Πρώτη μέρα
Κοίτα..
Ο ουρανός γέμισε αστέρια…
Α!! Είπες,
τόσα πολλά!
Και άπλωσες τα χέρια..
μια τεράστια αγκαλιά άνοιξες
θέλησες να τα μαζέψεις..
Ένα, δύο, τρία κι άλλα τόσα
όλο γέμιζε η αγκαλιά μα..
ακόμα ήταν άδεια..
Άδεια;
Μα που πήγαν τόσα αστέρια;
Τι να τα κάνω μου απάντησες.
Αφού εσύ έχεις φύγει…
Δεύτερη μέρα
Ψυχανεμίστηκα τις μέρες..
Πονούσα..
Ανάσα η βόλτα με το σκύλο μου
Ισορροπιστής του σκοταδιού.
Αβέβαια βήματα λίγο χαμένα
κι η δέσμη φως, μικρή μέσα απ’ τα πεύκα..
Ίσα που φώτιζε τις ενοχές
Μα ξάφνου σκόνταψα
πάνω σ’ ένα τεράστιο κίτρινο φεγγάρι
με χίλια δυο μαχαίρια
να στρέφονται καταπάνω μου…
Τρίτη μέρα
Κυριακή της σιωπής
τρύπησε την καρδιά
κι άνοιξε σαν το ρόδι.
Αιμάτινοι σπόροι κύλησαν
ανάγκη την εικόνα σου
πάλι ν’ αντικρύσω…
Μέσα σε ένα θάνατο
το ρόδι χώρισε στα δυο
καρδιά κι αισθήματα
Τέταρτη μέρα
Θέλω να φύγω
ο ουρανός είναι βαρύς
δε βρέχει ανταπόκριση.
Σκορπιέται σ’ αυταπάτες
η χώρα πλημμύρισε αγκάθια
τρυπώνουν στο νου.
Δες το συρματόπλεγμα..
σκοτώνει τις ανάσες
και πώς να ζήσουν τα λουλούδια..
Το οξυγόνο στερεύει.
Θέλω να φύγω..
Εκεί που ο ορίζοντας
διαιρεί την άβυσσο
αινιγματικός.
Εκεί πετάξανε οι γλάροι,
λεύτεροι
τινάξανε την υγρασία.
Πέρα απ’ τα δάκρυα της βροχής..
Θέλω να φύγω…
Πέμπτη μέρα
Άκου..
Κρατώ την ανάγκη σου σφιχτά
να γαληνέψουνε οι πόθοι.
Παιδί στην αγκαλιά της μάνας
Σκίζει το δίχτυ του χρόνου,
Μεσ’ στη ρωγμή του ξεγλυστράς
να ξεφύγεις..
αγώνας διπλός.
Μάτια άδεια, όλα άδεια
και σαν μου πέταξες το μαχαίρι,
κατρακύλησε..
δεν είχε που να καρφωθεί..
μες την ανυπαρξία είχα στερέψει.
έκτη μέρα
Κατρακύλησαν τ’ αστέρια απόψε,
Τιμωροί στ’ αδικαιολόγητο…
σου είπα,
και σύ με κοίταξες αυστηρά.
Έριξες τότε μια ματιά
σ’ εκείνο το παιδί..
έπαιζε με τ’ αστέρια…
λάθος κίνηση έκανε..
και.. ξεκάρφωσε το φεγγάρι…
έβδομη μέρα
είναι πολύ νωρίς αγάπη μου
ν΄ αφήσω να χαθεί
η γεύση απ’ το φιλί σου.
Είναι νωρίς τα κύτταρα
Καινούργια δόνηση
μες το κορμί να νιώσουν.
Είναι πολύ νωρίς αγάπη μου
για να σε προσπεράσω.
Είναι νωρίς να ξεχαστείς
τα φύλλα της καρδιάς
θα σε γυρεύουν πάντα..
Όγδοη μέρα
Έβαλα το μαχαίρι στο κόκκαλο
κι έκοψα τις ψευδαισθήσεις.
Ένατη μέρα
Σ’ έχω.. χάρτινη εικόνα
Καρφιτσωμένη στο πέτο
βαθιά στο μέρος της καρδιάς
σου έδωσα πνοή.
-Θέλω να ζήσεις, σου είπα
κι έφυγες…..
Το αποτύπωμα εκεί
χαράχτηκε ανεξίτηλα.
Δέκατη μέρα
Κι εδώ φυσάει άνεμος….
Αντάριασε..
τα νέκρωσε όλα..
μα.. είναι μια άλλη χώρα …
ποιος να νοιαστεί;
– Μια έρημη χώρα-
ενδέκατη μέρα
Σκόρπισες το πέλαγο ανάμεσά μας
Φιλώ το κύμα για να νιώσω τα χείλη σου
Μα με καίει η αλμύρα…..
Δωδέκατη μέρα
Κρατώ τις αυταπάτες
από τη μια μ’ ένα ρόδι σπασμένο
κι απ’ την άλλη μ’ ένα λωτό.
Χέρια δυνατά με τραβούν
στη χώρα των Λωτοφάγων
το ρόδι αιμορραγεί
με σπρώχνεις απαλά κι εσύ..
είπανε πως ρέει κρασί της λησμονιάς
πρώτο ποτήρι
κερασμένο από… σένα..
δέκατη Τρίτη
Mε το ρούχο της πρώτης προσμονής
φύτεψα μιαν αχτίδα
στο μαξιλάρι μου
φως γέμισε η κάμαρη
και των ματιών η φλόγα
απ’ αντανάκλαση
φώτισε το σκοτεινό ορίζοντα..
στης μνήμης το ξύπνημα
παιδικά πυροτεχνήματα
ήλιους κεντήσανε
στ’ απλωμένα ρούχα
της βεράντας
δεκατη τέταρτη
Στη ρωγμή του χρόνου
χαραγμένες μνήμες
του ρόδου
κόκκινα πέταλα
σκόρπια στο χώμα
δάκρυ αφημένο
σε μιαν άλλη πατρίδα
κραυγάζουν!!
Δέκατη πέμπτη
Πειρατικό καράβι
με κόκκινα πανιά
ταξίδια
αταξίδευτα στη θάλασσα
του ονείρου λέξεις
ασάλευτες μένουν εκεί,
στης καταιγίδας τη βουή
προγονικούς ιστούς
καθαγιάζουν.
Δέκατη έκτη
Ξύπνησε ο πόνος
και τις σκιές μου χάϊδεψε
κακοφορμίσαν οι πληγές
κι ότι ξεγύμνωσες ανέλπιδα.
Τώρα οι δυο μας μείναμε
στην αγκαλιά της αμαρτίας
κόκκινο σάλι τυλιγμένοι
δέκατη έβδομη
Αέρας..
Έξω φυσάει δυνατά
τρίζουν
παραθυρόφυλλα
Φυσάει περασμένους έρωτες
δεν το βλέπεις;
Κι εκείνη
η αδιαφορία του ανομολόγητου
Δε βρίσκω την εσάρπα μου
κρυώνω..
Συναντηθήκαμε ερήμην μας
τότε που
ένας γλάρος έμπαινε
στην ενδοχώρα!!!!
δέκατη όγδοη
Ότι απόμεινε απ’ το κόκκινο
άλικο ήταν αίμα
σαν έγδερναν τα νύχια την ψυχή
και το κορμί.
Μ’ ένα δυο λόγια
κρύβονται οι πληγές
λόγια σε σφαίρα ονείρου
για έναν ήρεμο ύπνο.
Κι ας κοιτάς που και που
τα κόκκινα νύχια σου!
Δέκατη ένατη
Μαδώ
φρέσκο τριαντάφυλλο
της μνήμης
ροδοπέταλα
η μοναξιά ζωγράφισε
κι όχι της λησμονιάς
τις άδειες λέξεις
μέρα εικοστή
Σ’ ένα μπαλκόνι
κρέμασα το γέλιο μου
στης προσμονής το μεσημέρι
μύρισε ο δυόσμος
στο φιλί
και στην ανάσα
το γαρύφαλλο.
Εικοστή πρώτη
Είναι οι ώρες εκείνες
που μαγεύουνε τ’ άστρα
απ’ τη γυάλινη σφαίρα
μυστικά να βλογήσουν
ένα στέραιο γάμο
με μια νύφη σκιά.
Εικοστή δεύτερη
Μάγισσα Κίρκη
μ’ έβαλες στο στόχαστρο
με σημαδέυεις,
μα δεν είμαι,
παρά ένας
χάρτινος στόχος..
εικοστή τρίτη
Έτσι θα σε θωρώ
μέρες μεγάλες
ν’ απλώνεις την αθωότητα
στο στήθος μου.
Μείνε εκεί…
Μέχρι ο βοριάς ν’ αναδιπλώσει
τις άγριες ορμές του
κι ύστερα
το ταξίδι της καρδιάς
πάλι θα κάνεις.
Εικοστή τέταρτη
Θ’ αφήσω
πίσω μου τον ήλιο
σαν το καράβι
που τραβάει στ’ ανοιχτά
και το ταξίδι για τη δύση.
Τέλος στο όνειρο να βάλω,
μια χαρακιά μες την καρδιά
μέχρι τα μάτια μου ν’ ανοίξω
σε μια καινούργια ανατολή
εικοστή πέμπτη
Οι λέξεις συνταιριάζονται
να δώσουν μια ψυχή
μια λαμπυρίδα
μες του χειμώνα το άγγιγμα,
κραυγή της άνοιξης
κράτησε μάτια ορθάνοιχτα
σ’ ένα τραγούδι.
Σκορπίσανε οι λέξεις
και σώπασε
μονάχα έμεινε η ρωγμή
σε έναν τοίχο
να κρύβει δάκρυα μη φανούν
και χάσουνε οι λέξεις
το ρυθμό τους.
Εικοστή έκτη
Κι όπως προχωρούσα στο σκοτάδι
αλλόκοτες σκιές με αγκάλιαζαν
αναζήτησα τη δική σου
την άγγιξα
όλο και ξεγλιστρούσε
σε άλλες αγκαλιές…
Εικοστή έβδομη
Έπεα πτερόεντα…
Όλα τα παίρνει ο άνεμος,
λόγια ..ιδέες.. υποσχέσεις..
κι ο Έρωτας,
που σαν τον άνεμο κι αυτός
τραντάζει τις ψυχές
φυσομανώντας..
εικοστή όγδοη
Σήμερα φόρεσα στεφάνι στο βλέμμα
γεμάτο αστέρια
κόκκινο αίμα σκόρπισε η νύχτα
τ’ αστέρια να πνίξει
κι αυτά τρομαγμένα ξεχύθηκαν γύρω
και κρύφτηκαν μες το κορμί μου
εικοστή ένατη
Σήμερα έπεσε δυνατή βροχή
έπνιξε λόγια,
επιθυμίες και τη ζωή.
όνειρα
κομματιάστηκαν
στην καταιγίδα.
Τριακοστή
Όλα τελειώνουν
το δάκρυ να ξεσκίζει μοναξιά
ανήμπορο μα κι αιχμηρό.
Αμέτρητες σελίδες να διαγράφει
και γιατί όχι;
Άλλωστε τα ελλιπή και τα απροσδόκητα
χωλαίνουνε τα παραμύθια…
τριακοστή πρώτη
Κι έπεσε κεραυνός μετά
η καταιγίδα
γέμισε χώμα το πάτωμα
το τριαντάφυλλο ξεχείλισε
απ’ αγκάθια
νεκρό από λέξεις
καρφώθηκε στο στήθος
και το αίμα έβαψε
τα χέρια.
Τριακοστή δεύτερη
Μή μου σκοτώσεις
τ’ όνειρο, εκεί,
μπορώ να ζήσω!!!!
Τριακοστή Τρίτη
Ήλιος πρόβαλε..
Όνειρο ήταν….πάει
Χειμωνιάσαμε!!!
Τριακοστή τέταρτη
Eίπες… δεν ήταν
παρά μόνο
η αντανάκλαση
σε σπασμένο γυαλί
μα δεν είδες
τα σημάδια μου;
Τριακοστή πέμπτη
Θυμάται ο αέρας φωνήεντα
όσα δεν ειπώθηκαν
και περίμενε
περίμενε
περίμενε σκόρπιες ανάσες
μ’ όσες τύλιξαν οι ορίζοντες
σ’ ένα φως
οστέϊνο
του φεγγαριού το δακτυλίδι..
τριακοστή έκτη
Εκείνο το παιδί
στέκεται στη σιωπή
σκεπάζει με τα χέρια του
το φεγγάρι
ψάχνει κάτι να βρει
ίσως μια υποψία θάλασσας
να υπάρχει.
Μύριζε ο κορμός
του νοτισμένου απ’ τη βροχή
πεύκου
αγάπες παλιές
και καινούργιες…
τριακοστή έβδομη…
Μού ‘φερες κόκκινο τριαντάφυλλο
το κάρφωσες στο μέρος της καρδιάς
με αγκάθι που ματώνει χρόνια τώρα
όλα τ’ αληθινά που δείχνουν ψεύτικα
μες την αβεβαιότητα του έρωτα
και μια σελίδα του βιβλίου έσκισες
μη μείνουν τα σημάδια από το χρόνο…
μα εκείνος γράφεται ακόμα
στα ταξίδια του αθόρυβα κυλά
με τη σιωπή στ’ αυλάκι της ρυτίδας
βαθαίνει την ψυχή
με τ’ όνειρο νωπό στις λέξεις
και χρώματα φερμένα απ’ άλλα μέρη… ….ελυ…άχρονο
1) Ένας Οκτώβρης
Σήκωσα τα χέρια στον ουρανό
σκέπασα το φεγγάρι
έκρυψα τ’ «αξιόγραφα» μες το συρτάρι
πέταξα το φόβο
έσκισα τις συμβάσεις
έσκισα τα ρούχα…
έσκισες τα ρούχα…
ανέβηκες ψηλά κρατώντας με
γέλασε το φεγγάρι
ήταν Οκτώβρης βράδυ ώρα οκτώ
ήπιαμε κρασί απ’ το κόκκινο άστρο
καήκαμε απ’ τη φωτιά του αγγέλου
απλωθήκαμε δυο σκοτεινά σύννεφα
αφουγκραστήκαμε τον ήχο της βροχής…
κι ύστερα
κι ύστερα…
άπειρες ξεχύθηκαν
οι λέξεις μου…ελυ.
2) Κόκκινο τριαντάφυλλο
Μέσα στα ρούχα μου γλιστρώ
με τo σημάδι απ’ το ταξίδι
κόκκινο τριαντάφυλλο
στο δέρμα κολλημένο
λέξεις αγκάθια το τέλος
να τρυπούν
να χάνει το κορμί το σχήμα του
τα μάτια που έβλεπαν όλη τη γη
να μοιάζουν
με λίμνη τυφλή
τυφλή να χύνεται αδιάκοπα
στο εκμαγείο
το έστησα με χέρια παιδικά
ανίδεος τεχνίτης χωρίς επιλογές
των υλικών
κι η ανάσα να νιώθει το τέλος
όπως δυο σύννεφα
στις άκρες του ουρανού…ελυ.
3) Στο δρόμο…
Ήταν το ξύπνημα του ανθρώπου
μεσ’ απ’ τη νάρκη της ρωγμή του πόνου
στον ίδιο δρόμο το φεγγάρι
και φλούδες πεύκου απ’ τον κορμό
στο χώμα πάνω απλωμένες
να τις σκαλίζει ο Φοίβος με το πόδι
και με τα νύχια του να τις καρφώνει
με φόβο μη ξεσηκωθούν απ’ τη βουή τ’ ανέμου
όπως οι λέξεις, τότε…
τότε που η σκέψη γύριζε σε δρόμους μακρινούς
και η ζωή κυλούσε ανάμεσα σε κρότους
τότε που η λησμονιά δεν άγγιζε τα χείλη …
τώρα οι λεύκες να φυσούν αργά-αργά τα φύλλα…
το ίδρυμα στη θέση του ο δρόμος πάντα ίδιος
οι ίδιοι κι οι περαστικοί οι ανάσες ξεχασμένες
κι ούτε ένας ήχος στ’ όνειρο
απαλά να ψιθυρίζει κι όλα βαθιά κρυμμένα
μες της λευκής τυφλότητας το πέπλο
πέπλο υφασμένο λόγια γλυκά της πίκρας
και μοναχός ο Φοίβος να θυμίζει
την ομορφιά του εφήμερου…ελυ.
4) Φεγγάρι μου
Κρεμάστηκες στις λέξεις,
φεγγάρι μου
και οι σκιές σου απλωθήκαν
μέσα μου
κοιμήθηκε το όνειρο
ρωγμές χαράχτηκαν στης μνήμης
τις σιωπές
σιωπές δικές σου αγαπημένες
στου έρωτα τη νύχτα
σε τόπους μακρινούς
με φως λευκό η πανσέληνος
τυλίγει…ελυ
5) Φόβος
Και τότε έσπασε στα δυο το ρόδι
τα χείλη βάψανε με έρωτα
έρωτα να μοιράζει την ψυχή
σ’ απέραντη απόσταση
λέξεις αιμάτινες σκορπίζονται
στ’ αστέρια να κρυφτούν
κι ένα σημάδι κόκκινο
στου γλάρου το φτερό
να πνίγει τη φωνή μες το λαιμό
και δάκρυα μες τ’ αυλάκι που κυλά ο χρόνος
κι ο φόβος να σκιάζει το φεγγάρι μας
μην το ληστέψουνε…ελυ
6) Η γοργόνα
Πώς να μιλήσεις
είναι απέραντη η θάλασσα
ποιος να την εξαντλήσει
όμως κοιτούσα στο βυθό
και ούτε ένα κοράλλι
τα άρπαξε η γοργόνα
τα ‘δεσε γύρω στο λαιμό
κι ύστερα μ’ ακολούθησε
όχι για να ρωτήσει
αν ζει ο Αλέξανδρος
μα να με προκαλέσει…
ναι …ζει κι είναι δικός μου, είπε
κι εγώ στεκόμουν στο κενό
κι η θάλασσα γελούσε…ελυ.
7) Μεσάνυχτα…
Σκοτάδι γύρω μου
κι η μοναξιά με συντροφεύει.
Η σκέψη είναι μακρινή
σε άλλους παραλλήλους
κι ο ύπνος να μην έρχεται
να φέρει τη γαλήνη.
Και μένει ο χρόνος στη σκουριά
στο τίποτα να γέρνει
κατρακυλώντας σα νερό
μ’ ένα μαχαίρι
να κόβει ανάσες κι όνειρα…ελυ
8) Σ’ αναζητώ
Σ’ αναζητώ
με εξαντλημένη υπομονή
όπως όταν
ανοίγεις την ομπρέλα σου
και λες, θα βρέξει τώρα
ενώ το σύννεφο ακόμα
βροχή δε φέρνει
Όπως όταν
κοιτάς το κοιμητήρι εκεί
στ’ αγνάντι του σπιτιού σου
να κλείνει αθόρυβα
κάθε μυστήριο του ανθρώπου…
Έτσι κι εγώ προσμένω
όμως εσύ σωπαίνεις…
9)«Η Αγιότητα των Πραγμάτων»
Μπροστά περνούσα από τα πράγματα
χωρίς ν’ αγγίζουνε λεπτή χορδή της σκέψης
μέχρι που ξέφυγε απ’ το πέταγμα
λευκό φτερό του γλάρου με ένα δάκρυ
και μ’ έλουσε με φως η άγια χρησιμότητά τους
κι αρχίσανε να τραγουδούν μες τη σιωπή.
Aπ’ την καρδιά μου κλέψανε τους κτύπους της
κι ένα τριαντάφυλλο εκεί άνθισε πάλι…
τώρα μιλώ μαζί τους…
10) ..Αποχαιρετώντας το χρόνο που φεύγει..
Είμαστε οι τελευταίοι ταξιδιώτες της σιωπής
μας κράτησε για πάντα το φεγγάρι
στην ηλικία των λουλουδιών που φεύγει
το κρύο χαράχτηκε στους τοίχους
στο Δεν το Όχι και το Μη
οι δρόμοι μας ερήμωσαν…
ερήμωσαν… και πού να πάω…
λέξεις κλειστήκαν σ’ ένα κέλυφος, έτσι…
που μ’ ένα τίποτα να χάνεται ο χρόνος…
το τέλειο έγκλημα, είπαν…ποτέ δε θα ξανάρθει,
όμως…φωνάζω τ’ όνομά σου, ακόμα
απλώνοντας το χέρι μου να με κρατήσεις…
και πάνω απ’ το όνειρο ίσως,
ίσως … κι η λησμονιά, μας εξαγνίσει
τώρα που ο παλιός χρόνος εκπίπτει… ελυ. 27/12/16
11) Είμαστε….
Είμαστε οι τελευταίοι επισκέπτες
ενός ανεξερεύνητου τοπίου
εκεί που φωλιάζει ο έρωτας κρυμμένος
μέσα από τα απάτητα καλντερίμια
της αιωνιότητας…..
Είμαστε οι διάττοντες έτοιμοι να ριψοκινδυνέψουμε
την ψυχή μας στην αβεβαιότητα
κι αυτή αφήνει το χρόνο να κυλά αθόρυβα
ανάμεσα απ’ τη ρυτίδα που χαράκτηκε
σαν αυλάκι στο μέτωπο.
Είμαστε εκείνοι οι ξένοι μέσα μας
που ξένοι λογιστήκαμε
σαν χτίσαμε ερήμην μας τον παιδικό μας τοίχο
απ’ τις επιθυμίες μας απόμακροι
κι απ’ τις ζωές των άλλων…
Είμαστε οι σκιές εκείνες μες τη νύχτα
που καραδοκούν στο ανέφικτο σαν σε ταινία τρόμου
μικρόψυχοι, δειλοί, κρυμμένοι μες τις αρετές μας
μ’ έναν εγωϊσμό, σημάδι της ζωής ατόφιο
που του θανάτου πέρασμα αφήνει.
Είμαστε τα σακατεμένα χέρια μας
που βάρυναν κρατώντας γύρω μας τα πράγματα
μόνο για μας
στο φόβο απ’ τα μελούμενα
κι εκείνα χάσανε την αγιοσύνη τους.
Είμαστε οι αιμάτινες σταγόνες
που κύλησαν απ’ την καρδιά και έγιναν
ποτάμι ορμητικό
να κολυμπούν μες τη σιωπή τα δάκρυα
να μη στερέψει ο πόνος. Ελυ 6/5/16
12) Από τον Ελπήνορα στο ‘‘Κάτι‘‘
Ήταν εκείνος. ..
Θαμμένος σε μια ακρογιαλιά
μ’ένα κουπί σπασμένο, μπηγμένο μες την άμμο.
Τότε… στο γύρεψε.
Ήθελε μόνο αυτό που πρέπει σ’ όλους μας
μόνο ήθελε να λέει «Κι εγώ πέρασα από δω
και γεύτηκα τη θάλασσα
το μακρινό ορίζοντα μέσα απ’ τα μάτια σου είδα…
μαζί σου στ’ όνειρο ταξίδεψα».
Για τον ασήμαντο Ελπήνορα μιλώ
που ζήτησε, μονάχα ένα «κάτι».
Παράγραφο στης ιστορίας την άκρη
εκείνην που την άγγιξαν τόσες περιπλανήσεις,
που γίναν άπειρες, τα περιθώρια γεμίσαν
κι ο μύθος ανατράπηκε.
Και από μούτσος άγνωστος
έγινε καπετάνιος.
Κι εμας να ταξιδεύει σε άγνωστες ακρογιαλιές.
Σε κόσμους από όνειρο
σε τόπους της καρδιάς μας νέους
αισθήσεις να απιθώνουμε, απόθεμα,
σαν το δικό μας «τίποτα» προβάλλεται
κι αμφισβητεί τις κατακτήσεις μας.
Κι αφήνει και το «κάτι» αυτό, για να μας τυραννάει
να χάνουμε τον ύπνο μας
στο πρώτο «τίποτα» αφημένο,
εκείνο που χαράχτηκε μες τις ζωές μας,
που όμως δεν μας άλλαξε με τις μεταμορφώσεις,
μας κατατρέχει ακόμα.
……………………………………….
μιλήσαν… για συντρίμμια μες την άσφαλτο…
ο οδηγός του Γιώτα Χι, ήτανε μεθυσμένος…
*******
(Διαβάζοντας τον ‘‘Ηδονικό Ελπήνορα‘‘ του Σεφέρη)
13) Τον είδα….
Κι εγώ τον είδα,
ήτανε σούρουπο, εφτά-οχτώ θαρρώ
κοιτούσε προς το μέρος της,
εκείνη είχε την πλάτη γυρισμένη
με τη ματιά της καρφωμένη πέρα μακριά
της μνήμης το μουντό ορίζοντα να διαιρεί
εκείνος την κοιτούσε επίμονα
σαν να ‘θελε
να ζήσει μόνο στις στιγμές μέσα απ’ τον έρωτά της..
σαν νάταν η ζωή ύστερα να πεθαίνει.
Εμάς, είχε σκεπάσει το πέπλο της σιωπής…
ποτέ μας δεν υπήρξαμε,
ανάσες είδωλα θαρρείς
κι η προσμονή στο ανέφικτο.
Εκείνη, με το άρωμα της απουσίας της
είχε τυλίξει γύρω της το σύννεφο…
ένα άγαλμα…
Κι αυτός με πόνο ανείπωτο
με τα συντρίμμια λύγιζε στο πουθενά
φόβος του ύπνου να τον στοιχειώνει
και να μαζεύει μέλη σπασμένα…
«γιατί τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο…
…καληνύχτα»**
(συνομιλία με τον ‘‘Ηδονικό Ελπήνορα‘‘…)
13) Μοίρα μου…σα ματωμένο παραμύθι
Θα έρθει τότε η Μοίρα
να αλλάξει τη γραμμή στην παλάμη
όταν θα έχουν συναινέσει οι καιροί
και το βλέμμα,
που τρυπά την αλήθεια κατάστηθα
σα ματωμένο παραμύθι,
θα γαληνέψει τα λεκιασμένα φύλλα
του φθινοπώρου
θα σωπάσουν οι λέξεις
μες τη βροχή θα κρατώ το καπέλο μου
να μαζεύω σταγόνες
να ξεπλύνουν τη νύχτα…
κόκκινα θα βάψω τ’ αστέρια…
δε θα μαδήσω πια τη μαργαρίτα
στο μαξιλάρι μου θα την κρατήσω
στο όνειρο…
εκεί…να ‘μαστε μαζί…Ελυ. 3/3/16
14) Φως
Η επιθυμία διστακτική ανοιγόκλεινε
πάνω στα πράγματα
μαχαίρια πρόσμεναν να κόψουν το φόβο
στα δυο σαν το ρόδι.
Τρεμόσβηνε χλωμή η φλόγα απ’ το καντήλι.
Έξω ακούγονταν πολλές φωνές χαρούμενες…
ήταν η αγάπη,
λέξεις όμορφες, φωτεινές παρουσίες
κι ένα χάδι ελπίδας …
τότε η αχτίδα, με δυσκολία,
προσπέρασε τη ρωγμή
κι όλα γέμισαν φως!!! ελυ.
15) Ένα αστέρι
Στο σκοτεινό ορίζοντα πέφτει ένα αστέρι…
ένα νησί κάνει ευχή, στον ήλιο ν’ ανατείλει,
μην κοιμηθούν τα όνειρα κι εκδικηθεί ο χρόνος…ΕΛΥ
16) Το δειλινό
Απόψε το δειλινό έχει μια θλίψη για ότι αφήσαμε στη σιωπή….
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ένα πουλί μπήκε στο δωμάτιο
έκανε ένα γύρο στους τοίχους
κι έπεσε νεκρό, εκεί
είχαμε πλαγιάσει μαζί να ονειρευτούμε,
μα τα όνειρα είχαν αποκοιμηθεί
γιατί δεν θέλησες να μάθεις όλα, όσα υπήρχαν
ίσως και να μη μπόρεσες να τα διαβάσεις…
είχα χαράξει με τα δάχτυλα της βροχής στο χώμα
τις λέξεις για να τις δεις
σαν θα ξαναγύριζες. ..
θάταν η ώρα που ξορκίζει τις σκιές
κι εκείνο το φως, απ’ τ’ αστέρι που ξεκρέμασες
τότε όλα θα ήταν στη θέση τους…
η γκρίζα οροσειρά που σ’ αγκαλιάζει
βγαίνοντας στο μπαλκόνι
ο σκύλος που γαυγίζει τους περαστικούς
η μανόλια που άνθισε στον κήπο
κι ένα κανάτι νερό στο περβάζι του παραθύρου
να ξεπλένει στιγμές στην προσμονή του ανέφικτου…ελυ
16) Μ. Παρασκευή,
Η μέρα σήμερα έχει τη θλίψη ενός ατέλειωτου χωρισμού.
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ένα πουλί μπήκε στο δωμάτιο
κι έπεσε νεκρό
εκεί είχαμε πλαγιάσει μαζί να ονειρευτούμε,
μα τα όνειρα είχαν αποκοιμηθεί
γιατί δεν πληροφορήθηκες όλα, όσα υπήρχαν
γιατί είχα χαράξει με τα δάχτυλα της βροχής στο χώμα
τις λέξεις για να τις δεις
σαν θα ξαναγύριζες.
Ίσως θάταν η ώρα του Σαββάτου, που ξορκίζει τις σκιές
Ίσως …το φως της Ανάστασης να τα ξυπνήσει
τότε όλα θα είναι στη θέση τους…
η γκρίζα οροσειρά που σ’ αγκαλιάζει
βγαίνοντας στο μπαλκόνι
ο σκύλος που γαυγίζει τους περαστικούς
η πλατιά αυλή με τη μανόλια
κι ένα κανάτι νερό στο περβάζι του παραθύρου
να ξεπλένει στιγμές στην προσμονή του ανέφικτου… ελυ.
17) Μ. Παρασκευή
Σήμερα έκοψα ένα κλωνάρι δεντρολίβανο
και ένα άστρο
θα τα κρατήσω για την Έλευσή Του
θα τα αφήσω σιωπηλά στο δρόμο
και θα καρφώσω στου πεζοδρόμιου τις πλάκες
όλες τις πίκρες
τόσες και τόσες κάρφωσαν στα γυμνά Του χέρια
ακόμα και το «α-τύχημα»,
που όρισε η μοίρα κι εσύ γελώντας, είπες,
άστο μες το φουστάνι της
και δάκρυσαν τα μάτια
-“Βλέπε λοιπόν ψυχή μου, στον ύπνο να μην πέσεις”-
κι η προσμονή του ανέφικτου ματώσει απ’ τα καρφιά…
τόσα καρφιά…
μα το όνειρο αρνιέται να το αγγίξουν
μέχρι το φως του φεγγαριού να το σκεπάσει…ελυ.
18) Ο ΚΥΚΝΟΣ
Σ’ένα αβέβαιο όνειρο φωνάζω
μ’ όλη τη δύναμη μου το όνομά σου
αίσθηση μακρινή και ακαθόριστη τότε μ’ αγγίζει
αγγίζει το γέλιο του θανάτου
σε ένα χορό λικνιστικό λυγίζει ο κύκνος
κι ο χρόνος χάνεται
τελειώνουν τα τραγούδια. Κι εσύ;
Σωπαίνεις. Δε μιλάς;
Πες μου τώρα, τώρα που γύρισα και πάλι εδώ
γιατί οι δρόμοι ερημώνουνε όπως παλιά;
Το ίδιο κτίριο στη γωνία να στεγάζει τους ηλικιωμένους
ασάλευτοι οι κορμοί των δέντρων
φλούδες σκληρές να πέφτουνε στο χώμα
κι ο σκύλος με ανεμελιά να το ανιχνεύει…
Κρότος όμως ακούστηκε στους άδειους δρόμους
ξύπνησε από το λήθαργο η γυναίκα
χάϊδεψε το κόκκινο τριαντάφυλλο
το απίθωσε στο στήθος της…
από μακριά ακούγεται η μουσική του Τσαϊκόφσκυ
ο χρόνος έδεσε τα χέρια του, λύνει τα μάγια
τα όνειρα πια δε θα ξανακοιμηθούν…
κι οι χορευτές πετούν μαζί.. αγκαλιασμένοι.
πετούν στον ουρανό….ελυ.
19) ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΤΖΑΜΙ.
Το τοπίο φαινόταν ξεκάθαρα
όλοι στη θέση τους δυο-δυο
οι συνδαιτημόνες να μοιράζουν το ψωμί
με χαμόγελα και αθώα πειράγματα ν’ ακυρώνουν δάκρυα
με μαχαίρι από λέξεις
κρυμμένες σαν το όρθιο φιλί να καρφώνουν
την κλειστή μοναξιά
που μετράει τα χνάρια του δρόμου
κι η ρωγμή απ’ το τζάμι την κραυγή της σιωπής να αφήνει.
Πάλι μοιράστηκε κρασί
τα ποτήρια αδειάσαν
κι η στιγμή παραμόνευε να ξεπλύνει ενοχές
μόνο τ’ όνειρο έμεινε μετέωρο να αντέχει το χρόνο
στη ζεστή παιδική αθωότητα….ελυ…..
20) Ο άνεμος….
Οι φίλοι οι δικοί μου οι παλιοί
ήτανε δέντρα
δέντρα που με κρατούσαν
στα κλαδιά τους
χωρίς κανένα αγέρι να τους τρομάζει.
Μέχρι που ένας άνεμος από αλλού φερμένος
μ’ άρπαξε μες στη δίνη του,
με πήγε μακριά
σε θάλασσα απέραντη μ’ άφησε μόνη.
Είδα σεντέφια και κοράλλια στο βυθό
όσα δεν είχα δει ποτέ μου
και η ψυχή μου ακροβατούσε
μ’ αχτίδες ήλιου,
ανάμεσα σε σύννεφα και παγωνιά…
Μέχρι που κι από εκεί νοστάλγησε
σε ήρεμα κλαδιά να ξαποστάσει.
-φίλε δος μου το χέρι σου… τί κρύο…
Αγαπημένα δέντρα,
πάντα προσμένανε να μ’ αγκαλιάσουν
στη σκιά τους…
Κι όταν τ’ αντίκρυσα ξανά
ο άνεμος αυτός πάλι σφυροκοπούσε
με μια μανία εντός μου!! Ελυ…
21)
α) “Εσύ ποίηση ..
Εσύ, εσύ μας ταξιδεύεις
σ’ ονειρικά πελάγη λογισμών
μες της χλαμύδας τις πτυχές από λινό
μιας νέας κόρης
αλαφροπάτητης μες τους αιώνες
της σιωπής.
Εσύ, σ’ αγάλματα Ρωμαϊκά
που ζωντανεύουν δάκρυα στης ομορφιάς
τ’ αντίκρυσμα
για το αξεπέραστο που σκάλισε φωτιά και επανάσταση
σ’ αιμάτινες τοιχογραφίες αγίων
ζωή το είπαν.
Εσύ, στην κάθε αμαρτία μας που ανοίγεις πόρτες
ήχους κρυμμένους σε καθρέφτες
φλεγόμενο σκοινί
μες την καρποφορία των σωμάτων
φως θεϊκό ανάμεσά μας
συντρόφεψέ μας.
Εσύ, σε μιας στιγμής απόγνωση
μέσα στο αβέβαιο της ζωής μας
κράτα απαλά το όνειρο
που άπλωσε ό έρωτας ανάμεσα στα σύννεφα,
τη μέθη του,
και στόλισε με άνθη το κορμί μας…
Εσύ ποίηση… μόνον εσύ…” ελυ.
β) Ποίηση…
Όπως όταν, μας ταξίδευες
στις μακρινές ΄θάλασσες
πριν το κύμα μας σκεπάσει
μες στις πτυχές λινής χλαμύδας
της κόρης της σιωπής μες τους αιώνες
και στα Ρωμαϊκά αγάλματα
και σκόρπιζες
της ομορφιάς το δάκρυ
μες σε φωτιά και επανάσταση
κι ήταν ζωή…
τώρα, τις πόρτες άνοιξε
στης αμαρτίας τα κρυμμένα
σε καθρέφτη
που φλόγισαν τα σώματα
μες την καρποφορία τους
κι έλα κοντά μας φως θεϊκό
όνειρα να κρατήσεις
στο αβέβαιο της ζωής μας
που άπλωσε ο έρωτας στα σύννεφα
τη μέθη του…ελυ 22.Μαρτίου 2016
22) Για τον Αντίνοο (συνομιλώντας με τον Pessoa)
α) Έκλαιγε η νύχτα με αναφιλητά
χέρι που ακουμπούσε στο δικό μου
γιατί μεγάλωνε η ρωγμή του πόνου μου
και κύλησε στ’ αστέρια..
Έγινε φωτοστέφανο γύρω απ’ το φεγγάρι…ελυ. ..
β) Έτσι ορίσαν οι Θεοί κι ο Δίας τη λύπη της αγάπη μας
μέσα απ’ την πέτρινη μορφή σου να περνά
σαν σάλπιγγα να διαλαλεί μες τους αιώνες…
ώσπου η διπλή ψυχή μας
λεύτερη απ’ το θάνατο να ξαναγεννηθεί
στου έρωτα την ομορφιά που προκαλεί τον πόθο
όπως προστάζει η ζωή…
Και τότε η νύχτα έκλαψε με αναφιλητά
βαριά τα βλέφαρά της
ακουμπισμένα στης ψυχής το βροχερό τοπίο
τη λύπη να κρατά στα χείλη σαν αλάτι
γιατί μεγάλωνε η ρωγμή του πόνου μου
και κύλησε στ’ αστέρια…
Έγινε φωτοστέφανο γύρω απ’ το φεγγάρι…ελυ.
##
23) Το φιλί
Με γλυκιά ταραχή..
τα καράβια μου καίω, λέω,
την ψυχή μου καμένη αδειάζω
σε λέξεις απλές και μικρές
για να δείξουνε πόθους κι αισθήσεις,
μα είναι τόσο φτωχές
μπρος σ’ εκείνο που αξιώθηκα πάλι
κι ήρθανε μέρες παράξενες
που αναιρέσανε ότι
οι αρχές επιβάλανε.
Τώρα όμως στο σύννεφο
από το φιλί κρεμάστηκα
σ’ ένα φως αναλλοίωτο
στου αιώνα την άβυσσο.
Νέα μέρα ξημέρωσε να ξεχάσει τ’ ανείπωτα
να βλαστήσουν οι λέξεις
στης ψυχής το κομμάτι τ’ ασμίλευτο
που γυρεύει σκαπάνη
για να βγάλει απ’ τα έγκατα
μυριάδες ανάσες προγόνων
σ’ ένα νέο φιλί.
Κάβοι που ΄δέσανε τα καράβια του κόσμου…ελυ
24) «Το φαινόμενο της πεταλούδας,
ποιητική μεταφορά, στη θεωρία του χάους»..
To φτερό της πεταλούδας
αναρίγησε…
εκεί στην Κίνα μάτωσε η ρωγμή
-αληθινή η θεωρία-
και η βροχή
στα λεκιασμένα φύλλα οδύνη.
Δεν ήταν ψέμα η θάλασσα
και ο γλάρος
στο ταξίδι της αλήθειας
να τρέχει στου απείρου το φτερό
ζευγαρωμένος με τον άνεμο
και η φωλιά
στου βράχου τη σχισμή μετράει
κόκκινα άστρα
μέχρι να έρθει ανατολή
να πλέξει με του ήλιου την αχτίδα
το όνειρο του ανέφικτου
στη λάμψη την ατέλειωτη του χρόνου…
θυμάται η θάλασσα…ελυ.
25) Κι αν…
Αδιάβατοι δρόμοι
σκοτάδι
παντού ενεδρεύουν σκιές
κραυγή
που τρυπά τις αισθήσεις.
Βαριά αλυσίδα σέρνει
τα βήματα.
Στη σκόνη του ονείρου
ομίχλη
κι αν φύγεις
κι αν μείνεις
αιμάτινη η ρωγμή
κατρακυλά στο περιθώριο
του χρόνου.. ελυ..
##
26) Το άγαλμα στο μουσείο….
Κατρακύλησε κι απόψε το φεγγάρι
Το μαύρο σύννεφο σκέπασε το φως του
Χαρίστηκαν τ’ αστέρια σ’ άλλη γη
και χωρίς έλεος, αδειάσανε τα χέρια
κι ούτε μιας λέξης ήχος…
ασθμαίνουν τα φωνήεντα σ’ ανάσες
που πνίγηκαν στο γύρισμα του χρόνου,
μιας πόρνης ιερή θυσία στο βωμό,
να ζωντανέψει της θεάς μαρμάρινο ομοίωμα
και τα σπασμένα μέλη της
προσκύνημα ελπίδας στο μουσείο…ελυ.
27) Για την Ειρήνη
Αφουγκράσου… ένα ταξίδι στ’ όνειρο
που χάραξαν οι κόρες στους αιώνες
και στήθηκαν μαρμάρινες
για να κρατούν τις ομορφιές
με την κατάδυση στα βάθη μας,
να σβήνουν τις φωτιές κάθε επανάστασης
στα μάτια Αγίων σε Βυζαντινές εικόνες.
Αφουγκράσου… μες στις ρωγμές του έρωτα,
ορίζει τον παλμό της η ζωή
στην απεραντοσύνη της ασύνορα
τα σύνορα σπασμένο συρματόπλεγμα
κομμάτι γης ανάσα στα παιδιά του κόσμου
κι η ζεστασιά στα παγωμένα δάχτυλα
μιας αγκαλιάς αγάπη, λίγο ψωμί.
Κι η ελπίδα στην καρδιά μια χούφτα αστέρια….Ελυ.
#
28) Να ξανάρθεις…
Φωτιά τα κομμάτια σου σμίγει
ήχος φωνής σαν ένα κύμα
χιλιάδες κύτταρα να παρασέρνει
κι ύστερα σιωπή σπαρακτική
σαν το λυγμό χελιδονιού που φεύγει
για χώρες μακρινές πρωί του φθινοπώρου
κι ο λυγμός γίνεται πόθος.
Να ξανάρθεις χελιδόνι, σου φωνάζει,
να ξανάρθεις,
άνοιξη θα ‘ναι σαν ξημερώνει
με τον ήχο σταγόνας του τριαντάφυλλου
να διαπερνά τον ξεχασμένο κήπο. Ελυ….
##
29) συμβιβασμός
Το σύμπαν όλο μια σκηνή
με κάτοπτρα
να καθρεφτίζουνε την πάλη
μες το καλό και το κακό
και συ ανάμεσα
θεατρική φιγούρα
να ξεριζώνεις μάσκες
που κρύβουνε καημούς
για την υπόσταση της ύπαρξής σου…
με μια λέξη μόνο απ’ τα χείλη
της σιωπής.. ελυ..
30) Η τρελή γριά
Η τρελή γριά πήρε αγίασμα από τη λέξη
μεταμορφώθηκε σε εταίρα
και τρυφερά αγκάλιασε τον κύκνο…
ύστερα το σύννεφο έγινε γκρίζο κι η λίμνη δάκρυσε
κι ο Φοίβος έκλαιγε… ελυ…
32) Χειμερινό ηλιοστάσιο
Ψηλά σηκώθηκες ήλιε μου πάλι…
Θριαμβευτής,
ζωή να δώσεις στην παγωμένη φύση
μες την εκλειπτική πορεία σου
σαν έτοιμος από καιρό στέκεις
αήττητος
στον κόρφο του ουρανού να ξαναγεννηθείς
μες τη χειμερινή τροπή
γιορταστικά Χριστούγεννα δικαιοσύνης
να φέρεις στα παιδιά
που αναζητούν
Ψίχουλα στα σκουπίδια
Ξεχασμένα σ’ ένα χαμένο όνειρο. ελυ.
#
33) Τα ξένα..
Σαν θα γυρίσεις απ’ τα ξένα
μη λησμονήσεις
την παλιά κασέλα της γιαγιάς
όλα εκεί στα έχω φυλαγμένα
ρούχα χαράς σε φώτα γιορτινά
μένουν ακόμα στοιβαγμένα
με τ’ άρωμα της απουσίας σου
όμορφα διπλωμένα
ξεχάστηκαν
σ’ απόηχο μιας γλώσσας ξενικής…ελυ.
##
34) χειμώνας
Κι ο πόθος μοιράστηκε στα δυο..
σαν το ρόδι
χαράκτηκε μ’ ένα μαχαίρι
σ’ αιμάτινες σταγόνες…
κρυφτήκανε οι λέξεις στο συρτάρι
να μη φανούν,
μόνο προσχήματα
κι αυτά συγκαλυμμένα.
μες την αδράνεια και την ανυπαρξία
κυλήσαν οι ανάσες,
έρμαιο λες στο τίποτα
σαν φύλλα κίτρινα που σάπισαν
στο έμπα του χειμώνα. //ελυ..
35) Δον Κιχώτης…
Κι εμείς ακόμα πολεμάμε
με … τόσους γίγαντες …
-Μα είναι ανεμόμυλοι.. δε βλέπεις;
Τότε έκλεισα τα μάτια
δε θέλησα να δω
μέσα σε κρότους είχε κυλήσει η ζωή μου
-Γίγαντες είναι… σου είπα..
μα ο φόβος με κυρίευσε…
μάταια αναζητούσα
μια λέξη που δε χάρισε φιλί
στη λησμονιά…
κι αν ήταν ανεμόμυλοι;
Όλα γκρεμίζονταν..
Μα αυτός είναι ο κόσμος μου
που ντύθηκε το ψέμα
για να αντέξει..
Μην ξεθωριάσει τ’ όνειρο…ελυ…
*##
36) Η πεταλούδα
Και ξάφνου πέρασε ο καιρός
μια μαύρη πεταλούδα από πέτρα σε πέτρα
φορά στα φτερά της το χαμόγελο της έλλειψης
τότε το παιδί
μάζεψε βιαστικά τις σκόρπιες μαργαρίτες
που μαδούσε κάθε τόσο
κάτω απ’ τα μάτια βαθαίνοντας λέξεις στεγνές
το φεγγάρι
στο τελευταίο του τέταρτο ματώνει
τα φύλλα στα δέντρα βάφει κόκκινα
και μ’ ένα μαύρο πανί σκέπασε
την ομορφιά της λύπης
το όνειρο
γέμισε λάσπη στη ρυτίδα της μνήμης
που φώναζε…πρόσεχε το σκοτάδι…
και το παιδί γέλαγε… το παιδί γέλαγε
έμαθε να γελά στα ψέματα
μιλώντας τη σιωπή…ελυ…
37) ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΟ
Πέθανε απόψε το παιδί
ο τοίχος έλιωσε το κλάμα του
φως το σώμα του έντυσε
το ψεύτικο χαμόγελο της έλλειψης…
κι εκείνο έκλεισε σαν αχιβάδα…
περίμενε μια λέξη μόνο
να σβήσει άλλες κάλπικες και αχαλίνωτες
για να σωθεί
δεν ήτανε για τα ζαχαρωτά που του ’κλεψαν
έμαθε και χωρίς αυτά
ήθελε μόνο μία λέξη
και το φεγγάρι μεθυσμένο δε σκέπασε τη λύπη του
το άφησε στη σκιά του
μακριά από κάθε θύμηση
μόνο ο αέρας του ψιθύριζε
παράξενες ανάσες ξεχασμένες
και το παιδί απ’ το φόβο του
μέσα απ’ το σώμα του κλειστού τριαντάφυλλου
κρατούσε τα παιχνίδια που είχε μάθει
μόνο του στο βυθό της θάλασσας
σα μίλαγε με το νερό
και την ανάγκη
που όρισε την προσφυγιά…. Ελυ
38) ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Το τελευταίο τέταρτο του φεγγαριού
πρόβαλε απόψε μ’ οστέϊνο φως, λευκό
λευκός είναι ο θάνατος, είπε
εκείνη η γυναίκα
και το σκέπασε μ’ ένα μαύρο πανί
για να μη μου δείξει την άλλη όψη του…
εκείνο όμως
με πήρε τότε απ’ το χέρι
δες, μου λέει
πίσω από το κάθε πράγμα
βρίσκονται συρρικνωμένες προοπτικές
κι ένα καπέλο γεμάτο αναμνήσεις
που σπρώχνονται να βγουν στην επιφάνεια…
μα ο σκύλος μου γαύγιζε κλαίγοντας
και με τραβούσε
σ’ έναν κήπο με άρρωστα τριαντάφυλλα…
θα ζωντανέψουνε, μου λέει
μείνε εδώ…
τον άκουσε και ένα μαύρο σύννεφο
τύλιξε βιαστικά το φεγγάρι στην αλήθεια του
κι έριξε ευεργετική βροχή
μαζί με τα δικά μου δάκρυα. Ελυ.
39) Η ΑΝΟΙΞΗ
Όπως όταν μας χόρευε η άνοιξη
κι άγγιζε την καρδιά
κι οι λέξεις ζωντάνευαν
κι οι γλάροι στροβιλίζονταν
και κόκκινα φύλλα πετούσαν
να φτάσουν τ’ αστέρια
κι εκείνο το άυλο αστέρι
έπαιρνε χρώμα
και άνθιζε στα χείλη
κι ο αέρας τραβούσε
σε γλυκιές σκιές
έτσι, ας έρθει άνοιξη πάλι…
Φως Αναστάσιμο
κόκκινο αστέρι απαλά
στα μαλλιά να καρφώσει
πριν λιώσει το δάκρυ ο τοίχος. ελυ..1/5/
40) ΔΑΚΡΥΑ
Δάκρυα κυλάνε τα καρφιά Σου
λέξεις που στάθηκαν
«μετά βαϊων και κλάδων»
σ’ ένα στεφάνι άχρωμες τώρα
ματώνουν όνειρα
κι είπες…Μοίρα μου…
Μοίρα μου έγινες…
με φωτιά να μου δένεις τα χέρια
και η νύχτα νωρίς το κορμί να σκεπάζει.. ελυ.28/4
##