Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Έκδοση: Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη – Τζο Πάτση Μ.Ε.Π.Ε. | 2020
ISBN: 978-960-6696-82-4
Σελ. 352
Συμμετοχή με τα κείμενα:
ΣΑ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΡΟΔΙ
(Περίληψη)
Τρεις φοιτήτριες παιδικές φίλες από την επαρχία,
ζουν μαζί στα χρόνια της δικτατορίας στην Αθήνα.
Τη βραδιά της εξέγερσης του Πολυτεχνείου διαφο-
ροποιείται η ζωή της μιας, της Αγγελικής και εγκατα-
λείπει το φοιτητικό στέκι για μια νέα «μεγάλη ζωή»,
γεμάτη υποσχέσεις.
Η ζωή εξελίσσεται απρόβλεπτα. Ένας ανεμοστρό-
βιλος την παρασέρνει σε τρεις ηπείρους για είκο-
σι χρόνια, με μια κόρη χαμένη, που θα τη συναντή-
σει, γυναίκα πια, στην Αυστραλία και που θα σταθεί
αφορμή να ξανασμίξει εκεί με τις άλλες δυο φίλες,
τη Ζωή και τη Νεφέλη, που κι αυτών η ζωή έχει με-
ράδι από χαρές, λύπες και μοναξιά.
Το ταξίδι στην Αυστραλία που θα κάνουν κι οι άλ-
λες δυο φίλες, θα φέρει στην επιφάνεια τα βιώμα-
τα αλλά και τα συναισθήματα των μεταναστών πρώ-
της και δεύτερης γενιάς καθώς κι αυτών που μείνανε
πίσω στην πατρίδα, για να προσμένουν τον ερχομό
τους. Όλων αυτών που ζουν σε χρόνο παρακείμενο
ανάμεσα σε δύο πατρίδες και με την καρδιά χωρι-
σμένη στα δύο, σαν το σπασμένο ρόδι.
ΕΧΕΤΕ ΜΗΝΥΜΑ
Σαράντα βαθμοί Κελσίου κι είναι και μεσάνυχτα.
Χάλασε και το κλιματιστικό. Ο ύπνος αδύνατος. Ού-
τε ν’ αναπνεύσω, ούτε να διαβάσω. Να γράψω θέ-
λω, αδύνατο κι αυτό. Προσπαθώ ν’ αδειάσω το μυα-
λό μου. Τουλάχιστον να απομακρύνω σκέψεις. Απλά
να «είμαι. Σιγά -σιγά με βαθιές εισπνοές και παρα-
τεταμένες εκπνοές, καταδύομαι στις υπόγειες στοές
του «είναι» μου και με μάτια σφαλιστά κυλώ σε δια-
δρομές εσωτερικές.
Ένα «ον» χωρίς αίσθηση. Απλά «είμαι» Ώσπου ο
θόρυβος του κινητού μου με βγάζει έξω απ’ τη νέα
μου κατάσταση. Κοιτάζω ενοχλημένη το κινητό μου,
ενώ προσπαθώ να κατευνάσω την ξαφνική μου ταχυ-
παλμία. Έπρεπε να το είχα κλείσει. «Έχετε μήνυμα».
Τέτοια ώρα; Πατάω το πλήκτρο.
«Απόψε ο ήλιος μου, βούλιαξε στον ορίζοντα, σαν
κρίκος σε κουρτίνα παραθύρου κι άφησε τη νύχτα να
πέσει πάνω στη γειτονιά.»
Κάποιος απ’ τους φίλους μου, φαντάστηκα, που
όταν βρουν κάτι που τους αρέσει, μου το στέλνουν.
Ξέρουν ότι συγκινούμαι και χρειάζομαι τις διάφορες
σκέψεις για τα γραπτά μου. Όμως ο αποστολέας εί-
ναι άγνωστος….Ακόμα υπάρχουν ρομαντικοί. Σκέπτο-
μαι με κακεντρέχεια και ειρωνεία αυτοσαρκάζοντας
με τον κυνισμό μου. «Λάθος αποδέκτης». Απαντώ.
Καινούργιο μήνυμα, απολογητικό τώρα, με ευχαριστί-
ες και συγνώμη για την ακατάλληλη ώρα, με χαρα-
κτηρισμούς ευγένειας και ανθρωπισμού για το άτο-
μό μου. Ευαισθητοποιούμαι, ανταπαντώ με δικούς
μου χαρακτηρισμούς. Έπονται οι συστάσεις. «Από το
Ναύπλιο, με λένε Σέργιο… Είμαι τριάντα δύο χρονών.,
καθηγητής.. Το πνεύμα με γοητεύει…Κι εσείς…» «Από
Αθήνα, Ερατώ. Κι είμαι συγγραφέας». «Ετών;» «Ποια
ηλικία μου ζητάτε; Της αστυνομικής ταυτότητας ή αυ-
τής που αισθάνομαι; Λοιπόν. Είμαι διακοσίων χιλιά-
δων ετών και μιας ζωής ακόμα, νεανικής»
Έχει ξημερώσει. Το παιχνίδι τραβάει ακόμα, «επί
χρόνου ακμής». Γοητεύει. Κι εγώ μεταλλάσσομαι σε
καινούργια. Πετώ κοντά είκοσι χρόνια απ’ το ενεργητι-
κό μου και τον καληνυκτίζω μ’ ένα στίχο της Σαπφούς.
«Ήλθες καλ’ επόησας εγώ δέ σ’ εμαόμαν όν δ’
έφλυξας έμαν φρένα καιομέναν πόθω» και κλείνω το
κινητό!!
Δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Η συνομιλία με σύμ-
βολα από λάθος τεχνολογίας με έχει φέρει σε έκ-
σταση! Η συγγραφική μου συνείδηση, λέω όμως,
βρίσκεται σε διέγερση. Έτσι, θέλω να κρύψω την
όψιμη μου ερωτική διάθεση για τον φανταστικό από-
δέκτη νεαρής ηλικίας. Ζω μέσα σε παραισθητική κα-
τάσταση. Ανοίγω πάλι το κινητό. Το έχουν κατακλύσει
αναπάντητα μηνύματα. Θέλω να βάλω φρένο σ’ αυ-
τήν την κατρακύλα στις μέρες που ακολουθούν.
Κρύβω το κινητό μου. Το ξαναβρίσκω. Το κλεί-
νω. Το ξανανοίγω,. Ξεχνώ ποια είμαι πραγματικά. Θέ-
λω να πιστεύω, ότι ζω μια συγγραφική συναρπαστική
περιπέτεια. Θέλει να με γνωρίσει. Κι εγώ περισσό-
τερο, μα.. είμαι μια ώριμη γυναίκα. Δεν έκανα σα-
φή αναφορά στην ηλικία μου. Την υπαινίσσομαι όμως
αρκετές φορές. Εκείνος αδιαφορεί. «Δε μ’ ενδιαφέ-
ρει η ηλικία, θέλω να σε γνωρίσω.» Έχω εξαρτηθεί
απ’ τον οικείο μου αριθμό. Ερωτεύτηκα την τεχνο-
λογία!! Αδύνατον, καταρρέω. Κρατώ όμως το κινητό
μου τρυφερά, το κοιτώ με λατρεία. Νέο μήνυμα. «Εί-
μαι Αθήνα. Αύριο στις οκτώ στο καφέ του Ζόναρς.
Θα σε περιμένω. Επί τέλους θα σε δω».
Ετοιμάζομαι ολόκληρη την ημέρα. Μαλλιά, βαφή,
ανταύγειες, χτένισμα ελεύθερο, νεανικό. Δοκιμάζω
ρούχα. Καταλήγω σ’ ένα κομψό καφέ σεμιζιέ’ κι ένα
αέρινο, ολομέταξο φουλάρι με χρυσοκόκκινες απο-
χρώσεις. Μακιγιάρομαι προσεχτικά. Φορώ το υπο-
κριτικό μου χαμόγελο. Ζω το ρόλο μου, λέω. Είμαι η
ηρωίδα της καινούργιας μου «νουβέλας». Έχω τρακ.
Είναι η πρώτη μου φορά, που παίζω ρόλο πρωταγω-
νιστικό σε έργο δικό μου. Είμαι κατασκευασμένη για
τις ανάγκες της «νουβέλας» μου. Λίγο διαφωνώ με
το ντύσιμο. Θα με ήθελα με τζην κι ένα πουλόβερ.
Εκεί είμαι άνετη. Όμως η Ερατώ δεν είναι τόσο ατη-
μέλητη. Είναι ανυποχώρητη και αδιαφορεί ακόμα και
για το νεαρό της ηλικίας του αποψινού συνοδού της.
Θάλεγα, ξεκινάει με περιέργεια και ερωτική διάθεση
μαζί χωρίς να δίνει σημασία σε κοινωνικές προκατα-
λήψεις. Είναι σίγουρη, ότι θα του αρέσει.
Οκτώ και δέκα πέντε έξω από το καφέ. Σύμφω-
να με τις περιγραφές θα είναι ο νεαρός, που κάθεται
μόνος του κοιτώντας ανυπόμονα το ρολόγι του. Τον
παρατηρώ. Τώρα θα χτυπήσει το κινητό μου…λέω…
«Είμαι στο τραπέζι δεκατέσσερα. Έχω αδημονία.
Θέλω επί τέλους να σε δω. Πού είσαι;» Τί κούκλος,
Θεέ μου!! Τα πράσινα μάτια του κοιτούν απελπισμέ-
να, μια την είσοδο, μια το κινητό!
Τα μαζεμένα κατακάθια στα βάθη της ηλικίας μου,
έχουν βγει στην επιφάνεια. Για μια στιγμή μ’ έχουν
γεράσει και ξαφνικά σα να μπλέχτηκα μέσα σ’ αγρι-
όχορτα από συμβάσεις. Τα πόδια μου λυγίζουν. Κάνω
μεταβολή, κλείνω βιαστικά το κινητό μου και το πετώ
στα σκουπίδια!!!!
ΜΙΑ ΒΡΟΧΕΡΗ ΜΕΡΑ
«Να ζει κανείς ή να μη ζει;»
Αμπλετ- Σέκσπηρ
Το λεωφορείο είναι η καλύτερη λύση. Θα περπα-
τήσω λίγο μέχρι τη στάση, Άλλωστε έχω τόση ανά-
γκη και από λίγη κίνηση και από χαλάρωση! Εχτές
είχα κι άλλη επίπληξη απ’ τ’ αφεντικό. Πάλι αργή-
σατε κύριε Δημητρίου, αυτή τη φορά δε θα περά-
σει έτσι…, μου είπε με απειλητικό ύφος. Δεν εύρισκα
‘πάρκιν’ κύριε διευθυντά, συγνώμη, του απαντώ.
Ο καιρός είναι βροχερός σήμερα κι η στάση του
λεωφορείου κατάμεστη από κόσμο σε αναμονή. Στα
μάτια των περισσότερων βλέπεις την έκφραση αδη-
μονίας. Θ’ αργήσει πάλι, μουρμουρίζει η κυρία δίπλα
μου, ενώ κοιτά και ξανακοιτά το ρολόγι της με απελ-
πισία. Με «ζώνουνε τα φίδια». Μάλλον θα πρέπει να
μετακομίσω, σκέφτομαι, μα…η γυναίκα μου εργάζεται
κοντά στο σπίτι. Πώς θα μπορούσα να της προτεί-
νω κάτι τέτοιο.
Επί τέλους το λεωφορείο έρχεται. Μπαίνω με-
σα. Ούτε ένα άδειο κάθισμα. Μπαίνουν και όλοι αυτοί
που περίμεναν μαζί μου. Ασφυκτιώ. Ας είναι. Αρκεί
να πάω στην ώρα μου. Κρεμιέμαι απ’ τη χειρολαβή.
Η εισπνοή μικροβίων από αλλοδαπά και μη στόμα-
τα βιαστικών φουκαράδων, που δεν έχουν προλάβει
να φάνε κάτι για πρωινό, με εξουθενώνει. Καταφέρ-
νω να προσαρμοστώ στη δεδομένη κατάσταση αλλά-
ζοντας το αναπνευστικό μου σύστημα. Μόνο εκπνοή
ρυθμική. Τό ’χα μάθει παλιά στη γιόγκα… Αρκεί να
πάω στην ώρα μου!
Στο κάθισμα μπροστά μου δυο νεαρές – μάλλον
απροσδιόριστης ηλικίας -Φιλιπινέζες, μιλούν ακατά-
παυστα και δυνατά με το άχρωμο, μονότονο ιδίω-
μα τους. Η ηχητική απ’ τα φωνήεντα που εκφέρο-
νται παρατεταμένα, μου τρυπά την ακοή. Δίπλα μου,
δεξιά κι αριστερά μου, δυο Ουκρανές, μ’ έχουν στη
μέση, αναλύουν προφανώς τη ζωή τους, φαίνονται
θλιμμένες, μιλούν σχεδόν ταυτόχρονα με τα επα-
ναλαμβανόμενα σύμφωνα της γλωσσικής ιδιαιτερό-
τητας τους, που μου στέκονται κόμπος στο λαιμό.
Παραδίπλα τρεις Πακιστανοί με παρατηρούν εξετα-
στικά. ενώ γελούν σιωπηρά με διάπλατο χαμόγελο,
που αφήνει χαλασμένα δόντια να φανούν και κοιτούν
μια εμένα, μια τη χειρολαβή απ’ όπου κρεμιέμαι, σα
να θέλουν να μου πουν κάτι. Δεν είμαι ρατσιστής,
σκέφτομαι, μα ξεφυσάω να μην εισπνεύσω τις διά-
φορες οσμές και κλείνω τα μάτια. Αρκεί να φτάσω
στην ώρα μου!
Έξω βρέχει δυνατά. Κάποιο Ι.Χ. αυτοκίνητο χάνει
τον έλεγχο της πορείας του και κατευθύνεται προς
τα πάνω μας. Ο οδηγός του λεωφορείου για να απο-
φύγει τη σύγκρουση ξεφεύγει απ’ την ομαλή πο-
ρεία απότομα. Το αυτοκίνητο τραντάζεται προκαλώ-
ντας πανικό. Η χειρολαβή που κρεμιέμαι έχει κοπεί κι
εγώ βρίσκομαι σωριασμένος στα πόδια των Αλβανών
που στέκονταν πίσω μου. Τους κοπώ με απορία. Όλα
τα βλέμματα έχουν στραφεί επάνω μου κι εγώ παρα-
μένω εκεί ακίνητος. Κάτι έχω σπάσει! Βοηθήστε με,
λέω με πνιγμένη φωνή, δεν είμαι …ρατσιστής… Όλοι
μιλούν τώρα ταυτόχρονα γύρω μου σε ακατάληπτες
γλώσσες. Διάσπαρτοι πόνοι με κατακλύζουν. Το λεω-
φορείο είναι σταματημένο. Δεν μπορεί να προχωρή-
σει. Εγώ βογκάω. Κάποιος, δεν ξέρω πια τι εθνικότη-
τας, καλεί ασθενοφόρο απ’ το κινητό του. Δεν αργεί
να έρθει σφυρίζοντας με το χαρακτηριστικό του ήχο.
Δεν ξέρω πώς εχω βρεθεί μέσα σ’ αυτό. Κατευθύνε-
ται προς κεντρικό νοσοκομείο. Ίσως έτσι καταφέρω
τελικά να πάω γρηγορότερα στη δουλειά μου, σκέ-
φτομαι.
Κάταγμα στον αριστερό μου ώμο, είπαν, και διά-
σπαρτες θλάσεις μυών. Βάζουν τον ώμο μου σε νάρ-
θηκα. Μου κάνουν και παυσίπονη ένεση. Ευτυχώς,
αχρηστεύεται το αριστερό μου χέρι. Δεν θα παρε-
μποδίσει την εργασία μου.
Φεύγω. Παίρνω ταξί μαζί με το υπόλοιπο κου-
ράγιο μου. Φτάνω στην εταιρεία. Ενώ κατευθύνομαι
προς το γραφείο μου, πριν ακόμα προλάβω να φτά-
σω εκεί, με καλούν απ’ το λογιστήριο. Πηγαίνω. Τί
με θέλετε; ρωτώ. Έχετε απολυθεί , μου λέει η προϊ-
σταμένη. Μα…είχα ατύχημα, έχω χαρτί γιατρών, λέω.
Η απόλυση σας έχει γίνει από χτες. Μόλις φύγατε
το αφεντικό έδωσε εντολή…Προσπαθήσαμε να σας
βρούμε στο τηλέφωνο, αλλά δεν τα καταφέραμε. Λυ-
πάμαι πολύ κύριε Δημητριού, απαντά. Μου δίνει να
υπογράψω κάποια έγγραφα με την αποζημίωση που
δικαιούμαι…και φεύγω. Τα πόδια μου έχουν κοπεί. Τη-
λεφωνώ στη γυναίκα μου, έχει κλειστό το κινητό της.
Κάθομαι σ’ ένα καφέ-μπαρ, να πιω έναν καφέ, να συ-
νέλθω λίγο απ’ το σοκ. Ο ώμος μου πονάει. Παντού
πονάω. Θέλω να πάω σπίτι μου. Καλώ ένα ταξί. Οι
δρόμοι είναι ελεύθεροι τώρα. Σε δέκα λεπτά θα εί-
μαι στο σπίτι.
Παρά τη συντριβή μου, αναπνέω φυσιολογικά. Ο
αέρας απ’ το χώρο του ταξί, μπαίνει απρόσκοπτα
στα πνευμόνια μου. Τουλάχιστον ζω! Σκέφτομαι. Ο
ταξιντζής με παρατηρεί σ’ όλη τη διαδρομή απ’ τον
καθρέφτη. Φτάνουμε. Με ρωτάει αν θέλω βοήθεια.
Τα καταφέρνω, του απαντώ, ευτυχώς που δεν είμαι κι
αριστερόχειρας, αυτοσαρκάζομαι. Τον πληρώνω, φεύ-
γει. Βγάζω τα κλειδιά μου, μπαίνω μέσα στο σπίτι και
σωριάζομαι εξουθενωμένος σε μια καρέκλα πλάι στο
τραπέζι.
Πριν προλάβω να εκπνεύσω τον αέρα που έχει
κατακαθίσει μέσα μου από στόματα πολυεθνικά κι
άλλα πικρόχολα, το μάτι μου πέφτει σ’ ένα φάκελο
με το όνομα μου απ’ έξω, σε εμφανές σημείο όρθια
ακουμπισμένο στη φρουτιέρα του τραπεζιού. Το ανοί-
γω. Είναι τα γράμματα της γυναίκας μου. Με πληρο-
φορεί για το φευγιό της με κάποιο κολλητό μας φίλο
και.,.μ’ αποχαιρετά για πάντα.