζεύτηκαν οι γυναίκες κι εκεί τους ανακοινώθηκε η μοίρα που τις περίμενε.
Είχε πια χαράξει η μέρα κι έπρεπε να περιμένουν να πέσει το σκοτάδι. Ήταν θέμα αρχής οι γυναίκες να θανατώνονται νύχτα. Αγωνία και πανικός τις έπνιγε. Οι πλούσιες ελπίζανε στη φιλαργυρία του Πασά να μαζέψει λύτρα με την εξαγορά τους, φυσικά, αν υπήρχε τέτοια πρόθεση απ’ τους οικείους τους. Οι φτωχές όμως ήταν απελπισμένες.
Η λίμνη Παμβώτιδα το βράδυ εκείνο του χειμώνα είχε πάρει την άγρια εξωτική μορφή της, μορφή διαμαρτυρίας, λες, για το ανήκουστο γεγονός. Ο βοριάς λυσσομανούσε με βιαιότητα κι έσπρωχνε τα κύματα μέχρι τις κορφές των δέντρων. Μεταμόρφωνε απ’ την παγωνιά το κύμα του νερού, πότε σε σταλαχτίτες που κρέμονταν απ’ τα κλαδιά, πότε σε παγωμένο μανδύα που τα σκέπαζε. Γύρω οι βουνοκορφές δέσποζαν κάτασπρες απ’ το χιόνι τη νύχτα εκείνη του Γενάρη. Κι οι μιναρέδες του σαραγιού του κάστρου του Αλή Πασά, υψώνονταν κυριαρχικά.
Άγρια νυχτιά για τις γυναίκες. Τις οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στα βόρεια της λίμνης. Τις έδεσαν. Τις έχωσαν μέσα σε σακιά, συνήθεια Ισλαμική κι αυτή και τις πέταξαν στα παγωμένα νερά. Μόνο η Φροσύνη κι η τροφός της πήδηξαν προτού τις βάλουν στα σακιά, σαν ένδειξη διαμαρτυρίας κι έπεσαν έτσι δεμένες στη λίμνη πλάϊ στις άλλες. Ο θάνατος ήλθε για όλες ακαριαία. Κάποιες πριν λίγο απ’ το τέλος προσευχήθηκαν. Κάποιες φώναξαν απελπισμένα «βοήθεια» και βυθίστηκαν.
Τα αγριεμένα απ’ τον πόνο να σημαδεύει την έκφραση νεκρά πρόσωπα των βασανισμένων γυναικών που πρόβαλαν απ’ το νερό κι οι κραυγές ωδίνης συμπλήρωναν την εικόνα που έμεινε για καιρούς εφιαλτική, ακόμα και στους δήμιους.
Ο λαός της Ηπείρου θορυβήθηκε. Διαστάσεις πήρε αυτή η τραγωδία και χιλιοτραγουδήθηκε.
«..Φύσα βοριά, φύσα Θρακιά, για ν΄ αγριέψει η λίμνη
να βγάλει τις αρχόντισσες και την κερά- Φροσύνη..»
Ο θυμωμένος Μουχτάρ, αποξενώθηκε από γυναίκα και πατέρα. Αν πόνεσε για το χαμό της Φροσύνης, αμφίβολο. Πειράχτηκε όμως πολύ.
Τα σπίτια των γυναικών σφραγίστηκαν. Οι περιουσίες τους δημεύτηκαν. Κι όταν τα πτώματά τους ξεβράστηκαν, τα έθαψαν μέσα σε γενική κατακραυγή. Και απ’ αυτήν ακόμα ο Αλή πασάς βγήκε κερδισμένος, γιατί πρόσμενε, είπε, κάποιοι να ενδιαφερθούν με ανταλλάγματα για τη ζωή τους. ‘‘Άρα η ζωή τους δεν είχε καμιά αξία‘‘, είπε. Πάλι η φιλαργυρία του έπαιξε ρόλο θετικό. Έξυπνος ηγέτης και δολοπλόκος. Αν και αγράμματος, διέθετε πολιτική διάνοια, ευστροφία και διπλωματικότητα, αλλά και κοινωνική δικαιοσύνη. Ήταν το «ασλάνι»* των Ιωαννίνων. Ένας «οριενταλικός» Βοναπάρτης της Ηπείρου. Έτσι τον είπαν. Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Δυναμικά κατέλαβε, Σούλι, Πρέβεζα, Άρτα, Χιμάρα, Βόνιτσα και κέρδισε την εύνοια της Υψηλής Πύλης. Να έχει αυτόνομο κράτος, επικράτεια από Μακεδονία μέχρι Πελοπόννησο. Όμως διαφώνησε με την Πύλη κι η Πύλη τον καταδίκασε.
Γενάρης του 1822 ήταν. Ο Αλή Πασάς δέχτηκε να παραδοθεί, αν του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο νησί της λίμνης. Εκεί, στις 24 του ίδιου μήνα ήρθε ο Αλή Χασάν δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας και τον σκότωσε. Του έκοψε το κεφάλι και το ’στειλε πεσκέσι στο σουλτάνο.
‘‘…ο Αλή πασάς πεθαίνει…‘‘ Τραγούδησε η λαϊκή μούσα. Όμως η τραγωδία που προκάλεσε, ποτέ δεν ξεχνιέται.
“..Χίλια καντάρια ζάχαρη να ρίξετε στη λίμνη
για να γλυκάνει το νερό να πιει η κυρά Φροσύνη…‘‘
Η Ζωή έκλεισε το βιβλίο. Η σκέψη της πάλι γύρισε στο δαχτυλίδι εκείνο του κοσμηματοπωλείου. Μπλέχτηκε κι ανάμεσα στην ιστορία. ‘‘Αυτό το δαχτυλίδι… ίδια μοίρα, λες ‘‘ αναλογίστηκε αναστατωμένη, τόσο, που δεν άκουσε τον άνδρα της να μπαίνει.
Εκείνος την πλησίασε, την αγκάλιασε και της έδωσε ένα κουτάκι ομορφοτυλιγμένο.
– Άνοιξέ το, της λέει.
Εκείνη ανόρεχτα το ανοίγει.
-Το δαχτυλίδι με τα σμαράγδια! Αναφώνησε.
Τότε εκείνος το πήρε και της το φόρεσε στο δάχτυλο.
-Χρόνια πολλά αγάπη μου. Σαν και σήμερα, πριν είκοσι χρόνια….θυμάσαι; …»
Ελένη Χαραρά Λύτρα
*λιοντάρι
Η ΠΟΡΝΗ
Την είδα πάλι σήμερα. Ήταν καθισμένη στο ίδιο παγκάκι στη μακρόστενη πλατεία που είναι περιτριγυρισμένη από ευκάλυπτους και πικροδάφνες και καλύπτει κατά μήκος το νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο της περιοχής… εκεί γίνεται η καθημερινή μου βόλτα με το σκύλο μου. Πρωϊ – απόγευμα. Ένας περίπατος που μου αρέσει, εδώ στην καινούργια πόλη που οι συνθήκες ζωής μ’ ανάγκασαν να μετοικήσω. Μόνη πια με συντροφιά το αγαπημένο ζωντανό που δεν αποχωρίζομαι. Σχεδόν τρεις μήνες είμαι εδώ, μήνες δύσκολοι και ως προς την προσαρμογή μου στο νέο χώρο και τόπο και ως προς την έλλειψη του συντρόφου και αγαπημένων προσώπων που για χρόνια ολόκληρα συνυπήρχαμε! Che la vie!!!…όμως λέω και προχωρώ…Η γειτονιά συμπαθητική. Όλα γύρω μου, εύκολα. Όλα στα πόδια μου…δεν έχω παράπονο.
Η Λίλιαν, η μεσήλικη γυναίκα, ήταν εκεί. Όπως κάθε μέρα, που με καλημέριζε εμένα και το σκύλο μου, έχοντας από την πρώτη κιόλας γνωριμία ρωτήσει τ’ όνομά μου, ευδιάθετη, βαμμένη έντονα, χείλη μάτια, μάγουλα, ντυμένη κάπως παράταιρα για την ηλικία της, αλλά και για μια καθημερινή εμφάνιση και νέας ακόμα κοπέλας και που κοιτούσε πάντα μακριά σε μια άλλη διάσταση. Πρέπει να ήταν πολύ όμορφη στα νιάτα της σκέφτηκα την πρώτη μέρα που τη γνώρισα παρατηρώντας την με το καλοσυνάτο χαμόγελό της που όμως έδειχνε μια πίκρα ενώ τα μάτια της ήταν πάντα απλανή…σαν να βρισκόταν αλλού…
Σήμερα την καλημέρισα πρώτη. Μου είπε μια ξερή καλημέρα δυο φορές κι αυτή κομπιαστά και με το απλανές βλέμμα της διαιρούσε τον μουντό ορίζοντα, λες και μιλούσε με το σύννεφο, που ήταν έτοιμο να φέρει βροχή καπνίζοντας ασταμάτητα και δεν έβλεπε γύρω της. Δεν έβλεπε τίποτα. Σκέφτηκα πως κάποιες ουσίες θα είχε πάρει πάλι. Αυτό το είχα διαπιστώσει και κάποια άλλη μέρα που την είδα, χωρίς αυτή να με αντιληφθεί, από μακριά. Παραπατούσε. Φαινόταν μαστουρωμένη, μ’ ένα φόρεμα πάρα πολύ κοντό αφήνοντας τα πόδια της να φαίνονται, ακάλυπτα και προκλητικά. Όμορφη ήταν. Αλλά παρωχημένη η ομορφιά της, ασυμβίβαστη για την ηλικία της η εμφάνιση αυτή.
Την γνώρισα τις πρώτες μέρες που εγκαταστάθηκα σ’ αυτήν την πόλη εξερευνώντας τα πάρκα και τις πλατείες μαζί με το σκύλο μου. Μου συστήθηκε.
– έλα κάτσε δίπλα μου μου είπε, εκεί στο ίδιο παγκάκι….. έπαιξε λίγο με το σκύλο μου, τον χάηδευε με τα χέρια της που φάνταζαν τα μακριά κόκκινα νύχια, του μιλούσε με τα κατακόκκινα βαμμένα χείλη της, που όμως πρόδιδαν μια γλύκα, μια καλοσύνη και τον κοιτούσε μ’ ένα πετρωμένο δάκρυ χρωματισμένο λες από την έντονη μπογιά των ματιών της. Κάθισα δίπλα της στο παγκάκι, λίγο από περιέργεια, λίγο από συμπάθεια, λίγο από μοναξιά.
Κάπνιζε διαρκώς. Ήταν όμως νηφάλια, αν και τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά. Κι άρχισε να μου μιλάει, να μου μιλάει ακατάπαυστα. Δεν με κοιτούσε, σαν να απευθυνόταν σε μια αόρατη παρουσία, πάνω σε μια σκηνή θεάτρου, λες, μ’ ένα μονόλογο δυνατό…μήπως ήταν ηθοποιός, σκέφτηκα, και θαρρεί πως παίζει το ρόλο της… τα ξανθά βαμμένα μαλλιά της λύθηκαν με μια κίνηση του κεφαλιού της κρύβοντας το μισό της πρόσωπο, άναψε πάλι τσιγάρο, στριφτό κι άρχισε..
-Ήμουν δέκα χρονών, και ζούσα στο χωριό, ορεινό χωριό της Θεσσαλίας. Ο πατέρας δούλευε σε ξένα χωράφια, λίγα τα λεφτά που έβγαζε. Πέντε παιδιά εγώ η μικρότερη. Η μάνα όλη μέρα δουλειές να μας βγάλει πέρα, μέχρι και στην πόλη κατέβαινε και ξενόπλενε στις κυράδες που τα είχανε. Τόσα στόματα να ταϊσει, κατέβαινε με το γαϊδουράκι κι ύστερα με ότι της δίνανε, τρόφιμα, ρούχα, ή και λίγα χρήματα σαν ανταμειβή τα κουβαλούσε χαρούμενη που θα είχαν πάλι τα παιδιά της φαϊ. Δύσκολα χρόνια. Ήταν τότε που ο πατέρας στην προσπάθειά του να σώσει ένα ζωντανό απ’ τον γκρεμό, γκρεμοτσακίστηκε. Τον χάσαμε, τον έκλαψα. Τ’ αδέλφια μου τότε έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους και ξενιτεύτηκαν, καλή τους ώρα, αν ζούνε… δεν τα ξανάδα…ούτε γράμμα , ούτε γραφή…η μάνα με τον καημό της βάρυνε την καρδιά της πολύ κι έσβησε κι εκείνη μια μέρα. Έμεινα μόνη. Δεν είχα κανέναν να μου σταθεί. Το σπίτι μας δυο κάμαρες όλες κι όλες…κι εγώ μεγάλωσα απότομα, την έθαψα, την έκλαψα…ήμουνα πολύ όμορφη…όλοι με κοιτούσαν διαφορετικά. Άντρες μικροί μεγάλοι, παντρεμένοι, λεύτεροι με γούσταραν.. κάθε βράδυ περιτριγυρίζανε το φτωχικό μου… οι γυναίκες με κοιτούσανε με μισό μάτι. Θέλανε να με εξαφανίσουν. Τότε κι εγώ πήρα τη μεγάλη απόφαση. Με βοήθησε κι ο πρόεδρος του χωριού, κι εκείνος κάθε φορά πήγαινα να τον συμβουλευτώ, δεν έιχα και κανέναν συγγενή, με χούφτωνε, ένας γέρος σιχαμένος ήτανε, κατάφερα όμως να τον πείσω να μου πουλήσει αυτά που είχα, τα λίγα χωράφια και το σπίτι. Αν και κοψοχρονιά πουληθήκανε πήρα κάποια χρήματα και των ομματιών μου κι έφυγα απ’ το παλιοχώρι που όλοι με θέλανε να με γευτούν στο τζάμπα… ήρθα στην Αθήνα. Όνειρό μου ήτανε! Και με τα λίγα λεφτά που είχα τα κατάφερα να βρω μέρος να μείνω κάτι να τρώω μέχρι να πιάσω μια δουλειά…ότι να ‘ναι, είπα. Μ’ αρέσανε τα γράμματα μα πως να πάω σχολείο, όνειρο άπιαστο έλεγα.. όπου πήγαινα να δουλέψω, μου βάζανε χέρι οι άντρες κι οι γυναίκες με διώχνανε.. πήγα και σ’ ένα φούρνο εκεί στη γειτονιά. Τ’ αφεντικό με ήθελε γιατί τα κατάφερνα και καλά, σε όποια δουλειά με βάζανε.. όμως σαν άρχιζαν τα χέρια του, σαν του δινότανε η ευκαιρία, να με χαϊδολογάνε το πήρε είδηση η κυρά του και μ’ έδιωξε κι από κει κακήν κακώς…πουθενά δε στέριωνα, παρά τις ικανότητες που είχα σε οποιαδήποτε δουλειά. Ήμουνα απελπισμένη. Δεν ήξερα πια τί να κάνω. Καθισμένη σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο εκεί στο πεδίο του Άρεως, εκεί έπαιρνα ανάσα- σ’ ένα ημιυπόγειο εκεί κοντά έμενα, χωρίς ένα παράθυρο στο φως- κρατούσα το πρόσωπό μου μες τα χέρια μου, για να μη βλέπουν το κλάμα μου οι περαστικοί.
Ομολογώ, μου είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον η διήγησή της και με αδημονία περίμενα τη συνέχεια.
-Σαν έβγαλα τα χέρια απ’ το πρόσωπο, προσπάθησα να βρω ένα μαντήλι να σκουπίσω τα μάτια μου, έψαχνα στην τσάντα μου, μα δεν έβρισκα. Με την αντίστροφη της παλάμης μου σκούπιζα μάτια και μύτη που έτρεχαν, ώσπου ξαφνικά ένα χέρι προτεταμένο μου πρόσφερε χαρτομάντηλο. Το πήρα έστρεψα το κεφάλι να ευχαριστήσω κι ήταν μια πανέμορφη μεγαλοκοπέλα που με κοιτούσε με συμπάθεια…
-Έλα πές μου, μου, μου λέει, τί σου συμβαίνει.
Άρχισα να της εξιστορώ όλα αυτά που με έπνιγαν. Ήταν ο μόνος άνθρωπος, η μοναδική γυναίκα μέχρι τότε που μου μίλησε ανθρώπινα…
-Έλα μαζί μου και δε θα χάσεις…μου λέει, και με πήρε από το χέρι…θάμουνα δε θάμουνα 16 χρονών. Ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ασφάλεια και την ακολούθησα. Με πήρε σπίτι της, με περιέθαλψε με κανάκεψε και μου είπε μείνε εδώ…εγώ θα είμαι πια για σένα, αρκεί να κάνεις ότι θα σου λέω….Ξενοίκιασα το σπίτι -το υπόγειο εκείνο-έτσι κι αλλιώς δεν είχα άλλα λεφτά για να πληρώσω το νοίκι, μάζεψα τα πράγματά μου κι εγκαταστάθηκα στης μαντάμ Λίλι. Εγώ ήμουν το Βαγγελιώ του χωριού. Εκείνη μου έδωσε το όνομά της προσθέτοντας ένα «αν» στο τέλος για να ξεχωρίζουμε.
-Εγώ γέρασα πια, μου είπε, εσύ θα είσαι η συνέχειά μου και έτσι ξεκίνησα τη ζωή μου. Ζωή άλλη, με τα ακριβά φορέματα τα φκιασίδια, ταξίδια με εραστές, άλλοτε ζούσα ονειρεμένα κι άλλοτε μαύρα… σαν η μοναξιά του πληρωμένου έρωτα με έπνιγε. Τώρα ζω με μνήμες μόνο μνήμες από τότε…τότε που ένιωσα γυναίκα πραγματική και κάτι να σαλεύει μέσα μου, μέσα στα σπλάχνα μου σπόρος που κάποιος άγνωστος εραστής τον φύτεψε από λάθος. Ποτέ δεν τον ξανάδα για να μοιραστώ αυτό το θεογονικό που γινόταν στο κορμί μου. Ούτε καν το όνομά του δεν ήξερα για να τον αναζητήσω. Η μάνα Λίλι είχε πια φύγει απ’ τη ζωή κι εγώ πορευόμουν μόνη. Όμως με είχε αγαπήσει και μου άφησε το σπίτι της κληρονομιά. Έβγαζα και καλά λεφτά. Όνομα βαρβάτο ήμουνα στην πιάτσα. Εκείνη μου το είχε πλασάρει, ήμουν και όμορφη καθώς έλεγαν όλοι. Και δεν είχα και πολλά νταλαβέρια με άλλες γυναίκες που κάνανε αυτή τη δουλειά.
-Ότι κάνεις, μόνη σου να το κάνεις μη βασίζεσαι σε καμιά και σε κανέναν, μου έλεγε πάντα η μάνα Λίλι. Και αυτό το εμπέδωσα…Πόσοι και πόσοι δε με περιτριγύριζαν για να με «στηρίξουν» καθώς λέγανε. Όμως ακολούθησα αυστηρά τις οδηγίες της μάνας εκείνης.
Μάζεψα χρήμα πολύ μα και το κορμί μου είχε αρχίσει να αλλάζει. Είπα θα σταματήσω τη δουλειά έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσω….μέχρι που γεννήθηκε το μικρό μου αγγελούδι. Ένα πανέμορφο κοριτσάκι…η χαρά η μοναδική της ζωής μου…μεγάλωνε κι εγώ μαζί της ζούσα όλα όσα θα ήθελα μικρή να ζήσω… ερχόταν σε τούτο εδώ το σχολείο. Την έφερνα κάθε πρωϊ και περίμενα σε τούτο εδώ το παγκάκι που είμαστε τωρα να σχολάσει. Τί όμορφη ζωή…ώσπου μια μέρα ξέφυγε απ’ το χέρι μου κι επήγε να περάσει το απέναντι πεζοδρόμιο… ένα αυτοκίνητο που περνούσε με ιλλινγκιώδη ταχύτητα στάθηκε μοιραίο για τη ζωή της… και τη δική μου… δεν είχε πια νόημα να ζω…είχα χρήματα , καμιά υλική ανάγκη όμως δεν αποζητούσα…ήμουν πάντα σ’ εκείνο το δρόμο σκορπισμένη. Ζω μόνο, τις μέρες εκείνες που την είχα κοντά μου, στη μνήμη μου,,, κι έρχομαι εδώ κάθε πρωϊ προσμένοντάς να χτυπήσει το κουδούνι… το σχόλασμα κι ύστερα ανοίγω την άδεια αγκαλιά μου την κλείνω εκεί νοερά και φεύγουμε μαζί για το σπιτικό μας….
Δεν ήξερα τί να πω… της χάηδεψα μόνο τα μαλλιά κι εκείνη χαήδεψε για λίγο το μικρό σκυλί μου κι αμίλητη σηκώθηκε κι έφυγε….