ΥΠΟΘΕΣΗ
Η νεαρή μεταπτυχιακή φοιτήτρια, η Ιοκάστη,(Μενεξελιά) με τον αυθορμητισμό της έχει συγκινήσει τον καθηγητή της. Μετά από 20 χρόνια γάμου εκείνος την ερωτεύεται. Είναι το κορίτσι που συμπληρώνει κάθε επιθυμητό για έναν άνδρα…Κοινά ενδιαφέροντα, ομορφιά, νεανικότητα… Έτοιμος εκείνος να της μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του και την πείρα του έχοντας όμως και την επίγνωση του ανέφικτου…Η Ναταλία, η γυναίκα του, αστή, απόμακρη απ’ τα δικά του ενδιαφέροντα, όμως δεν έπαυε να είναι σύντροφος και συμπαραστάτις του απ’ τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια…η γυναίκα που στάθηκε δίπλα του σε όλες τις αντιξοότητες και τον στήριξε στις αναζητήσεις του… Ήταν αγάπη, αληθινή…ποτέ άλλη γυναίκα δεν τον είχε συγκινήσει κι αν είχαν περάσει στο διάβα του φοιτήτριες και συναδέλφισσες, όμορφες κι ενδιαφέρουσες….Ίσως ήταν η στιγμή…… Κι η Μενεξελιά, ένα κορίτσι όμορφο γεμάτο ζωντάνια, γοητεύτηκε απ’ τον καθηγητή και όλα πήραν το δρόμο τους… Η σχέση παράνομη αλλά έντονη κύλησε τις μέρες εκείνες στα Γιάννενα και συνεχίστηκε και με την επιστροφή τους στην Αθήνα. Έρωτας δυνατός. Για την Ιοκάστη είχε κάτι απ’ τον πατέρα που πρόσφατα είχε χάσει και για εκείνον απ’ την κόρη που ποτέ δεν απόκτησε…Το δέσιμο ισχυρό…με τον προβληματισμό για το μέλλον…. Επιθυμία και λαχτάρα και των δύο… Όμως λειτούργησε η λογική απ’ την πλευρά του καθηγητή….κι ο πόνος για την τύχη της Ναταλίας που του είχε αφιερώσει όλη τη ζωή της,…καθώς και ο κοινωνικός αντίκτυπος. .Η απόφασή του, να σταματήσει η σχέση καταρράκωσε την Ιοκάστη που αφέθηκε εκδηλώνοντας όλη της την ευαισθησία και το βάθος των αισθημάτων της…
‘ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ι ΑΦ. «Ιοκάστη …ωραία ως το ίον,» της είπε ο Μάριος Πιερίδης, ο καθηγητής κι εκείνη άρχισε να ονειρεύεται…όλη η στοργή που της έδειξε σ’ αυτό το μακρύ ταξίδι με τη ματιά του να φανερώνει κάτι βαθύτερο κάτι αληθινό και να αναζητά την ανάλογη ανταπόκριση την γοήτευσαν. Παρ’ ’ όλο που έδειχνε μια ανέμελη κοπέλα σύγχρονη κι έτοιμη για οποιαδήποτε περιπέτεια στο βάθος ήταν ένα κορίτσι συναισθηματικό, συνεσταλμένο χωρίς πολλές ερωτικές εμπειρίες… αφέθηκε στη γοητεία του καθηγητή της χωρίς αναστολές… η άνεσή της αυτή έφερε κι εκείνον κοντά της χωρίς να αναλογιστεί τα επακόλουθα. Τον μακροχρόνιο γάμο του με τη Ναταλία και τη διαφορά της ηλικίας του με την Ιοκάστη… ακόμα και τη σχέση καθηγητή -φοιτήτριας. Ήταν κι οι μενεξέδες που καρφωμένοι στερέωναν τη μενεξεδιά εσάρπα της, στο ίδιο χρώμα με τα μάτια της. Συγκυρίες και με το θέμα της ομιλίας του καθηγητή στην έδρα του στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων…ενεπλάκησαν κι οι μενεξέδες απ’ το Μπιζάνι με τ’¨ «άσματα τετραφωνίας και βαρκαρόλας» κι ο έρωτας εφούντωσε για τα καλά…
Μ – Έλα, έλα κοντά μου, της είπε, άνοιξε τις πύλες του κορμιού σου και κλείσε με.. έμβρυο γίνομαι πάλι κουλουριασμένο στη μήτρα σου.. καινούργιος να ξαναγεννηθώ μέσα από ζεστό και τρυφερό κόρφο που ξέρει να πλάθει δυνάμεις, τις δυνάμεις του σύμπαντος. Κράτα με να γίνω και πάλι λεύτερος, πέρα απ’ τις συμβάσεις κι ότι μου ψαλίδισε τα φτερά.. πνεύμα ανεξάρτητο ήμουν, λέξεις περίτεχνες στεφάνια έπλεκαν γύρω μου και στεφάνωναν το κορμί. Αγκάθια όμως σκληρά θανατηφόρα που τρύπωσαν σ’ αυτά ποτισμένα με φαρμάκι, μου έκαψαν τα σπλάχνα, με πυρπόλησαν.. κι όμως το γιατρικό σου – αντίδοτο – στρώμα αντοχής απλώνει γύρω μου κι η απαντοχή σου, ανοίγει δρόμους νέους, ασύνορους στο άπειρο να κυλήσουν.. Μέρα τ’ Απρίλη ξημέρωσε σαν όλες τις άλλες…με τη σκέψη και την ψυχή όμως δοσμένη σε μια αναμονή. Μια εγκαρτέρηση, πού να θυμάμαι πόσα χρόνια.. ένα φως άσβηστο που σιγόκαιγε λίγο-λίγο τα σπλάχνα… είχα πιστέψει στο αδόκητο, εκείνο το μακρινό «φερμένο απ’ αλλού», που όλο και ξεμάκραινε απ’ τις χούφτες μου σαν το νερό της πηγής που μάταια προσπαθείς να κλείσεις ανάμεσα στα δάχτυλα. Και έμεναν οι σταγόνες ελπίδας, που σιγά-σιγά ξεθώριαζαν, μα σαν ερχόταν η ανατολή του ήλιου ζωντάνευαν κι οι σταγόνες πάλι λαμπύριζαν. Μικρά διαμάντια καρφωμένα στο πέτο μου κοντά στο μέρος της καρδιάς που την τρυπούσαν κι αντανακλούσαν το κόκκινο, μικρά ματωμένα διαμάντια…
Ι – Ήρθες κοντά μου…Άη Γιώργης , μέρα της γιορτής του ήταν , καβαλάρης στ’ άσπρο τ’ άλογο. Ρόδισε ο ουρανός κι η λάμψη απλώθηκε μ’ ένα φως ανέσπερο στα σπλάχνα μου. Η γλάστρα στο παράθυρο έγινε μενεξελιά, τα μωβ λουλουδάκια σκάσανε απ’ το μπουμπούκι τους κι ένα ιώδες σύννεφο στην άκρη του ορίζοντα ξεπρόβαλε προσμένοντας το δειλινό.. Δε θέλω να νυχτώσει,… Η άκρη του σύννεφου ακόμα μοιάζει ροδί αχνό, που σιγά-σιγά γίνεται μαβιά , «ένα σαπφειρένιο μαβί» … Δες το! Άη Γιώργη του σύννεφου, καβαλάρη, τ’ άγγιξες με τη ρομφαία σου κι όλα γίναν Παράδεισος και Κόλαση. Σκορπούν γαλήνη μα και τ’ αδιόρατο πέπλο απλώνουν. Το διάφανο πέπλο της μοίρας. Μοίρα μου!!! Εκεί το φευγιό αναγράφεται… εκεί που χειμωνιάζουν τα βλέφαρα, μέσα από δάκρυα καταρράκτες!!! Μια Πέμπτη ήταν! Ποια; Ίσως δεν θα ‘χε σημασία…Για μένα ήταν ή Μεγάλη μιας επιθυμίας μακρινής.. τόσο μακρινής που ξεχάστηκε το πόσο. Στην ανατροπή της σκέψης. Στης σύμβασης τον τερματισμό.. τότε που η “άκρη η ξεφτισμένη της κλωστής” σύρθηκε αναμοχλεύοντας τις αλήθειες. Όσες τα κύτταρα αναμετρήσαν. Κάθε αλήθεια και μια άγρια χαρά κατάκτησης ζωής. Κάθε αλήθεια κι ανείπωτος πόνος. Σύρθηκαν όλα τα στοιχεία, εγωϊσμός, ύπαρξη, αξίες επίκτητες και μη, κυτταρικές ανάγκες, ένα κακοπλεγμένο κουβάρι, που ξετυλίχτηκε αργά-αργά. στο χρόνο. Τεντώθηκε η κλωστή χωρίς ποτέ να σπάσει.. κι ο ξύλινος Σταυρός ορθώθηκε……
.
.. ΑΦ -Έ…πού πας; Τ’ αγκάθια της ελευθερίας πληγώνουν, φώναζαν τα στοιχεία της φύσης…
– Φωτιά και τσεκούρι, η απάντηση, έτσι καταχτιέται η ελευθερία…
Βάζεις στον ώμο τον ξύλινο Σταυρό και προχωράς σε μια υπέρβαση…
Ελευθερία. .. να σε νιώθω “ελεύθερο” Άνθρωπε. Μέσα απ’ το φως σου θα ενστερνιστώ την Ανάσταση… ίσως τη γαλήνη μιας πολυπόθητης βαθύτερης ανάγκης. Ίσως νέο πέρασμα ζωής. Οι ήρωες πάντα μεθούν με το μπρούσκο της Ελευθερίας. Εκεί θα σε συναντήσω.. πάλι!!!
+
Μ – Ναι…Ελευθερία, ελευθερία…ψιθύρισε ο Μάριος
κι αμέσως η σκέψη του γύρισε στη ζωή που άφηνε πίσω…ζωή ολόκληρη από τα μαθητικά του χρόνια μαζί με εκείνην τη Ναταλία που τον αγαπούσε, ανυποψίαστη για όσα συνέβαιναν …έτσι κι αλλιώς έλεγε, ο άνδρας της δοσμένος στα βιβλία και στην πανεπιστημιακή του ζωή ήταν
– Ιοακάστη, πρέπει να δώσουμε ένα τέλος …της είπε… «η ζωή μου είναι αλλού»
ΑΦ…Η Ιοκάστη δέχτηκε στωϊκά την απόφασή του, δεν ήθελε να φανεί η θλίψη της σ’ εκείνον, τον αγαπούσε τόσο βαθιά ..που ήθελε εύκολη να του κάνει αυτήν την απόφασή του. Τον άφησε κι έφυγε με μια επιφανειακή ανεμελιά όμως σαν βρέθηκε μόνη της ξέσπασε σε θρήνο και σκέψεις
Ι – Έ…εσύ, μου φώναξε σήμερα ένα πουλί τιτιβίζοντας στο κλαδί που έγερνε στο μπαλκόνι μου. Το κοίταξα, τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα από σκέψεις, ελλείψεις και την αίσθηση ενός «τέλους», που δεν ήθελα ποτέ να με καταλάβει.. κι όμως μοιραία ήρθε, σφραγίστηκε με τη φράση «η ζωή είναι αλλού» κι έμεινα να θρηνώ από τότε…
-Έ…εσύ, επανέλαβε, σκύψε κι αφουγκράσου τον παλμό της ζωής…αφουγκράσου τον καλά… θα νιώσεις τότε στα κύτταρά σου την απεραντοσύνη της, είπε ο κιτρινολαίμης και πέταξε γι άλλες γειτονιές.
Ι – Tα λόγια του με γήτεψαν. Έμεινα αποσβολωμένη κι άρχισα να διώχνω τα δάκρυα και όλα τα αρνητικά που είχαν σταθεί στην καρδιά κι είχαν εγκλωβίσει τη σκέψη μου.. να γκρεμίσω τα όρια ήθελα που στενεύαν τη ζωή μου και να κοιτώ πέρα απ’ τον ορίζοντα.. Ο ήλιος κρυμμένος ήταν μέσα σε αχνά φθινοπωριάτικα πέπλα, όμως οι αντανακλάσεις απ’ το χρυσαφί των ακτίνων του, σχημάτιζαν χίλιες δυο υποσχέσεις, μικρά όνειρα , ομορφιές καινούργιες, ακόμα και λίγους στίχους ποιημάτων, να ξορκίζουν τη θλίψη από χέρια σφιγμένα μη φανούν οι πληγές στις παλάμες. Κοιτούσα μια τα σχήματα των τελευταίων ανοιξιάτικων αισθημάτων και μια των προθέσεων της ζωής. Μοιραίος ο ισολογισμός. Κέρδη και ζημίες, όπως λέγαμε κάποτε.. κοίταξα πάλι τις άδειες παλάμες μου, σημάδια απ’ τις χαρακιές αιμορραγούν ακόμα, μα Πατρίδες ανάγκης ξεπρόβαλαν τότε και σύνορα…είδα το βλέμμα του ν’ αναζητά σταθμούς, στης συνήθειας τόπους. Για γαλήνη; Για αγάπη ή για μια κιβωτό ασφαλείας;
ΑΦ-Τα σύνορα όμως, είχαν αρχίσει σιγά-σιγά να γκρεμίζονται…οι άνθρωποι να εξαδελφώνονται, ελεύθεροι να κυλούν ψάχνοντας για πατρίδες ανάγκης αρχικά, χώμα να σταθούν να ριζώσουν κι ύστερα να απλωθούν, ίσως και να γκρεμίσουν συνήθειες, αποκτήματα άδεια, που ορθώνουνε σύνορα κι επιζητούν κιβωτούς ασφαλείας. Κι ο ουρανός, ένα ολόκληρο πανό με χαραγμένα ανεξίτηλα γράμματα απ’ τη χρυσή αχτίνα του ήλιου να γράφει: “Ένα σύνορο μόνο υπάρχει… της ζωής και του θανάτου.” Ασύνορη στάθηκε τότε η ζωή να ξορκίσει το θάνατο. Ο κιτρινολαίμης άρχισε πάλι το τραγούδι. Οι αισθήσεις ζωντάνεψαν, άφησαν πίσω πικρίες και λέξεις σκληρές που άνοιξαν πληγές και με νότες μελωδικές το ταξίδι να συνεχίζεται.. κι ένα παρτέρι «μενεξέδες» εφήμερης ομορφιάς πάλι ν’ ανθίζει….
M-Ανατροπή! Ανατροπή! Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια, ψιθύρισε ο Μάριος…όμως πώς τέτοια αγάπη ν’ αφήσω… τον έρωτα που μου ξύπνησε αυτή η κοπέλα. Oι ισορροπίες μου χάθηκαν κι ένας χειμώνας ανοίγεται μπροστά μου…
Πικρά τα φιλιά,
σαν τα κεράσια τ’ άγουρα
ο πόνος φαρμακώνει..
κι αυτός ο μάγος έρωτας
το άπειρο πλανεύει.
Σκλαβιά η ζωή
κι η ελευθερία μέσα μας.
Στέκω βράχος ακλόνητος
Μα σε άμμο κινούμενη
απ’ τις συμβάσεις.
Οι φωλιές των περιστεριών
σκεπάζονται
κι αυτά τινάζουν τα φτερά τους
σε όνειρα υγρά ….#
Ι-Λες κι άκουσα τις σκέψεις του, τις ένιωσα βαθιά, σαν να ‘ταν λόγια βγαλμένα από στόμα ποιητών. …Κι .επίκληση βαθιά έκανα.. και το φεγγάρι ξεκρεμάστηκε κι έπεσε στα πόδια μου. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Σκαρφάλωσα τότε στην άκρη του ορίζοντα. Ένα ροζ σύννεφο γεμάτο ηδονές απ’ το ηλιοβασίλεμα με φόρτωσε επάνω στη ράχη του και χαθήκαμε στην άκρη του ουρανού……
Βάλαμε κι από λέξεις όμορφο περιτύλιγμα στις σκέψεις, φανταχτερό, κομψό, περίτεχνο, να σκεπάσει τις απουσίες να κρύψει τα παραμύθια αυτά που λίγα χρόνια τώρα μες τη φαντασία μας φτιάξαμε.. μόνο η φαντασία τα ομόρφαινε κι αυτά προβάλλονταν στο γυαλί, μοναχικά, γίνονταν θρύλος, καημός κι άφησαν το δάκρυ να χαρακώνει μάγουλα, κύκλους μαύρους να χαράζει και τα όνειρα, τόσα όνειρα, καρφιτσωμένα στο χαρταετό που αφήνουμε την Καθαρή Δευτέρα να πετάξει από πάνω μας μακριά – μακριά σ’ άλλους ουρανούς, σ’ άλλο πλανητικό σύστημα.. εκεί στ’ αστέρια, αυτά που ξεκρεμάσαμε και μας τα φόρεσαν στα μαλλιά, και μ’ αυτά πορευτήκαμε, εμείς οι νεραϊδοχτυπημένες και ζήσαμε για ν’ αγναντέψουμε τον ήλιο ν’ ανατέλλει….κι αυτός σαν ήλιος εδώ δίπλα μου να με διαπερνά η ματιά του και να γευόμαστε την ομορφιά του ανέλπιστου στου αδοκίμαστου τον πόθο…
…ψιθύρισε η Ιοκάστη …
ΑΦ – Ανατροπή ζωής…σκέφτηκε πάλι ο Μάριος κι ο νους του έτρεξε στη γυναίκα του τη Ναταλία που τον περίμενε προετοιμάζοντας δεξιώσεις για να τον ευχαριστήσει…μα περισσότερο να φανεί η ίδια…εντυπωσιακή στο συναδελφικό περιβάλλον του συζύγου …έτσι ήταν εκείνη…με την κοσμική της έκφραση..
M – Ας πιστέψουμε πως έτυχε, συνέχισε… Αν και «σπάνιο το τυχαίο να φεγγοβολήσει», τώρα έριξε φως. Σε ρωγμές δικές μου, ρωγμές άνυδρες απ’ το χρόνο.. Να όμως που έμαθα να συμβιώνω με σκιές που έμειναν εκεί, έγιναν λέξεις, άμυνα στη δική μου απόγνωση,
σιγομουρμούρισε και κοίταξε πάλι στα μάτια τη Μενεξελιά του, στη νέα και τελευταία τους συνάντηση…
Μ – Σε κοιτώ…αφημένος εκεί, της λέει. Θα σε προσμένω όμως ακόμα και στη σιωπή και στις λέξεις να νιώθω το εφήμερο πάλι που ώρα την ώρα αποκαλύπτει την πορεία του. Πλησιάζει το τέλος. Φοβάμαι πως αυτή η μενεξελιά απόχρωση θα χάσει τη λάμψη της. Ο χρόνος βλέπεις με κυνηγάει αμείλικτος…Κι εγώ θα φύγω μακριά… Για σένα η ζωή τώρα πλαταίνει….της σιγοψιθύρισε φιλώντας τα χείλη της για τελευταία φορά.
-Ξεκομμένος σε μια απόσταση από σένα, συνεχίζει ο Μάριος, θα προχωρήσω αδιάφορα στο δρόμο μου. Το φως δυνατό, εκείνο που ακτινοβολούσε, μ’ αυτό θα πορευτώ. Τα βήματα δειλά. Οι παράπλευροι δρόμοι είναι δύσβατοι. Στενοί πάντα, γεμάτοι αγριόχορτα από συμβάσεις. Πληγώνουν στο κάθε πέρασμα. Τα πόδια ματώνουν κι εκεί αναρωτιέσαι, αν ζεις Το φως στη μνήμη θα βοηθά λίγο για το πέρασμά μου.. κι ο δρόμος αυτός ο δικός μας παύει να με κρατά, με σπρώχνει στον παράπλευρο με λίγο φως για συντροφιά να ζωντανεύει τις μνήμες. Ο δρόμος αυτός κυλάει ανοιχτός με σχήματα απαστράπτοντα, που ένιωσα από σένα και πως να τα παραβγώ, γεμάτος με τις επιδιορθώσεις του χρόνου κουβαλώντας όμως της πείρας τα σακιά, γεμάτα.. τι να μετρήσουν όλα αυτά… αφού δεν θα ‘χω εσένα… και μήπως θα προσφέρουνε διέξοδο; Τίποτα μηδέν στο μηδέν. Θα μείνουν στο χαρτί μόνο οι λέξεις. Θα στολίζουνε την έλλειψή σου για χρόνια. Εδώ καθισμένος ακόμα στην πρώτη ελπίδα… που ήρθε, στιγμή ήταν, κι ύστερα μ’ έβαλε σε δρόμους παράπλευρα. Τώρα; Τα είπα όλα. Στέκω στο τίποτα. Παράπλευρα. Ίσως κάποτε σε ξαναδώ.. ίσως κάτι από μένα, ένα κάτι, αναζητήσεις. Θα είμαι εδώ. Παράπλευρα.. θα ζήσω εδώ, .στη μοναξιά του μηδέν.. κρατώντας την εικόνα σου. Ένα νέο πρόσωπο θα το κρατήσω για μένα, θα του δίνω ζωή μέσα από τις λέξεις σε μια άλλη διάσταση. Ψάχνω. Αναζητώ. Παρακαλώ. Έτσι θα φύγω από το δικό σου φωτεινό δρόμο. ..
ΑΦ-Πιεσμένη εκείνη απ’ την ένταση που της προκάλεσε η αίσθηση του χωρισμού, έβγαλε λόγια πικρά
Ι-Ξέρεις πoιός είναι ο καημός; Του απάντησε η Ιοκάστη….Όχι εκείνος που πρόβαλλε από την αίσθηση μιας άλλης παρουσίας, έτσι κι αλλιώς, αγάπη μου, αλλού ήσουν δοσμένος… Κι ύστερα.. ξέρω καλά και το πιστεύω.. κανείς δεν είναι κτήμα κανενός. Όμως κρατούσα σφιχτά ένα όνειρο … απ’ τη δική μου ουτοπία ίσως, που είχε ζωντανέψει μες στο παρτέρι με τους μενεξέδες μου, ερχόσουν και τους πότιζες που και που.. θυμάσαι; Kαι σου ‘λεγα κάθε φορά γελώντας, πως δε σβήνουν τα όνειρα ..και συ κοιτούσες το μαβί λουλουδένιο σύννεφο γητεμένος, κι έλεγες, πως αυτή είναι η ομορφιά του εφήμερου.. το βλέμμα σου πλανιότανε ψηλά τότε, κι ακολουθούσες διψασμένος το ταξίδι των γλάρων.. κι έφευγες μαζί τους, κι εγώ περίμενα, περίμενα… φόρτωνα στα φτερά τους το όνειρο με την προσδοκία μιας νέας άνοιξης, ν’ ανθίσουνε οι μενεξέδες μου…«Πηγαίνεις σύ … Εγώ έκπεσµένο αλαργινό αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω» …. τα λόγια του ποιητή Σκαρίμπα, έλεγα πάντα, μα ήξερα καλά πως τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει, κι έμενα εκεί στην ανοιξιάτικη ρέμβη μου να ξεγελώ χειμώνες.. και το σκοτάδι, που τα βράδια τέλμα έδινε στην πνοή μου. Και όταν σου είπα.. φοβάμαι το σκοτάδι…κράτα με.. ήταν γιατί σ’ έβλεπα σαν ένα φως που μ’ έκανε να προσπερνώ το σκοτεινό τούνελ… με το χαμόγελο πως τάχα υπάρχω και πόσο ανάγκη το είχα…. να! …ζωντάνευαν κι οι μενεξέδες μου κι όλα τα λουλούδια γύρω μου, το άρωμά τους κύματα άνοιγε πέρα…. Και δε με πόνεσε εκείνος ο καημός, όσο η δική σου ανατροπή. Η μελωδία η γλυκιά που κύλαγε στις φλέβες μου απ’ τον απόηχο της φωνής σου και ξύπναγε τις αλήθειες μας, σιγά-σιγά ξεμάκραινε…θυμάσαι σαν πρωτογνωριστήκαμε ρώτησες τ’ όνομά μου και σου είπα, Ιοκάστη με λένε, ωραία σαν τα Ία, μου λες, με μια γλυκιά ταραχή που την ένιωσα κι εγώ κι ακόμα τη νιώθω σαν σε κοιτώ, τώρα με τον καιρό όλα αλλάζουν… κάτι σαν φόβο, διέκρινα στο βλέμμα σου που ήθελε να σκεπάσει αλήθειες κι άρχισαν να μαραίνονται κι οι μενεξέδες… γιατί; .Επειδή άγγιξα τόσες φορές το βαθύ ποτάμι μέσα σου που ξεχύνονταν ορμητικά τα νερά πότε διάφανα και πότε σκοτεινά και ξέβρασαν καταρράκτες και στο δικό μου κορμί και στα δικά μου δάκτυλα; Φοβήθηκες ακόμα και για κείνο το «παιδί» σου που κάθε φορά ξαναγεννούσα; Mη μείνει μόνο του και πρόλαβες αλλού να το δώσεις, για υιοθεσία; Ίσως…ίσως εκεί το κανακέψουν…του δώσουνε όνομα και πατρίδα, ζωντάνια κι ελπίδες για το αύριο, αυτά που ήμουν ανήμπορη εγώ να του προσφέρω.. Κι ύστερα ο φόβος αυτός προκάλεσε και δικές σου αντιδράσεις σαν απειλή. Τα δικά σου «γιατί», χαράξανε μέσα μου πληγές, που χαράκωναν μέρα τη μέρα τη γαλήνη της ρέμβης μου.. κι είπα.. πληγές είναι θα γιατρευτούν αρκεί η φωνή σου πάλι τα όνειρα να μου αναδεύει κι εκείνο το άλλο παιδί, μέσα μου, ξανά να ζωντανεύει.. κι ήξερα, πως τις πληγές, σου τις κάνουν όσοι σου αγγίζουν την ψυχή ή αγγίζονται από εσένα και γελούσα πάλι και χαιρόταν και το παιδί, έπαιζε με τα παιχνίδια του, τις λέξεις και τα όνειρα.. μα και κάθε φορά που το παιδί της υιοθεσίας ερχόταν, βουτούσε στις πληγές μου, χαιρόταν μαζί μου κι ύστερα με σκάλιζε ακόμα πιο βαθιά…μη με φιλάς.. μη με κοιτάς …μου κρύβεις το φως, τον αέρα που αναπνέω μου στερείς… μου κλέβεις τα παιχνίδια μου, έλεγε κι ενώ εγώ βρισκόμουν σε αδιέξοδο απομονωμένη και περίμενα να δώσω, ότι είχα, λίγες μόνο ανάσες, ναι.. αυτό θα ζωντάνευε και μένα και κείνο, έκανες πέρα, σαν να μη με είδες ποτέ.. σαν μια ξένη να ήμουν. Δεν σε εμπιστεύομαι, είπες.. κι άρχισες να απομακρύνεις οριστικά το παιδί κόβοντας τον ομφάλιο λώρο. Η μητριά στημένη στη γωνία το περίμενε. Κρυφά της το ‘δωσες…για τα προσχήματα και μόνο να μην το δω εγώ στα χέρια της.. άραγε για να μην πονέσω; Ποιος ξέρει; Ίσως… Δε με πονάει που είσαι αλλού.. τ’ ακούς αγάπη μου;. Για το παιδί εκείνο μόνο νοιάζομαι μην κακοπέσει πάλι…κι ας έγινε η καρδιά μου σαν τη νύχτα σκοτεινή, που έκοψε τον καιρό στα δυο, μια ξενιτιά μες τη σιωπή που καρτερεί τον κόρφο της μ’ αστέρια να γεμίσει… κι οι μενεξέδες μου…ν’ ανθίσουν πάλι…
ΑΦ * Η ψυχή της Ιοκάστης ήταν τόσο συμπιεσμένη που μόνο δάκρυα έβγαιναν και λόγια σκληρά. Δυο ολόκληρα μερόνυχτα μάτι δεν έκλεισε. Ότι εισέπραξαν, αυτά προσφέρουν οι άλλοι, σκεφτόταν… ζητάει ανταλλάγματα.. αλλά η σιωπή τη σκοτώνει την ευτελίζει τη σκεπάζει με ένα «μενεξε46δί» πέπλο κι εκεί την αφήνει σε όλες τις αποχρώσεις του μωβ.. μέσα στη γυάλινη σφαίρα. Ανέκφραστη.. ολιγόλεπτη μόνο η παρουσία της.. μετά…ένα τίποτα… Και πάλι να βγαίνει και να χαρίζεται στης ανάγκης την επίκληση. Και το χειρότερο να αφήνεται σα μαντήλι να σκουπίζει τα δάκρυά του.. να τον απελευθερώνει από τον πόνο και τις εντάσεις κι ύστερα πεσμένη στο πάτωμα να σέρνεται με ανοιχτές πληγές…
- Έλεος!!! Έλεος πια! Είπε απελπισμένη…
Μ-Θυμάμαι, σε μια χώρα μακρινή.. ήταν τότε, που άλλαξα ημισφαίριο για να δω την άλλη πλευρά της ζωής…σάμπως ν’ αλλάζει πλευρά η ζωή…..σαν διέσχιζα εκείνο το δρόμο τον ατέλειωτο, θυμάμαι, τη φαντασία μου να πλέκει σκιά άγνωστη με τη δική σου μορφή, να στέκεται ακαθόριστη αμετάκλητα πλάι μου και να μ’ ακολουθεί σε μέρες μελλούμενες. Κι η λεωφόρος κυλούσε ατέρμονη..
Ι- Ήσουν σπέρμα όμως τότε βαλμένο στο κορμί μου κι ήρθε η ώρα σου με τη χρυσή βροχή του Δία ν’ αντρειωθείς μέσα μου…
Μ- σε περίμενα, πως σε περίμενα.. στο αδιάφορο κύλισμα της ζωής μου τα κύτταρά μου να ζωντανέψεις στου αδοκίμαστου τον τόπο. Σε μια άκρη παράτολμα στέκω, γκρεμός από κάτω μου, απλώνω τα χέρια στο αέρα να κρατηθούν απ’ τα σύννεφα και σύ εκεί να αιωρείσαι με κινήσεις χορευτικές σ’ ακούσματα του Μπιζέ να με παρασέρνεις σ’ ένα σπανιόλικο χορό με κινήσεις δυναμικές, ρυθμικές .ήσουν. μια Κάρμεν.. ναι.. με καίει η φλόγα μέσα μου.. νιώσε το, ένα πουλί φτερουγίζει στα στήθη μου κι όλοι χειροκροτούν τον torero… αδάμαστη η φύση του έρωτα « ζήτω.. ζήτω ο ταυρομάχος» όλοι αναφωνούν κι εγώ στη σαγήνη αφέθηκα βίαια να κυλώ ανάμεσά, σ’ ένα Hose κι έναν torrero, διπλός ο ρόλος μου,.. ξέφρενος ο χορός σου, στα βήματα του ανομολόγητου, στην κόψη του ξυραφιού, με του χορού το πάθος και τίποτα να μην μπορεί να με συγκρατήσει.. έρμαιο στης ζήλειας τ’ απόκρυφα μονοπάτια κι εσύ να πατάς δυνατά, σκληρά με άγριο πείσμα στην πέτρα της άκρης του απόκρημνου δρόμου να ματώνουν τα πόδια σου κι η μουσική τυφλά, ερωτικά να παρασέρνει και μένα… κράτα με.. κράτα με..
ΑΦ..*Διογκωμένες οι κόρες των ματιών του βυθίζονται απελπισμένα στο σκοτεινό βλέμμα της. Δαγκάνες της τρέλας τον τραβούν σ’ ένα τέλος… άβυσσος το άπλωμα της ψυχής, ασύνορο… πλανεύτρα είναι.. τον τραβάει, με ιλιγγιώδη ταχύτητα.. σαν σ’ εκείνον τον δρόμο τότε… ματώνει.. .
Μ- κράτα με.. κράτα με…
ΑΦ. Βράδυ ήταν.. ώρα περασμένη σκιές ακολουθούσαν βήματα ανασφαλή. Σκιές ζωντανές που χάραξαν τη σκέψη , τρύπωσαν στης καρδιάς τα άδυτα, τρυπήσαν το κορμί ως το κόκκαλο βαθιά μέχρι το μεδούλι κι άφησαν πληγές ανείπωτα να χάσκουν, να παγώνουν στον κρύο αέρα. Αιμορραγούν οι πληγές, τις μολύνει τ’ αγιάζι, κι απλώνει εκείνη το χέρι της ζητιανιάς για λίγη συμπόνοια. Χάρτινη πλάι της η σιωπή ανίκανη να γιατρέψει, ανήμπορη να σταθεί. Με άλματα νοσηρά σε άλλους ουρανούς την αφήνει έρμαιο της πύρινης σκιάς που ακολουθεί με κάλπικα βήματα, μα κι αυτή συνεχώς να της ξεφεύγει .. «δεν αγγίζονται οι σκιές» της φωνάζει με τη βαθιά φωνή της.. κι ανατριχιάζει σ’ αυτό το μακρινό άκουσμα που την έδιωξε ΄τότε και της είπε .. «θα πάω εκεί, στης συνήθειας τον κήπο», σαν κήπος με ροδόνες, φάνταζε στη σκέψη της… Κι εκείνη κοιτά το δικό της τον κήπο σαν με ξερόκλαδα αφημένο. Και τί να δώσει… ποιος εκεί να σταθεί. .. Ένας παράδεισος ξεχασμένος.. μόνο οι μενεξέδες και κάτι αγριολούλουδα απόμειναν που αντέχουνε στην προσμονή, μουρμούρισε και χαμογέλασε κι ύστερα κρύφτηκε στο σκοτάδι. Να όμως που έμαθε να συμβιώνει με σκιές που έμειναν εκεί, έγιναν λέξεις, άμυνα στη δική της απόγνωση, που τις σβήνει, τις γράφει, τις ξαναγράφει. Ένας «κάμπος αμέτρητος» που βλάστησε απ’ τα δάκρυα που δεν άφηνε να κυλήσουν. Λουλούδια, αγριολούλουδα φυτρώσανε παντού. Και τόσοι μενεξέδες .. που ξέχασε και τ’ όνομά της… έγινε η «Μενεξελιά» και της χαρίστηκε για λίγο η αίσθηση απ’ το φως. Εκείνη που κράτησε τις μέρες της, στερέωσε τη μάσκα της και θεατρικά πορεύτηκε στις παραστάσεις. Το φως που άφησε πίσω απ’ τα μάτια φώτισε γύρω της. Οι λέξεις μόνο κρύφτηκαν στα φυλλοκάρδια στρυμωγμένες, ανελεύθερες. . Και ποιος να τις δει.….φωνή λεύτερη ίσως ακουστεί, κόντρα στο θάνατο που την περικυκλώνει. Και τρέχει…τρέχει… την κυνηγάει ο χρόνος…μάλλον η ίδια η ζωή…κι όλα αλλάζουν χρώμα…γίνονται μωβ. …μετά γκρι, μαύρα… γιατί δεν μπόρεσε να κρατηθεί απ’ την αγάπη. Ήταν μια λάμψη από φως.. Άγγιξε το νου έγινε σκέψη, έγινε ανάγκη κι η στιγμή φοβήθηκε να την κοιτάξει στα μάτια, μαντεύοντας την άρνηση, άφησε μόνο τη λάμψη να πλανιέται κι αυτή σχημάτισε λέξεις πολλές, όμως μοναχικές αφέθηκαν κάτω απ’ το ωραίο ένδυμα.. το φόρεσε … ρούχο είναι, είπε και προχωρά.. ανοίγουν νέα μάτια που σκάβουν βαθιά τα συναισθήματα κι αυτά αιμορραγούν στην προσμονή τους. .. χρόνια τώρα…αφήνουν μόνο δάκρυα κι ένα κενό που γεμίζει μ’ αδιάφορα αντικείμενα…κι έναν αόρατο φόβο. Ο φόβος γίνεται αποστροφή, απόσταση, φυγή σε χίλια δυο άλλα πράγματα…και εκείνη μένει και επιμένει…σ’ εκείνη τη φυγή.., αφήνεται σ’ ένα ολοκαύτωμα, σώματος και ψυχής…και βλέπει λίγο-λίγο, μέρα τη μέρα την αναχώρηση του θεού απ’ το ανθρώπινο σώμα… και τόσοι μενεξέδες…
Ι- Μα οι μενεξέδες, εφήμερη ομορφιά, ανθίζουν το πρωί το βράδυ αποκοιμισμένοι σαν αμαρτία κυλιόνται στο χώμα. Θάφτηκαν μ’ ανομολόγητα μυστικά κι ας ζωντανεύουν στο γήτεμα της μέρας, χρυσή βροχή του εφήμερου, της «χίμαιρας τραγούδι». Της χίμαιρας των αστεριών σ’ ένα ανείπωτο τέλος…μονολογεί η Ιοκάστη…Και συνεχίζει.
Γράφω την τελευταία μου σελίδα. Αυτήν για σένα. Με μια πικρή γεύση από λόγια που θέλησαν σ’ ένα περιθώριο να μ’ εγκαταστήσουν.. εκεί μόνο με ένιωσες.. για εκεί με προόριζες; Ένα αδειανό πουκάμισο; Αγνόησες αισθήματα βαθιά που κλείνουν τις αισθήσεις; Αγνόησες τα αιμάτινα δάκρυα που μέρα τη μέρα πλήθαιναν; Με κράτησες μονάχα σαν αίσθηση αδειανή ενώ δοσμένος σ’ άλλες βαθύτερες ανάγκες ήσουν. Κι εγώ τώρα πορεύομαι χωρίς ψυχή γύρω απ’ αγαπημένους μη νιώσουν όσα κλείστηκαν ερμητικά πίσω απ’ τα μάτια μου, πίσω απ’ τα φυλλοκάρδια. Σ’ ένα κλίμα αδράνειας περιφέρομαι, οι αντοχές στερέψανε κι άδεια, αδιάφορα κάνω κύκλους γύρω μου ανέλπιδα σε μιας αξόδευτης αγάπης το κιγκλείδωμα, ανέγγιχτης κι αλίμονο αδειασμένης μέσα στην ίδια πάλι την απαρχή της με στόχο να κλειστεί να χαθεί να εξαφανιστεί.
.. -Θυμάσαι; Ήταν τότε που αρχίσαμε ένα τραγούδι. Ακόμα τραγουδώ με τον αντίλαλό του. Μακρινός είναι αυτός ο ήχος, λες και βγαίνει απ’ τα έγκατα της γης. Λες κι υμνολογεί τον Άδωνι. Μάλλον εκείνον θρηνεί…σας χαιρετώ!!!!
«Δαιμονισμένα στοιχειά του έρωτα, « ακαταλόγιστα πάθια»
Τώρα γυροφέρνει ο θάνατος προ των πυλών… Γεύση στιφή από σκοτάδι κι ερημιά.. χειμώνιασε στην καρδιά μου, χωρίς ίχνος ελπίδας, πάγωσαν οι αισθήσεις.. κι ο νους τρέχει σε ώρες και σε στιγμές. Ήμουν πάντα εκεί φύλακας της δυσκολίας σου, της μοναξιάς σου, αποδέκτης ελλείψεων κι αγανάκτησης, αποδέκτης του πόνου σου και κάθε θλίψης σου…τώρα είμαι μακριά το βλέπω το ψυχανεμίζομαι… ναι ανήκεις αλλού.. δεν μου το έλεγες όμως, τότε, απλά σιωπούσες.. δεν ξέρω πια τίποτα για σένα.. αόρατη η κλωστή που σε δένει με τί; Ευγενικά και τυπικά είσαι εκεί μου μιλάς με αποδέχεσαι συνύπαρξη μόνο μικρής επικοινωνίας. Λίγες λέξεις τυπικές, μια απλή παρουσία που την επιβάλλουν οι συνθήκες κι ένα χάος ανάμεσα. Δεν έχει έννοια πια. Καλύτερα ο θάνατος… καλύτερα. Μήπως μια άλλη ζωή προηγούμενη γυρίσει ξανά.. Καλύτερα ο θάνατος παρά οι πληγές οι καθημερινές… που δεν αφήνουν περιθώρια ανάσας. Κι οι ανάσες πνιγήκαν σ’ ένα βάλτο. Μέσα στον κυνισμό των χαρακτηρισμών σου για την άλλη αγάπη, για ένα παρελθόν, πολλές στιγμές σου.. Ένιωσα τις ανάσες μου να εξαερίζονται, ποτέ λες δεν υπήρχαν για σένα.. κι όμως σε κράτησα σου έδωσα ψυχή…’ίσως ήταν λίγη.. ίσως κάτι άλλο ζητούσες να πάρεις Τώρα ο πόνος ξεφεύγει από κείνον τον άλλον που οι πηγές δακρύων άπειρες λέξεις ξυπνήσαν.. τώρα ο πόνος, είναι μαχαίρι που αν και αλύπητα τρυπά… δε μερώνει το θηρίο μέσα μου αυτό που εγκαταστάθηκε ζητώντας έλεος… Όλα υποκύπτουν στο θάνατο. Μόνο πόνος, τίποτα άλλο δε μένει…..
Μ- Θρύψαλα όλα, αναλογίζομαι, σε μια εικονική πραγματικότητα; Ίσως… Πόσο με κράτησε το σχοινί της ισορροπίας; Ανάμεσα σε δύο άνισα επίπεδα, θέλησα να κρατηθώ, και πως να το καταφέρω με το ένα πόδι αιωρούμενο στης ατέρμονης αίσθησης τις ανάσες.. και σ’ ένα καρφί να κρεμάω τον πόνο. Όμως ελευθερία γέμισαν τα κύτταρά μου με τη νέα απόφαση μέσα απ’ τη σκόνη του χρόνου…
ΑΦ.-Όμως είναι κάποιες στιγμές που εκείνη νιώθει πως είναι ωραία η ζωή. Ναι είναι ωραία η ζωή, το διαπίστωσε. Βλέπει ν’ ανθίζει το κυκλάμινο, τις αχτίνες του ήλιου να χρυσίζουν στα μαλλιά της που ανεμίζουν.. Μα και κάτι νύχτες ξαγρύπνιας ν’ αναζητά είδωλα σε καθρέφτες …να γίνεται χάρτινη, μια εικόνα φευγαλέα, που όμως πονάει γιατί αφήνει ένα βαθύ αποτύπωμα στο μέρος της καρδιάς… όμως σαν ξημερώνει ο ήλιος και πάλι έρχεται με τις λαμπρές ακτίνες του και φωνάζει, «η ζωή είναι ωραία και πάψε να πονάς» το παίρνει απόφαση και «όχι δεν θα πονέσω» ..λέει…μα μια τρύπα χάσκει εδώ στο μέρος της καρδιάς…όμως και μια ακτίνα από φως πάλι, το φως το δικό του που διαθλάται, σκορπίζει παντού και φωνάζει…ναι…είναι ωραία η ζωή!
.Και τώρα πρέπει ν’ αφήνει να φαίνεται μόνο μια βιτρίνα της ανθρώπινης γυναικείας παρουσίας… που η ουσία της συρρικνώθηκε κάτω από την αδιάφορη στάση αυτού που πρόσμενε να αγγίξει… μόνο ένα άγγιγμα περίμενε και το φως θα κρατούσε ζωντανή την εσωτερική της εικόνα. Εικόνα γεμάτη ζωή, χαρά δόσιμο παντοτινό… τώρα όμως διαγράφεται ένα τέλος με χαραγμένα γράμματα…
Ι-Τώρα στυλώνω το γυμνό μάτι μου στον ουρανό χωρίς ελπίδα με μια πέτρα δεμένη στα δάκρυα που τυλίγουν την καρδιά μες το σύννεφο… «ποτέ ξανά»…δεν το ‘πες, απλά το έγραψαν τα μάτια σου πνίγοντας τις λέξεις από φόβο μην προδώσουν αδυναμίες…κι έκανες στροφή κι απομακρύνθηκες… θαρρείς πως δεν το ‘νιωσα; Ο χρόνος σε πρόδωσε κι η ανασφάλεια δεμένη στη ρωγμή του…ποτέ λοιπόν…κι αναλογίστηκα τότε.. που μ’ απομάκρυνες μ’ ένα αόρατο χαστούκι και σου αντιγύρισε λέξεις μαχαίρια…γιατί; Τότε πόνεσα μα ήταν απ’ αγάπη…ναι το είδα καθαρά μετά…τώρα όμως; Η αγάπη έσβησε; Έτσι ήσυχα χωρίς καμιά δικαιολογία ή εξήγηση; Έτσι ξεχάστηκε η κατάδυση τόσες φορές στο μαγικό σου βυθό με όχημα τις ανάσες σαν ο ήχος της φωνής σου με άρπαζε; Μ’ αφήνεις να πω πως όλα έγιναν έτσι απλά… μα τι ήσουν; Ο μεταπράτης των συναισθημάτων;
Σαν το αγκυροβολημένο φορτηγό, φορτωμένη την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών, περιμένω, γεμάτη από την απουσία σου μαζί με τα περιστέρια που σκορπίζονται γύρω μου στο πλακόστρωτο, με το ράμφος βαρύ απ’ την αναζήτηση της παρουσίας σου… κι έτσι σ’ αυτή τη θέση θα μπορώ να μετρώ τις ελλείψεις μου, στου χειμώνα το έμπα, σαν σκοτώνει ζεστά καλοκαίρια…
Και να ψάχνω τα μέσα μου βαθιά να σκαλίζω έναν πόνο που ζητάει παρακαλετά την αδιαφορία μου, που αγγίζει ίχνη από μίσος…μίσος; Ποτέ δεν το ‘νιωσα ποτέ και για κανέναν… κι ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη…είναι δυνατόν να μεταλλάχτηκε; Aναρρωτιέμαι… Ήταν εκείνη η βαθιά ανάγκη επιβίωσης, ανάγκη απαλλαγής από αισθήματα που σε πεθαίνουν…μα όχι, δεν θέλησα ποτέ να τα βγάλω από μέσα μου, αποδέχτηκα τη μοναξιά τους κι έτσι προχωρώ τη ζωή μου. Aρκούσε ένα σχεδόν τίποτα, ένα μικρό χαμόγελο…μα η πίκρα της μοναχικής αίσθησης γινόταν εγωϊσμός, ζήλεια, αφόρητο πλάκωμα της καρδιάς…ως πότε, είπα, μια τέτοια τυραννία…κι είχα ποθήσει κάποιες στιγμές μέσα σ’ ένα αβέβαιο όνειρο, λίγα γραμμάρια ευτυχίας…μα τα όνειρα εκδικούνται σιγά-σιγά μέσα από τη συνοχή των κρυφών νοημάτων που οδηγεί στο μηδέν και στο τίποτα.
Μ- Πώς να ’ναι εύκολο κι εγώ να εκφραστώ για ότι μου συμβαίνει. Πώς να ’ναι εύκολο να μιλήσω για το αδιάφορο της ζωής μου, εκείνο που η παρουσία σου ζωντάνεψε; Διοχέτευσε μια φλόγα μες τις φλέβες μου, που φέρνει ανατροπές. Και όλα αλλάξαν. Ο χορός, οι χορευτές, τα σκηνικά.. βλέπεις, τα ‘σαγόνια του χρόνου‘ στάθηκαν συνεργοί. Ακινητοποιήθηκαν κι η αγάπη άδολη, πρωτόγνωρη στάθηκε εκεί. – Σε εμπιστεύομαι αγάπη, σου είπα κι έγινες οδηγός της ζωής μου. Δέχτηκα το κάθε τι που πρόβαλε από σένα, άκριτα. Κι όλα γύρω μου γίνονταν αποδεκτά μ’ ένα χαμόγελο. Κι εγώ , αφηνόμουν μη μπορώντας ν’ αλλάξω διαδρομή. Ακολουθούσα το μονοπάτι. Τα αγκάθια τρυπούσαν τα πόδια μου κάθε φορά μέσα στον παραλογισμό μου, γιατί ήταν καθαρή τρέλα να σε παρασύρω σε μια τέτοια ιστορία , αφηνόμουν όμως στην αλήθεια των αισθημάτων μου που τα τροφοδοτούσε η εμπιστοσύνη στη δική σου αλήθεια. Εσύ όμως τη δική μου αλήθεια αμφισβήτησες κι ήταν δική μου αλήθεια η έκφραση ‘‘κι εγώ σ’ αγαπώ‘‘.
Ι- Κι εγώ δεν ήθελα τίποτα περισσότερο από το να μπορώ να σου προσφέρω κάτι. Δεν ζήτησα τίποτα πιο πάνω απ’ την αποδοχή σου. . Δεν ζήτησα τίποτα πιο πάνω απ’ τη διδαχή σου, τη γνώση σου… τίποτα πιο ιδανικό για μένα… κι ας ήμουν πάντα μόνη. Λίγοι μου άπλωσαν ζεστά το χέρι, δέντρα που με κρατούσαν στον ίσκιο τους. Κι οι άλλοι κυλούσαν αδιάφορα κι ας χαμογελούσα κι ας χαιρόμουν εφήμερα, ανούσια .. Εσύ ήσουν όμως ο Έρωτας, το ιδανικό
.Τώρα νιώθω τόσο απόμακρη από σένα και δεν ξέρω πια τι να πω… καμιά συναισθηματική ανταπόκριση που να μου δίνει λίγη δύναμη να σταθώ στα πόδια μου. Ίσως έτσι ήταν πάντα κι εγώ δεν ήθελα να δω την αλήθεια μου. Και τώρα να που μου παρουσιάζεται γυμνή. Τι με πονάει πιότερο; Η δική σου απομάκρυνση ή η έλλειψη απ’ το όνειρο που μόνο εκεί ήθελα να ζω; Και πώς αλήθεια να μπορέσω να ζήσω χωρίς μια στάλα από όνειρο; Και πώς να κλείσω τα μάτια να κοιμηθώ αφού δεν έχω τίποτα μα τίποτα να ονειρευτώ; Και βλέπω πως. πρέπει να γίνω και πάλι δυνατή όπως πριν που κανένα χέρι δεν είχα αρωγό, παρά μόνο εμένα .μόνο εμένα. Ναι έτσι θα γίνει. Θα το καταφέρω Κι ύστερα… ίσως να ξανάρθει.. τότε θα ξορκίσω το χρόνο…θα τον γυρίζω πίσω σαν το ρολόγι το ξεκούρδιστο, να γίνει άχρονος να γίνει σημείο, τέτοιο που να απλώνει τα κόκκινα πέπλα απ’ τον ορίζοντα παρμένα την ώρα που ο ήλιος καταδύεται.
Μ- Θυμάμαι εκείνο το ηλιοβασίλεμα μέσα από το αεροπλάνο… και κείνο που σαν αίμα ξεπρόβαλε στο δρόμο μου εκεί στην άλλη άκρη της γης. Τότε ο χρόνος μηδενίστηκε έγινε ένας έρωτας μοναδικός… όπως και τώρα εδώ και κάμποσα χρόνια.. Θα γυρίσει άραγε κάποτε και πάλι ο χρόνος.. να στρέψει το βλέμμα μου σε ένα ατέρμονο έρωτα αυτό που πάντα γύρευα και αποζητώ.. μέσα στην υπέρβαση, μέσα στην θεϊκή γαλήνη…να γαληνέψει κι η ψυχή να πατήσουν και πάλι τα πόδια στη γη στέρεα και δυναμικά;
Ι- Άραγε, σκέφτομαι, μήπως σε συγκίνησε μόνο η παρουσία μου, σα μιας νέας και όμορφης κοπέλας, που ήσουν ο μέντοράς της κι άσκησες τη γοητεία σου…μια φοιτήτριά σου, όπως τόσες και τόσες που διαπραγματεύονται με τον καθηγητή τους; Μια κάλυψη αισθήσεων και μόνο κι αυτή αθέμιτη, μικρή; Ki η δική σου προσφορά, ίσως καi λιγότερη από κάθε επαγγελματική σου προσέγγιση; Όμως εγώ σου έδωσα όλη την ψυχή μου , την αλήθεια μου, αυτήν που το ερέθισμα της παρουσίας σου αποκάλυψε. Ναι γι αυτό σε ευχαριστώ που μ’ έμαθες να σκάβω βαθιά.. μάλλον κίνητρο ήσουν.. Προσπέρασα όμως και τον εαυτό μου, έκανα υπερβάσεις στις αξίες μου και στη ζωή μου κι αφέθηκα χρόνια ολόκληρα στη δίνη των καιρών…Έβλεπα πόσο ψηλά εσύ στεκόσουν κι όμως στο σχοινί της ακροβασίας κρεμασμένη σε περίμενα… σε περίμενα, κάθε φορά και με λαχτάρα.. Σε κρατούσα, όταν είχες ανάγκη σαν παιδί εύθραυστο, πολύτιμο, ακριβό για μένα… σε κανάκευα, σου έβαζα φτερά γιατί ήξερα πως ήθελες να πετάς στον άνεμο, άνεμος ήσουν κι ύστερα έφευγες μακριά για τα ταξίδια σου τα καινούργια κι ύστερα πάλι σαν το γλάρο μου γυρνούσες στη φωλιά κι εγώ περίμενα στη σκισμή του βράχου…πάντα περίμενα.. Τώρα θέλησες να με απομακρύνεις οριστικά .. με εύσχημο πάντα τρόπο.. μη φανείς με έλλειψη ευγένειας και κοινωνικότητας με πρόσχημα τη σχέση δασκάλου-μαθητή.. δεν είναι αντρίκια όμως αγάπη μου αυτή η συμπεριφορά…όχι δεν είναι αντρίκια… φάνηκε απ’ τον τρόπο που μου μίλησες. Ήθελες να με προκαλέσεις, να απομακρυνθώ… απειλή της ελευθερίας σου; Απειλή της οικογενειακής σου κατάστασης, της θέσης σου; Έτσι με είδες; Λυπάμαι… που νοιαζόμουνα για σένα.. που σε σκεπτόμουν μέρα νύχτα… που άφησα στην άκρη τη ζωή μου, την ανέτρεψα. Σε είχα οικογένειά μου…σαν τον πιο στενό, δικό μου άνθρωπο…ενώ για σένα έγινα μια ξένη.. τυπική παρουσία, μαθήτριά σου, σαν απλή επιστημονική συνεργάτιδα, έτσι με είδες. Πόσο λυπάμαι αλήθεια…πόσο με πονάει όλη αυτή η στάση σου… κι είχα τόσα πολλά ακόμα να σου δώσω.. αγάπη σκέψη φροντίδα συμπαράσταση….. Δεν σου ζήτησα ποτέ αποκλειστικότητα.. δεν σου ζήτησα σχέση άλλη, δεν εκμεταλλεύτηκα τη σχέση μας για την πρόοδό μου…ήξερες καλά, πως όλα τα κέρδισα με τις δικές μου δυνάμεις. Πάντα διέκρινες σε μένα το πνεύμα μου, τη δημιουργικότητά μου και με επαινούσες σε συμφοιτητές μου και άλλους καθηγητές…πολύ πριν ακόμα δεθούμε συναισθηματικά…δεν σε διεκδίκησα, θα μπορούσα, σε ήθελα να σε νιώθω μόνο ίνδαλμά μου, πηγή της έμπνευσής μου …κι αυτό σε απομάκρυνε; Ας μου έλεγες αντρίκια … φύγε από το πεδίο αίσθησής μου. και θα έφευγα και θα σε κρατούσα ψηλά… ιδεατά… τώρα κατρακύλησες στη συνείδησή μου, αυτό είναι που με πονάει πιο πολύ, γιατί έμεινα σ’ ένα όνειρο προσκολλημένη που γκρεμίστηκε.
– ήταν σαν σήμερα γιορτή του Άϊ Γιώργη που σαν καβαλάρης ήρθες εδώ κι η ψυχή μου γαλήνεψε κι αντάριασε μαζί σαν μοιραστήκαμε αισθήματα κι αισθήσεις.. πάντα τα νοσταλγώ κι ας θέλησες να τα παραμερίσεις για τις δικές σου «αξίες» και περιπλανήσεις.. Να ήξερες μόνο πως πονάω…να ήξερες… όσο κι αν προσπαθώ, όσο κι αν στρέφομαι σε χίλια δυο πράγματα γύρω μου.. κι αν έχω πράγματα να κάνω…κι έχω σκέψεις και όνειρα για πολλά μα σ’ όλα η δική σου αύρα έχει εμπλακεί, σε όλα σε έβαλα μπροστάρη, γιατί σε πίστεψα σε ότι κι αν μου είπες…
Αφέθηκα στην αίσθηση του «ένας μήνας και κάτι», ήταν ο χρόνος της απόστασης…της οριοθέτησης αισθημάτων..
-κράτησέ τα για σένα, λέω σε μένα, αυτήν την «άλλη», βλέπω ότι πονάς… ανέλπιδη η λύτρωση, σ’ ένα χάος προσμονής που όμως δεν θέλει να εκλείψει. Γιατί; Αναρωτιέσαι, κι η άλλη αρχίζει να απαριθμεί… αρχίζει να αντιδικεί με εφιάλτες που ορθώνονται εμπρός της. Έρχεται πρώτη η «κτητικότητα» παρέα με τον «εγωισμό» δικά σου στοιχεία μου λέει κι αρχίζουν τα επιχειρήματα.
-«Τι θέλεις, αφού δεν σου ανήκει, ανήκει αλλού.. γιατί περιμένεις, άσκοπο είναι δεν το βλέπεις; Και πως μπορείς να αγαπάς κάποιον που δεν ανταποκρίνεται;» -«Μα τον ζητούν τα κύτταρά του κορμιού μου, οι σκέψεις μου, σαν ένα πυρωμένο σίδερο διαπερνά το κορμί και την ψυχή μου….μη γελάς, δεν βλέπεις που κι ο ύπνος με εγκατέλειψε; Δες τα μάτια μου, μαύροι κύκλοι έχουν χαραχτεί. Έρμαιο γίνομαι στις λέξεις του, σκοτώνεται το όνειρο, εκεί που πίστευα πως θα μπορούσα να ζήσω…»
.-«Το είπες και άλλοτε κι όμως έζησες..».
-«Ναι γιατί η προσμονή αμείφθηκε.. η νοερή επίκληση τον έφερε κοντά μου και πάλι απ’ την αρχή και πάλι ξανά… τώρα όμως, γιατί εσύ κι αυτός που σε ακολουθεί, ο «εγωισμός», ανατρέπετε την επίκλησή μου;»
– «Γιατί είσαι αφελής κι ονειροπόλα, δεν βλέπεις πόσο σε αποφεύγει; Όλο προσχήματα.. χρόνου, εργασίας, υποχρεώσεων… αφού το νιώθεις πως είναι μακριά γιατί επιμένεις;»
-«Δεν ήταν έτσι πριν..»
-«Ναι αλλά τώρα τον καλύπτει η παλιά του ζωή, εσύ παραμένεις μια απλή, γνωστή, συνεργάτιδα και τίποτα άλλο. Δεν το βλέπεις; Δεν είναι πια αυτά για σένα… συγκεντρώσου στη δουλειά σου, στη ζωή σου, που είναι όλη μπροστά σου κι άσε τα όνειρα τα ανεκπλήρωτα και τα φυσήματα του αγέρα…
«-Όχι, σταμάτα, δεν θα σας αφήσω να μου σκοτώσετε τα όνειρα.. μόνο εκεί μπορώ να ζήσω πια.. Κι αυτήν γιατί την φέρνετε μαζί σας; Κόρη σας είναι υποθέτω… τη νεαρή «ζήλεια», στηλιτεύει κάθε νέα παρουσία.. έτοιμη να την κατασπαράξει…
«- Τί τα θέλεις, ..κοίταξε πως της μιλά.. κοίταξε πόσο στοργικός είναι με κείνην…»
Μια αόρατη βασανιστική εικόνα καρφώνεται μέσα στα σπλάχνα μου…. θέλω να φύγω μα πως; Πώς χωρίς εκείνον; Το όνειρο μου χάραξε πορεία…τη βλέπω ανοδική χωρίς όμως πισωγύρισμα…
Άραγε αυτός τι να νιώθει;
«-θα είμαι πάντα εδώ για σένα τ’ ακούς;»
Όμως τώρα τα όνειρα τελείωσαν κι ο καιρός είναι λίγο ψυχρός απαιτεί βαρύ παλτό λησμοσύνης. Απαιτεί μια ανατροπή πλεύσης. Όλα τελειώνουν εδώ. Τα φτερά του κύκνου μάδησαν. Η στητή περηφάνεια έχασε την αίγλη της. Καιρός να ξυπνήσουμε απ’ το όνειρο. Καιρός για νέες περιπέτειες γραφής. μόνο αυτή και λίγη γαλήνη να πορευτούν όνειρα φαντασίας μιας άλλης ζωής σ’ ένα επίπεδο νέο. Ομπρέλα δακρύων επιτρέπεται μόνο στους ήρωες.. Κι εκείνο που πονά πιότερο είναι πως ούτε μια λέξη να αποτρέψει το κακό. Σ’ άφησε έρμαιο με την προσμονή .. γιατί άλλο; Συναισθήματα ανύπαρκτα; Μάλλον παροδικά.. Ευχαριστώ λοιπόν για όσα δεν απέτρεψες. Ευχαριστώ για την τροφή των ψευδαισθήσεων. Για τις λέξεις …τόσες λέξεις, ατέλειωτες γραφές…
Θέλω να φύγω να ξεφύγω απ’ τα αισθήματα αυτά που μ’ εγκλωβίζουν που με σκλαβώνουν, με κομματιάζουν. Μα δεν μπορώ μια άλλη ελευθερία που φώλιασε μέσα μου από εσένα υπερτερεί σε δύναμι και με κρατάει. Ελευθερία που γέννησε αυτά που μου χαρίστηκαν απλόχερα, στη σκέψη στην ψυχή και στο κορμί.
Πίστεψα πως θα μπορούσα από εσένα, δίνοντάς σου αγάπη τόση, να πάρω δύναμη, να κερδίσω γνώση, μέσα από τέτοια διανόηση. Πίστεψα και πιστεύω στις αξίες σου, βγήκα δυνατή μέσα απ’ όλη αυτή τη σχέση. Και η αγάπη μου παραμένει και δεν περιμένει ανταπόδοση πια…..Ξέρω όμως πως κι εσύ μ’ αγάπησες …νιώθω την αλήθεια σου, μαζί και τις ανάγκες της ζωής σου.
Κι αυτό τώρα γίνεται βεβαιότητα. Γι αυτό το λόγο θα προσπεράσω το πρόβλημα και θα σε επαναφέρω στην απελεύθερη κατάσταση από το φόβο της δέσμευσης μαζί μου. Θέλω να νιώθεις λεύτερος σου είχα πει τότε.. το εννοούσα και το εννοώ. Δεν μπορείς να είσαι εγκλωβισμένος σε μια σχέση προϋποθέσεων. Η ευαισθησία σου όμως και τα συναισθήματά σου σε ρίχνουν εκεί. Και τί να πω, θα αλλάξω; Τόσα και τόσα άλλαξα στη ζωή μου και τώρα ακόμα αυτές τις πλευρές του χαρακτήρα μου, αλλά και κάποιες δικές σου αρνητικές τάσεις απέναντί μου, ακόμα και την απομάκρυνσή σου δεν θα τα αφήσω να διαλύσουν τα όνειρα. Όχι…Δεν θα το κάνω. Θα το παλέψω και θα προχωρήσω με υπομονή και καλή προαίρεση να νιώσεις και πάλι την ελευθερία σου. Οι εξωγενείς παράγοντες δεν θα με εμποδίσουν. Θα είμαι δυνατή χωρίς όμως την κατάθλιψη και τον πόνο. Αυτό θα παλέψω. Το οφείλω σήμερα και σ’ αυτά τα συναισθήματα που είναι ακόμα τόσο ζωντανά.
ΑΦ -Χαμογέλασε κι ύστερα κρύφτηκε, αφού του χάρισε την αίσθηση απ’ το φως. Εκείνην που κράτησε τις μέρες τους. Στερέωσε τη μάσκα της και θεατρίνα πορεύτηκε στις παραστάσεις. Το φως που άφησε πίσω απ’ τα μάτια φώτισε γύρω της. Οι λέξεις μόνο κρύφτηκαν στα φυλλοκάρδια στρυμωγμένες, ανελεύθερες. Εκεί βλαστήσαν όμως απ’ τα δάκρυα που δεν άφησε να κυλήσουν και τώρα νέας προσμονής η αγωνία κρουνούς ανοίγει. Και ποιος να τα δει.. το κύμα μόνο που αδιάφορα κυλά ανάμεσα Πρασούδα και Λιθάρι ενώνεται με τον αφρό που σκάει στα πόδια της. Της πήρε όμως εκείνα τα θαλασσοπούλια της και έμεινε αταξίδευτο καράβι στης προσμονής τ’ αγνάντεμα μιας Άγιας ώρας πάλι στον ερχομό φωνής ταξιδιάρικης από άλλα μακρινά πελάγη με λέξεις πόθου και γητειάς, θάνατο να ξορκίσει στης μοίρας την πορεία… ανατροπή στιγμής που όνειρα και είδωλα πάλι ζωγραφίζουν μες σε καθρέφτες που τη μνήμη τους κρατούν ατόφια καρφωμένη απ’ τα βότσαλα τα πολύμορφα που σωρό την περικυκλώνουν. Αναμονή λοιπόν κι ελπίδα, φωνή «ελεύθερη» ν’ ακουστεί απαλλαγμένη από πόνο και πιέσεις συμβάσεων και νέων επιλογών. Φωνή ψυχής ακέραια, δική της φωνή, κόντρα στο θάνατο που την περικυκλώνει.
– Κι .όλα όσα ένιωσε μπήκαν στις λέξεις της κι έτσι γράφοντας να γίνεται η ‘‘άλλη‘‘, να ζει μια ζωή μέσα σε κάθε ποίημα. Να αντέχει, για να φέρνει την αλήθεια της μέσα σ’ αυτό. Κι ύστερα να γίνεται ένα ψέμα, αφού η διάφανη αλήθεια βρίσκεται μόνο στα ποιήματά της.-
ΤΕΛΟΣ