Αντώνης
Σ’ ένα καρφί
Κρεμιέται ένα δρεπάνι
Πες μου , χρυσή μου λήθη
Πόσα δεμάτια έκοψες
Πόσες ψυχές απέσπασες
Τι έχουν πει για σένα
Πολύ φοβάμαι
Πως σημασία δεν δίνεις
Χάροντα….ΑΝΤΩΝΗΣ.22/3/18
Για τον Αντώνη
Τα περιστέρια ήταν μαύρα
στέκονταν σε χορό γύρω απ’ το χώμα
είχαν τινάξει τα λευκά φτερά τους
πρόσμεναν σώμα και αίμα
ν’ αγγίξουν με το ράμφος τους…
κραυγή στο στόμα του ανθρώπου
άνοιγε τρύπα στο φεγγάρι…
κι εσύ κοιμόσουνα ατάραχος
μέσα σε μιὰ στοὰ νυχτερινὴ ή μάλλον
περίμενες μαζί τους για να παίξεις
«ένα παιχνίδι είναι όλα», έλεγες,
«της μοίρας το παιχνίδι, ένα ρίσκο»
και όλα τυλιγμένα από καπνό
που διαπερνά φτερά αγγέλων
«μαγεία» έλεγες γελώντας
«όμως κανείς δεν θάβει εδώ λουλούδι»
και γέλαγες με γέλιο που σαρκάζει τη ζωή
γέλαγες με αστεία και πειράγματα
γέλαγες στρέφοντας το δάκρυ προς τα μέσα …
τώρα εγώ θα σου φτιάξω ένα πέτρινο σπίτι
στους ανέμους να αντέχει στη βροχή σαν φοβάσαι
και λευκά περιστέρια
θα σε ανεβάζουν σ’ έναν άσπρο ουρανό
κι από κει θ’ απαγγέλουν
αργά τα τραγούδια σου…ελυ.4/8/18
…
Για τον Αλέξανδρο
Εκείνο το μαντίλι ήτανε μαύρο
κι εσύ περίμενες
να ξεγλιστρήσει απ’ το κεφάλι
τότε έγινε σύννεφο σκοτεινό
τύλιξε το δέντρο του κήπου
ένα πουλί έπεσε στο χώμα
χώμα σκέπασε
τα χαμένα φτερά σου
κι ένας καθρέφτης με τη μορφή σου
κομματιάστηκε
σώπασε και το αγριεμένο ποτάμι
ανάμεσα στα δάχτυλά σου
μα εσύ συνεχίζεις να γράφεις ποιήματα
ποιήματα χωρίς φωνή, χωρίς λέξεις
να απλώνονται στις σκιές
μες τα χαλάσματα του δρόμου
σε κηλίδες από αίμα
μ’ ένα χαμόγελο ειρωνείας
κι εμείς ν’ αναζητάμε την άγνοιά μας
στα απωλεσθέντα…ΕΛΥ.2/3/18
Για τον Κυριάκο
Απόψε φόρεσα ένα μαύρο μαντίλι στο κεφάλι
φοβήθηκα την καταιγίδα
κρύφτηκα κάτω απ’ το τραπέζι
εκείνη με έσυρε από τα μαλλιά
με κάρφωσε στον τοίχο τα πόδια αιωρούνται
ρώτησα το όνομά μου
μου είπαν…Ξένη
Ξένη κι έκλεισαν το παράθυρο
κι ο τοίχος όλο υψωνόταν… υψωνόταν
η κορυφή είχε σβηστεί
σε λίγο θα φτάσω εγώ εκεί
κλείνω τα μάτια…
Φοβάμαι την κατακόρυφη πτώση
το μαντίλι ξεγλιστρά απ’ το κεφάλι μου
στροβιλίζεται στον αέρα
αγγίζει το σύννεφο και τα καρφιά
αυξάνονται…
ελυ.16/2/18
Για τον Κωστάκη
Εκείνο το πουλί
ήρθε και πάλι σήμερα
στάθηκε στο παράθυρό μου
είχε ένα σπασμένο φτερό
με κοίταξε σιωπηλό
με την ασυγχώρητη λήθη
δάκρυ ενοχής κυλούσε στα μάτια του.
Το δικό μου δάκρυ
γινόταν πέτρα
σ’ ένα πέτρινο προσωπείο,
μιας άλλης εποχής, ξένο…
-εκεί να σταθείς, μου λέει, δες,
μες τη ρωγμή του χρόνου
ο κόσμος γκρεμίζεται
με κίβδηλους ήχους
τα όνειρα ξεθωριάζουν.
Είπε, κι εγώ έμεινα στο πουθενά
μ’ ένα ματωμένο φεγγάρι
στις χούφτες μου.
Τότε το πουλί με το σπασμένο φτερό
μάζεψε τα δάκρυα
έχτισε ένα πέτρινο τοίχο γύρω μου
και πέταξε μακριά…ελυ. 2ο.6.18
Στη μνήμη της Αντζι ·
Θυμάμαι εκείνην που χάθηκε
της είχε φορέσει η μάννα της
μια βαριά χρυσή πέτρα
στο λαιμό
το σπίτι της ήταν πλάϊ στο ποτάμι
χαρούμενο.
Οι χρωματιστοί φίλοι,
άχρωμα φαντάσματα τώρα,
έρχονταν μ’ ένα μπουκάλι κρασί
εκείνη γελούσε…
γελούσε…
αυτοί γύρω απ’ το τραπέζι
έπιναν στην υγειά της….
κι εγώ πρόσμενα στριφογυρίζοντας
μια ηλιαχτίδα
ώσπου το ποτάμι
ζήλεψε την ομορφιά της
την κράτησε κοντά του
και η χρυσή πέτρα τυλίχτηκε
στο ματωμένο φεγγάρι
και βυθίστηκαν….ελυ.11.5.18
Στη μνήμη της μάνας
Πόσο μου λείπεις τώρα
τώρα που γίνεται σκοτάδι…
όμως κρατάς γερά το χώμα
προσμένεις…
Σε θυμάμαι να γελάς
-γελάς όμορφα, σου έλεγα…
-έλα να φας το πρωϊνό σου, έλεγες εσύ
κι ακόμα με φωνάζεις.
-Σταμάτα μαμά να μου το ετοιμάζεις,
είσαι πεθαμένη δεν το βλέπεις;
Ένα δάκρυ για σένα…
ξέρω όμως,
προτιμάς ένα χαμόγελο
κι αυτή είναι η απάντησή σου…
περάσαν τόσα χρόνια…
σαν και σήμερα ήταν…ελυ.7.5.18
Μαύρη χρονιά
Πνίγομαι μέσα στο μαύρο
κατρακυλάω σε μαύρα νερά…
Από τον άσπρο ουρανό
ένα χέρι περίλυπο με αγγίζει
-Τράβηξέ με του φωνάζω…
φοβάται το μαύρο
κρατάει σφιχτά τον ουρανό
μη σκοτεινιάσει κι ύστερα
κοιτά το άδειο του χέρι
δεν πρόλαβε να δει το αστέρι
που κατρακυλούσε μέσα μου
στα σκοτεινά νερά και με χάραζε..
ήτανε κόκκινο το αστέρι
και βυθίστηκε μες τις φλέβες μου…ελυ.28/8/18
Στον κύκλο
Μες της σιωπής τον κύκλο
τον κύκλο που δεν άφησε να κλείσει
με ανοιχτές πληγές
να λειώνουν τα σκοτάδια
κι ένα φεγγάρι ματωμένο
να μαρτυρά το νέο θάνατο
για πράγματα ανέγγιχτα
που ένα αβέβαιο όνειρο
κάποτε φανέρωσε………..
Ελευθερία
Ακριβή μου ελευθερία
Δεν σε αποζήτησα
ήσουνα καταφύγιο συνήθειας
κι ανάγκης
ζωή στα μέτρα σου χτισμένη
τώρα λιθάρια γκρεμιστήκαν
που θα χτιστούν ξανά
με τη δική σου απεραντοσύνη
εκείνης της ελεύθερης σκλαβιάς
μες την αβεβαιότητα του ονείρου
σ’ ιδανικές κρυμμένες μελωδίες…
Ρόδι που έσπασε
Θα ευθυγραμμίσω το φως
με στόχο τα πράγματα
ώστε η αντανάκλασή του
να καρφωθεί σχηματίζοντας
μια οξεία γωνία μέσα μου
και να με κάψει σαν μια ελπίδα
κι ότι η μοίρα μου σχεδίασε
πάνω σε μια αναποδογυρισμένη
ακτίδα ήλιου να εισχωρεί στη Δύση
δεν θα αφήσω να σβήσει
το κόκκινο αστέρι απ’ την ψυχή
που έκοψε ο λυγμός στα δυο
σαν το ρόδι που έσπασε
κι ας αιμορραγεί η πληγή
απ’ το παλιό χρυσάφι…
που σαν φάντασμα μ’ αλυσοδένει…
Στο δρόμο…
Ήταν το ξύπνημα του ανθρώπου
στης νάρκης τη ρωγμή του πόνου
στον ίδιο δρόμο το φεγγάρι
οι φλούδες του πεύκου στο χώμα
πεσμένες από τον κορμό
κι ο Φοίβος πίεζε το χρυσαφί του πόδι
και με τα νύχια του να τις καρφώνει
με φόβο μη ξεσηκωθούν απ’ τη βουή του ανέμου
όπως οι λέξεις, τότε…
τότε που η σκέψη τριγύριζε σε δρόμους
μακρινούς και η ζωή κυλούσε
ανάμεσα σε κρότους
τότε που η λησμονιά δεν άγγιζε τα χείλη …
τώρα οι λεύκες να φυσούν αργά-αργά τα φύλλα…
το ίδρυμα στη θέση του ο δρόμος πάντα ίδιος
οι ίδιοι κι οι περαστικοί οι ανάσες ξεχασμένες
κι ούτε ένας ήχος
να ψιθυρίζει απαλά του ονείρου…
όλα βαθιά κρυμμένα
μες της λευκής τυφλότητας το πέπλο
πέπλο υφασμένο με λόγια γλυκά της πίκρας
μονάχα ο Φοίβος να θυμίζει
την ομορφιά του εφήμερου…ελυ.
Το καπέλο
Φόρεσα εκείνο το καπέλο
ήταν γεμάτο κίτρινη βροχή
μια τρύπα στο γείσο του
άφηνε το νερό στάλα-στάλα
να πλημμυρίσει έναν αρχαίο τάφο
τάφο που κάρφωνε τα πόδια μου
ένα μαρμάρινο πουλί
ήρθε και στάθηκε
στον ώμο το δεξί μου
με έσυρε σε μέρες μακρινές
τότε που με τα δυο μου χέρια
χάϊδευα τ’ αστέρια
ξυπνούσαν οι αλήθειες μέσα μου
κι ο κόσμος των νεκρών
κύκλωνε ανάσες και σκέψεις
σκέψεις που αφρίζουν μια λευκή συμφορά
δε θυμάμαι πότε πέθαναν όλοι
κι έμεινα εδώ
με δυο ανυπεράσπιστους φίλους
και μια πεταλούδα με ματωμένο φτερό
ο χρόνος περνούσε από πάνω μου
κι εγώ έκανα κύκλους
γύρω από εκείνο το παιδί
που με κρατούσε σφιχτά
απ’ το φουστάνι της μοίρας..
Συνάντηση με το χρόνο
Στο ίδιο τραπέζι
όταν ο πόνος κομμάτιαζε
έπεφτε δειλά ο ήλιος
οι λέξεις πήραν χρώμα φωτιάς
κάρφωσαν τις στιγμές
ήταν τότε
χρόνοι τέσσερις
εβδομάδες τέσσερις
μέρες τέσσερις
στο ίδιο καρφί
ένα πουλί έσκουζε βραχνά
κι ένα χελιδόνι
αποζητούσε καλοκαίρια
καλοκαίρια που χαρίστηκαν
κι έφυγαν
κι οι ώρες όγκοι φωτός
να κατρακυλούν εντός μου
να κρύψουν την αγρύπνια
οι ώρες ύστερα έκλαιγαν
έκλαιγαν το φόβο φοβισμένες… «.ΜΑΥΡΟ ΔΕΚΑ ΟΚΤΩ»
##################################################
1)Τυχαία συνάντηση
Ανατροπή του ανέφικτου
στης στείρας διαδοχής τις άδειες ώρες
ώρες αβεβαιότητας
σε δρόμους πρωτοϊδωμένους
τόσα χρόνια πριν
που ένα κόκκινο φύλλο φτερούγισε
απ’ το ένα πρόσωπο στον άλλο
στης οικειότητας το άγγιγμα
ήταν στιγμή…
μνήμες ξυπνήσαν τα κύτταρα
κι αφέθηκαν στο δέρμα
όταν εκείνο το παιδί
έκρυψε τ’ αστέρια στην τσέπη του
και ξεκρέμασε το φεγγάρι
Χώρεσε όλο στον κόρφο μου
με τόσο φως
που έχασε το δρόμο της η φωνή μου
γιατί ήθελα να κρατηθώ
στην ώρα των πραγμάτων..,.
2) Εκείνες…
Εκείνες οι γυναίκες γίνονται σπίτια
εκείνες οι γυναίκες βάζουν φτερά
σκεπάζουν προστατευτικά
παιδιά, άντρα και σπίτια
κι ύστερα πετούν
πετούν με τις μνήμες
αγγίζουν το κόκκινο άστρο
κλείνουν μέσα του τις λέξεις
λέξεις φορτωμένες πούπουλα
για να πετούν μαζί τους
τα δάκτυλά τους προσμένουν
νοσταλγικά κι ύστερα
κόβουν ένα τραγούδι
απ’ τον ανθό της λεμονιάς
και μιλούν με το σύννεφο…
3) Εκείνη
.Εγώ είμαι νερομπογιά
έτσι δεν μου είπες;
να διαλύομαι με το πρώτο ψιλόβροχο
κι ύστερα να εξαφανίζομαι
πώς αλλιώς;
Μα για έναν ήσυχο ύπνο…
ενώ εκείνη
με ανεξίτηλη μπογιά
να συναρμολογεί τα κομμάτια σου
και τα όνειρά σου…
4)Κόκκινο τριαντάφυλλο
Μέσα στα ρούχα μου γλιστρώ
με τo σημάδι απ’ το ταξίδι
κόκκινο τριαντάφυλλο
στο δέρμα κολλημένο
λέξεις αγκάθια το τέλος
να τρυπούν
να χάνει το κορμί το σχήμα του
τα μάτια που έβλεπαν όλη τη γη
να μοιάζουν
με λίμνη τυφλή
τυφλή να χύνεται αδιάκοπα
στο εκμαγείο
το έστησα με χέρια παιδικά
ανίδεος τεχνίτης χωρίς επιλογές
των υλικών
κι η ανάσα να νιώθει το τέλος
όπως δυο σύννεφα
στις άκρες του ουρανού…
΄ ε
5) .Ένα κάτι
Είμαι η δούκισσα του τίποτα
περιμένω ένα κάτι
να φεγγοβολήσει
απ’ τα άδεια κουζινικά
δυο συλλαβές μόνο
ένα «κα» κι ένα «τι»
ο ανατρεπτικός αέρας
παρασέρνει
αλλού το “κα” αλλού το “τι”
εδώ κάτω
ο ουρανός κατρακυλά.
η γυναικεία υπόσταση
σκορπίζεται
στη σκόνη του χρόνου
μένει άδεια η παρουσία
με τα παράσημα τιμών….
6)(συνομιλία με το ποίημα «Η Άννα που ήταν τρελή» της Ανν Σέξτον)
Δος μου εκείνο το τριαντάφυλλο πάλι
που μου ψιθύριζε «Πάρε με μέσα σου.
Πάρε με. Πάρε.»
Και πάψε να φοβάσαι όπως κι οι γύρω μου
εμένα και το άλλο μου πρόσωπο…
εκείνο που μαρτυρά ένα «λοιμώδες νόσημα‘»…
Κι έλα πες μου..
Μήπως διατάραξα την ηθική σου υπόσταση;
Μα η ψυχή γέμισε άρωμα….
Μήπως σου έκλεψα την πολύτιμή σου ενέργεια;
Να σου χαρίσω ήθελα…
Έλα πες μου,
ή καλύτερα γράψε μου
από κει απ’ τα ξένα,
είναι τόσο μακριά για να σ’ ακούσω
γράψε μου.
«Άννα δεν είσαι τίποτα άλλο από στάχτες …»
Ναι, οι στάχτες που σκορπίστηκαν…
Ή μήπως μου το είπες
και δε θέλησα να το πιστέψω
γράψτο μου όμως θα είναι καλύτερα
ίσως έτσι καταφέρω να τις συμμαζέψω
μέσα σ’ ένα ξεχωριστό σταμνί
να τις κρατήσω σε περίοπτη θέση
για να θυμάμαι…
7) Ρίζα
Ψάχνω τη ρίζα μου
ναι είναι στέρεη
κι αν λύγισα
με στήριξε
κι εσένα τώρα να ριζώσω
να μη λυγίσεις
κράτα με…..
8)Τα όνειρα
Αναζητώντας χάρη
μήπως λυθεί
μυστήριο της αυλής μου
τα λυγισμένα δέντρα
χωρίς καρπούς
βαρύ το χώμα απ’ τα όνειρα
τα πνίξανε συνθήκες
και συμβάσεις…
9) Στα πέταλα της μαργαρίτας
Κι η ανάσα αφήνεται
στο όνειρο
μιας απουσίας
απουσίας που δήλωνε
παλμό ζωής
κι αναρωτιέμαι ψάχνοντας
προσμένοντας
στης λέξης το βυθό
αθέλητης και «Εύφλεκτης Απόστασης»
που όμως
αγαπώ να την γράφω
μαζί με μια καλημέρα εκεί στο περβάζι
του παραθύρου σου
μ’ ένα ποτήρι δροσερό νερό
και μια μαργαρίτα…
..
10)Ο τρελός
Ένας τρελός ξεπρόβαλλε
από το κόκκινο άστρο
αίνιγμα δυσανάγνωστο
μα η τρελή του φεγγαριού
το διάβασε καλά
άλλα νοήματα έδωσε
και δρόμο ανοίγει…
τότε εκεί στήνουν χορό
χορό στήνουν απρόσμενο
μες τις βαθιές ανάσες…
στης τρέλας τη βουή
μαζεύονται τα σύννεφα
σκόνταψε το αστέρι
κι ύστερα απλώνεται η σιωπή
και το φεγγάρι δάκρυσε..,
και έγινε χλωμό….
11) Με τις λέξεις
Σήμερα αντέχω το δύσβατο δρόμο
με χορτασμένη ανάσα
σ’ ένα κόκκινο αστέρι
προχωρώ με σταθερό βήμα
πάνω από αγκάθια κι αγριόχορτα
κρατώ μόνο τις λέξεις μου
χωράω ολόκληρη σ’ αυτές
άρμα τις κάνω και κλείνω τα μάτια
φεύγουμε μαζί για μαγικό ταξίδι…
12) Ο χρόνος
Περπάτησα το χρόνο ανάποδα
εκείνος σύρθηκε επάνω μου αργά
γιατί ήθελα να κόψω ένα λουλούδι
λουλούδι που σαν άγγιξα
μαδήσανε τα πέταλα όλα
μέσα στις χούφτες μου
μαδήσανε απ’ τα φιλιά του ανέμου
μοσχοβολώντας
κι ο χρόνος γέλασε
ήταν το πρόσωπό του ειρωνικό
με κοίταξε και στάθηκε αμέτοχος
κι ύστερα κατρακύλησα τη ράχη του
κρατώντας μόνο το άρωμά τους
13) Γενέθλιο
Σήμερα ντύθηκα ένα
πλατύ χαμόγελο
το ‘πλεξαν χίλιες ευχές…
μ’ αγαπούν τόσοι φίλοι μου, είπα…
και οι μνήμες ξυπνήσαν
ζεστή αγκαλιά
κάρφωσαν άρρητα σύμφωνα
που ζέσταιναν ψίθυροι
κι ένας κόκκινος ήλιος
διώχνει το σύννεφο
και μια αχτίνα του ρίχνει
στο μαξιλάρι μου…
14) Κ Α Λ Υ Ψ Ω
Το βράδυ έφυγες μετανιωμένος,
κυνηγημένος είπες,
οι δαίμονες, σε πνίγουν
οι αξίες σε ανακαλούν
ακόμα και μια αίσθηση
στην κόψη του ξυραφιού
με πόνεσε η ανάσα σου, βουβή,
μισή εδώ.. κι η άλλη μισή
ναι, στις θυσίες…
Ούριο άνεμο παρακαλάμε,
μα όχι, εκείνη η περιπλάνηση.
Φύγε! Πονάω.
Σχεδία ετοιμάζω
Φύγε!!
15) Φως και Σκιά
Δυνατός αέρας
Άνοιξε το παράθυρο
στο φως
μέτρο ζωής
το απροσδόκητο
βήματα ελλιπή
στις αχτίδες του ήλιου
μα ο ίσκιος του χρόνου
έπεσε στ’ όνειρο
συντριπτικά!!!
16)Φεύγεις
Κι ακολουθείς
εκείνο, το τρένο της μεγάλης φυγής;
Το τελευταίο ήταν
σ’ ένα τρύπιο βαγόνι
σ’ εκείνο,
να βρέχεσαι από παντού.
Κι ακολουθείς…
Για το άγνωστο,
συντέλεια του δικού σου κόσμου.
17) Η ντουλάπα
Η ντουλάπα δεν ανασαίνει
κατέβασα το φόρεμα
με τα χιλιοφορεμένα αγγίγματα
τη ματιά που μ’ αναζητούσε
καρφωμένη στο μέρος της καρδιάς
Το φόρεσα
Αιώνες απλωθήκαν στο γιακά
στην τσέπη
ένα εισιτήριο από μακρινό ταξίδι
ένα λουλούδι μιας πρωτομαγιάς
μοναδικής
κι ο απόηχος από ένα ποίημα
το φόρεσα
και προχωρούσα
πολλοί μαζί μ’ ακολουθούσαν
τόποι κι ανθρώποι
και το χάδι της μάννας μου
το τελευταίο..
19)Το πουλί
.Εκείνο το πουλί
ήρθε και πάλι σήμερα
στάθηκε στο παράθυρό μου
με σπασμένο φτερό
με κοίταξε σιωπηλά
ένα δάκρυ κυλούσε στα μάτια του
το δικό μου δάκρυ
είχε γίνει πέτρα
σ’ ένα πέτρινο προσωπείο
ξένο, μιας άλλης εποχής…
-εκεί να σταθείς, μου λέει,
δεν το βλέπεις ;
-Μες τη ρωγμή του χρόνου
ο κόσμος γκρεμίζεται
τα όνειρα ξεθωριάζουν..
Τότε μου μάζεψε τα δάκρυα
έχτισε ένα πέτρινο τοίχο γύρο μου
και πέταξε μακριά…..
20) Σήμερα
Ένα πουλί ήρθε και στάθηκε
στο περβάζι του παραθύρου
ράμφιζε το τζάμι
σιωπηλό
είχε κρεμασμένο στο φτερό του
την προσμονή
τυλιγμένη στο πράσινο φύλλο.
Μου την επιστρέφεις; ρωτώ.
Δεν μου απάντησε…
τότε ακούστηκε από απέναντι
o ήχος της καμπάνας
Ημέρα της αγάπης, μου απαντάει
και πέταξε ψηλά…
21) Οι λέξεις
Kαι το τρένο περνούσε
άφηνε όνειρα
σ’ ένα παγκάκι του σταθμού
απλωμένα.
Κι ένα φιλί
βουλιάζει χωρίς όνομα
ανάμεσα
στο ποτέ και στο πότε.
Κι οι λέξεις
με τη δειλή μακροθυμία τους
σέρνονται στις ράγες
στην αδειασμένη ώρα.
Χαράχτηκε η σάρκα εκεί
καρφωμένη
περιδιαβάζοντας
την ουτοπία.
22)Το άγγιγμα
Κι οι ανάσες απ’ το θάνατο απλωθήκαν
Χαράζει άυλο άγγιγμα το αδοκίμαστο
το δάκρυ στα φυλλοκάρδια Λύτρωση
κραυγή στην αδειασμένη ώρα τρυπάει τους τοίχους
με τη δειλή μακροθυμία της κάθε λέξης
καμένα σύρματα η φωτιά ακόμα σιγοκαίει
σύννεφο μέθης τύλιξε ανίσχυρα κορμιά..
κι η βουή της σιωπής δυναμώνει..
###
23)Συνομιλία
Ο άνεμος δεν έχει χαλινάρι,
είπες.
Σκορπίζεται και σκορπίζει
ότι βρει στο διάβα του.
Οι χαρές..
Θύελλα στα αισθήματα.
Μα ποιος στο έμαθε εσένα;
Δες λοιπόν,
ότι απέμεινε…
ένα χάρτινο ομοίωμα μόνο..
Βαθιά καρφιτσωμένο
στο μέρος της καρδιάς..#
24)απάντηση …
Γι αυτό σου λέω φύγε…
κι ήσυχος να ‘ναι ο άνεμος
τα δάχτυλα ματώνουν
με ψέμα την αλήθεια
που ο χρόνος
την καρφίτσωσε βαθιά
για να ξυπνήσει η μνήμη
πάνω στο μέρος της καρδιάς…
δες τώρα τι απόμεινε…
το χάρτινο ομοίωμα μονάχα
γι αυτό σου είπα φύγε…
25)Γενέθλιο
Τα φύλλα μου μιλούν κάθε χειμώνα
κίτρινα πέφτουνε στα πόδια μου
λένε πως θέλουνε να με γλυτώσουν
από του χρόνου την παγίδα
κι εγώ αγκαλιάζω τον κορμό του δέντρου
ένα αστέρι πέφτει στα μαλλιά μου
η άσπρη κουκουβάγια απ’ το κλαδί
φοράει τη σιωπή μας
μου φέρνει δάκρυα
μ’ ένα μαντήλι δένω τα μάτια
για το παιχνίδι της τυφλόμυγας
μιλώ με τη φωνή ξένου πειθαρχημένα
ζητώντας μετενσάρκωση σε ένα ποίημα
ίσως δεν είμαι πια εκείνη η γυναίκα
ίσως μες την υπόγεια προσμονή
ασύνορης ελπίδας
κλειστούν τ’ αρώματά της…
###
26) Στη ρωγμή
Τότε
μου ψιθύρισες μέσα από ένα λουλούδι
κι αφουγκράστηκα
τη φωνή της καρδιάς σου
να πιστεύει σε μένα και το στόμα ν’ ανθίζει…
Τώρα
και πάλι ζητώ μια φτωχή μαργαρίτα
και αυτή θα μου πει
θα τ’ ακούσει η ψυχή μου
αν αλήθεια τώρα πια δεν μ’ εμπιστεύεσαι…
Και μετά
θα κρυφτώ στο κορμί μου για πάντα
κι ας με κατοίκησες χρόνια
εκεί βαθιά στη ρωγμή
που ο θάνατος προκλητικά είχε χαράξει…
27)φεγγάρι μου
Κρεμάστηκες στις λέξεις, φεγγάρι μου
και οι σκιές σου απλωθήκαν
μέσα μου
κοιμήθηκε το όνειρο
ρωγμές χαράχτηκαν στης μνήμης τις σιωπές
σιωπές δικές σου αγαπημένες
στου έρωτα τη νύχτα
οι τόποι τώρα άγνωστοι
αδειάσαν απ’ το φως σου…
28) ) Σιωπή
Το δωμάτιο είναι γεμάτο σιωπή
σε μια λευκότητα οι λέξεις τυλιγμένες
σκορπίζονται άτσαλα γύρω μου
σχηματίζουν ένα λευκό πουλί
που στέκεται στον ώμο μου.
λευκό φως διαπερνά το κορμί μου
έγινα διάφανη
που είσαι Άννα;
Μες τη λευκή τυφλότητα σ’ αναζητώ
εκείνη ήταν η αλήθεια μου
πώς να τη ζωντανέψω;
την έκρυψα με αδέξιες λέξεις
και τώρα γράφω…γράφω
κι όσο γράφω Άννα
η σιωπή πιότερο με καταπίνει…
29) Φωνές
Κάτω απ’ τις λέξεις κρυμμένες φωνές
φωνές σιωπής
τρυπούν το δέρμα κι εσύ
αφήνεσαι σε ήσυχο ύπνο..
πως έκανες τάχα το καθήκον σου
εφησυχάζοντας
κι εδώ γεμίζει το δωμάτιο με λέξεις
λέξεις με χρώμα και φωνή
έναν Οκτώβρη σηκώσαν επανάσταση
έπεφταν σαν τ’ αστέρια
κι εσύ κρυβόσουν μες το σώμα μου
ύστερα έμεινε εκεί ένα μικρό κόκκινο.
τριαντάφυλλο…
30) Το όνειρο
Μνήμη εφηβική απόψε
Ταξίδεψε με πλοίο της ζωής
στάθηκε σε συνώνυμο κλαδί.
Φυσούσε έξω από το τζάμι
ξύπνησε τ’ όνειρο
όνειρο που γαντζώθηκε στ’ ανέφικτο
σαν τον αέρα που σκορπίστηκε
γιατί δεν άγγιξε τα φύλλα .
Στην τεντωμένη κλωστή του χρόνου
κυλά τραυματισμένο
από τα βέλη του θανάτου…
31) απόψε
απόψε γονατίζει το φεγγάρι
στο πρώτο του τέταρτο
σιωπηρή προσευχή
στη μέρα που σβήνει
και χάνεται ο ήλιος…..
32) συνομιλία με το ποίημα «Η Άννα που ήταν τρελή» της Ανν Σέξτον
Δος μου εκείνο το τριαντάφυλλο πάλι
που μου ψιθύριζε «Πάρε με μέσα σου.
Πάρε με. Πάρε.»
Και πάψε να φοβάσαι όπως κι οι γύρω μου
εμένα και το άλλο μου πρόσωπο…
εκείνο που μαρτυρά ένα «λοιμώδες νόσημα‘»…
Κι έλα πες μου..
Μήπως διατάραξα την ηθική σου υπόσταση;
Μα η ψυχή γέμισε άρωμα….
Μήπως σου έκλεψα την πολύτιμή σου ενέργεια;
Να σου χαρίσω ήθελα…
Έλα πες μου,
ή καλύτερα γράψε μου
από κει απ’ τα ξένα,
είναι τόσο μακριά για να σ’ ακούσω
γράψε μου.
«Άννα δεν είσαι τίποτα άλλο από στάχτες …»
Ναι, οι στάχτες που σκορπίστηκαν…
Ή μήπως μου το είπες
και δε θέλησα να το πιστέψω
γράψτο μου όμως θα είναι καλύτερα
ίσως έτσι καταφέρω να τις συμμαζέψω
μέσα σ’ ένα ξεχωριστό σταμνί
να τις κρατήσω σε περίοπτη θέση
για να θυμάμαι…ελυ.
33) Για έναν ήσυχο ύπνο
Εγώ είμαι νερομπογιά
έτσι δεν μου είπες;
να διαλύομαι με το πρώτο ψιλόβροχο
κι ύστερα να εξαφανίζομαι
ενώ εκείνη
με ανεξίτηλη μπογιά
να συναρμολογεί τα κομμάτια σου
και τα όνειρά σου…
όλα λοιπόν …για έναν ήσυχο ύπνο…
34) Λέξεις αγκάθια
Μέσα στα ρούχα μου γλιστρώ
με τo σημάδι απ’ το ταξίδι
κόκκινο τριαντάφυλλο
στο δέρμα κολλημένο
λέξεις αγκάθια το τέλος
να τρυπούν
να χάνει το κορμί το σχήμα του
τα μάτια που έβλεπαν όλη τη γη
να μοιάζουν
με λίμνη τυφλή
τυφλή να χύνεται αδιάκοπα
στο εκμαγείο
το έστησα με χέρια παιδικά
ανίδεος τεχνίτης χωρίς επιλογές
των υλικών
κι η ανάσα να νιώθει το τέλος
όπως δυο σύννεφα
στις άκρες του ουρανού…
35) συνομιλία με το τραγούδι je t’ aime … με τη Lara Fabian
Έλα να χορέψουμε πάλι
κι άσε το διάβολο να μας κοιτά…
Ξέρεις… άκουσε που σου εμπιστεύτηκα
τα μυστικά μου
τη σκέψη μου
τα χαμόγελα
τους χτύπους της καρδιάς μου…
και πόσο γρήγορα και δυνατά χτυπούσε
τότε σ’ εκείνο το χορό…
ζήλεψε και ρίχτηκε κατά πάνω μας
χαλάρωσαν τα χέρια σου
ξέφυγα απ’ τ’ αγκάλιασμά σου
κι έπεσα νεκρή στο πάτωμα
έμεινες άφωνος να με κοιτάς
κι ο διάβολος γελούσε..
Μόνο οι λέξεις μου μείναν απείραχτες
Ήταν βλέπεις γραμμένες με το αίμα μου…
36) Για σένα…Γιάννη μου
Λάμπει ένας ήλιος,
τα πόδια μου κρατάει γερά στη γη,
σκέψεις κι ελπίδα ζωντανεύουν
για σένα…
καλέ μου μια ευχή
να αγαπάς, να χαίρεσαι την ομορφιά,
το όνειρο να ζεις
Χίλια Χρόνια!!!
Τί άλλο είναι η ζωή!!…
37) Ο φόβος
Και τότε έσπασε στα δυο το ρόδι
τα χείλη βάψανε με έρωτα
έρωτα να μοιράζει την ψυχή
σ’ απέραντη απόσταση
λέξεις αιμάτινες σκορπίζονται
στ’ αστέρια να κρυφτούν
κι ένα σημάδι κόκκινο
στου γλάρου το φτερό
να πνίγει τη φωνή μες το λαιμό
και δάκρυα μες τ’ αυλάκι που κυλά ο χρόνος
κι ο φόβος να σκιάζει το φεγγάρι μας
μην το ληστέψουνε…
38)Φθινόπωρο… μια απάντηση
H λέξη αφουγκράζεται κομμένη ανάσα
αστραπή που χαράζει τη νύχτα στα δυο
θρηνεί τη σιωπή
αηδόνι που ξύπνησε τ’ όνειρο
κρυμμένο στου δέντρου τη ρίζα
λεκιάζει το πρόσχημα
φωνήεντα που αδειάσαν τον ήχο
φύλλα πεσμένα στην άκρη του δρόμου…
Δακρύζουν οι ώρες!!!
39) Η σιωπή
Μιλούσα και χόρευα τη σιωπή…
Τί γοητευτική που είστε είπε ο παρτεναίρ μου…
Κοιτούσα προς την έξοδο κινδύνου
σήμανε πυρκαγιά
εκείνος συνέχιζε να χορεύει μαζί μου
το βλέμμα του ήθελε να με κατασπαράξει
μέχρι που γέμισαν φως τα μάτια μου
η σιωπή με παρέσυρε
προς την έξοδο…
Εδώ θα μείνεις είπε κι άρχισε να φωτίζει μέσα μου
στιγμές πάνω απ’ το χρόνο
μου αρκούν, της λέω, με τα λόγια που πολύ καλά
εκείνη ξέρει να με ακούει..
Και τώρα πάλι εδώ μαζί της να πλανιόμαστε
στη χώρα του ποτέ και του… πότε…
40)Μου είπες
Τα ποιήματα γράφονται μόνα τους
Αρκεί το κόκκινο μελάνι
Όταν ο νους ταξιδεύει
Πέρα απ’ τους ορίζοντες..
41)«Ο σκύλος που γαύγιζε το φεγγάρι»
Άκουσε τώρα τούτο… για κείνο το παιδί θέλω να πω.
Κοιτούσε μέσα απ τον καθρέφτη
που κάποτε του χάρισες
κι ύστερα είπες, πως θα έπρεπε να μεγαλώσει
και ο καθρέφτης συμβιβάστηκε…
Έβγαλε τότε ουρλιαχτό πνιχτό
και τον κομμάτιασε…
ματώσανε τα δάχτυλα
καρφώθηκαν γυαλιά στο στήθος του
σαν το καλάμι λύγισε στο χώμα
και τ’όνειρο κρεμάστηκε μες τη σκιά του φεγγαριού…
Φύλλα του φθινοπώρου κίτρινα
σκεπάσαν το κορμί για να το κρύψουν…
Μονάχα ο σκύλος πλάϊ του γαύγιζε το φεγγάρι
τις μνήμες να κρατήσει ζωντανές…..
42)Έλα πάλι…
Εκεί που κάποιος θεός χαμογέλασε
Χρόνια δίσεκτα να σκεπάσει
Μη φανούν οι ρωγμές
Έλα πάλι..
Ίσως φυτρώσουν μενεξέδες του εφήμερου
είπες τότε πως σου άρεσαν
Τη σκουριά του χρόνου να κρύψουν
Έλα πάλι…
Ασημένιες οι λέξεις θα γίνουν
όσες έκρυψες στο μαξιλάρι
Στα μαλλιά να καρφώνουν αστέρια
Στην καρδιά τα λουλούδια…
43) Κύμα της θάλασσας
Κύμα της θάλασσας υποταγμένο
με την αγάπη
σαν πανσέληνο του Αυγούστου
στα ξέπλεκα μαλλιά γοργόνας
ταξιδεύει
μέσα από άλλες θάλασσες
δυο μάτια μάρτυρας
που κρύφτηκαν στου δέντρου μου τη ρίζα
κόκκινο αστέρι
καρφωμένο στο στήθος μου
τα κύτταρά σου αγγίζει
μέσα στου Χρόνου την αγνότητα
που αναζητά απωλεσθέντα…
44) Η γοργόνα
Πώς να μιλήσεις
είναι απέραντη η θάλασσα
ποιος να την εξαντλήσει
όμως κοιτούσα στο βυθό
κι ούτε ένα κοράλλι
τα άρπαξε η γοργόνα
τα ‘δεσε γύρω στο λαιμό
κι ύστερα μ’ ακολούθησε
όχι για να ρωτήσει
αν ζει ο Αλέξανδρος
μα να με προκαλέσει…
ναι …ζει κι είναι δικός μου, είπε
κι εγώ στεκόμουν στο κενό
κι η θάλασσα γελούσε…
45)Μεσάνυχτα…
Σκοτάδι γύρω μου
κι η μοναξιά με συντροφεύει.
Η σκέψη είναι μακρινή
σε άλλους παραλλήλους
κι ο ύπνος να μην έρχεται
να φέρει τη γαλήνη.
Και μένει ο χρόνος στη σκουριά
στο τίποτα να γέρνει
κατρακυλώντας σα νερό
μ’ ένα μαχαίρι
να κόβει ανάσες κι όνειρα.
46) Προσμονή
Σ’ αναζητώ
με εξαντλημένη υπομονή
όπως όταν
ανοίγεις την ομπρέλα σου
και λες, θα βρέξει τώρα
ενώ το σύννεφο ακόμα
βροχή δε φέρνει
Όπως όταν
κοιτάς το κοιμητήρι εκεί
στ’ αγνάντι του σπιτιού σου
να κλείνει αθόρυβα
κάθε μυστήριο του ανθρώπου…
Έτσι κι εγώ προσμένω
όμως εσύ σωπαίνεις…
47) συμβιβασμός
Το σύμπαν όλο μια σκηνή
με κάτοπτρα
να καθρεφτίζουνε την πάλη
μες το καλό και το κακό
και συ ανάμεσα
θεατρική φιγούρα
να ξεριζώνεις μάσκες
που κρύβανε καημούς
για την υπόσταση της ύπαρξής σου…
με μια λέξη μόνο απ τα χείλη
της σιωπής.
##
48) Τα συναισθήματα
Έφεραν ρούχο
να ντυθούν τα συναισθήματα
μα πριν προλάβουνε να το φορέσουν
τα μάζεψαν στην αγορά
με τα ξερόκλαδα.
Χρέος το είπαν αρχικά
κι ύστερα Ανάγκη…
κι ήρθανε μάγισσες πολλές
φωτιά να βάλουν
να ζεσταθούμε από την παγωνιά.
Κι εσύ ειρωνικά κοιτάς απ’ το παράθυρο…
Οι μάγισσες είναι στα παραμύθια σου …
.μην περιμένεις.. φώναξες
και βιαστικά το σφάλισες
μη σε πειράξει ο καπνός…
###
49)φως..
Είναι μέρα
στο φως όλα γίνονται διάφανα
κι ο πόνος δείχνει σεβασμό
εκείνο το πουλί που στάθηκε για λίγο
στο μπαλκόνι
θα φύγει σα νυχτώσει
για άλλες χώρες
μα το κορίτσι στο παράθυρο
θα περιμένει…
50) Η δίκη
Αν θάρθει η άνοιξη
τις νύχτες να φοβάσαι
το μαύρο κύμα σκορπίζεται αλύπητα
στη σκέψη σου
και γίνεσαι φονιάς
δέσμια οι αστυφύλακες σε περιμαζεύουν
σ’ ένα κελί..
εκεί θα μείνεις…κι η δίκη αργεί..
ποιος θα σε σώσει απ’ τον εαυτό σου.
51) χιών … σινδών
Άσπρο σεντόνι σκέπασε
ν’ αγνίσει απ’ τη σκουριά
τα ξεχασμένα φύλλα
σ’ έρημο δρόμο
χόρευε ο σκύλος μου
κόρφο σκοτεινό να γαληνέψει
στης προσμονής αγρύπνια….
52) Φθινόπωρο…
H λέξη αφουγκράζεται
κομμένη ανάσα
αστραπή που χαράζει
τη νύχτα στα δυο
θρηνεί τη σιωπή
αηδόνι που ξύπνησε
τ’ όνειρο
λεκιάζει η γνώση
φωνήεντα άδεια
σωρό από φύλλα πεσμένα
στην άκρη του δρόμου…
Δακρύζουν οι ώρες!!!Ελυ
#
53)Κατά συνθήκην ψεύδη
Με τα κατά συνθήκην ψεύδη,
καμωνόμαστε
τάχα πως δεν βλέπουμε,
τους ήχους δεν ακούμε
δεν ανασαίνουμε τα αρώματα
Οι γεύσεις άγευστες,
και ότι αγγίζουμε ξένο το νιώθουμε ….
Όλα σε λίστα αναμονής,
μέχρι να καταρρεύσουν οι συνθήκες
που η μοίρα θα ορίσει..…
54)Άδειες ώρες
Τις άδειες ώρες σχεδιάζω στο χαρτί
με χρώματα από χίμαιρες σε αγιασμένη θύμηση…
μέχρι να έρθεις
η ζωγραφιά ανεξίτηλη θα μένει
ίσως τα χρώματα λίγο ν’ αλλοιωθούν
κίβδηλη μουσική τρυπώνει απ’ το παράθυρο
μην παραξενευτείς ..
τί δάκρυα … τί έρωτες…
μεγάλωσες…μη νοιάζεσαι
μου είπες…
Θα βάλω όμως τα πράγματα σε τάξη
και θα κρατήσω μυστικά τις ώρες
στο κόκκινο άστρο
μ’ ένα λουλούδι ματωμένο συντροφιά
θα περιμένω..
και μη ρωτάς γιατί…
θα ξανάρθεις
τότε που το φεγγάρι θα βγαίνει
απ’ το πέλαγο
και θα φωνάξω στου βράχου τη ρωγμή
να ακούσουνε οι γλάροι μου
πως φύτρωσε ένα γιασεμί
στης γλώσσας σου την πύλη
με άρωμα και χάδι ηλιαχτίδας.