
Intelligentsia
O κύκλος των ποιητών 02
Εκδόσεις Εντύποις | 2015
ISBN: 978-618-5019-36-5
Σελ. 190
Συμμετοχή με τα κείμενα:
Λάθε βιώσας
-Δες! Μια ρίζα είμαι
φύτρωσα
κάτω από μια πέτρα.
Γίνομαι πέτρα.. κύτταρα νεκρά
κι ένα κορμί στ’ αζήτητα.
Κομμάτια μόνο δόθηκαν
για παρακαταθήκη.
Εγγύηση αγάπης
έμεινε μόνο τ’ όνειρο
κι αυτό σε σκοτεινό υπόγειο.
Εκεί το βλέπω, που και που
μ’ ένα δικό μου φως.
Ακτινοβολεί…
-Κυρία, με ρώτησες
τότε που παραμόνευες στη σιωπή.
-Ποιά είναι αυτή η «άλλη»
δίπλα σου στου δειλινού το θάμπος;
-Σσ..σώπασε.. μη μιλάς, σου απαντώ,
μην ακουστούνε πράγματα
που δεν ταιριάζουν…
-Άνθρωπος.. «λάθε βιώσας» είναι..
Τα κατά συνθήκην ψεύδη
Αποδοχή για της ανυπαρξίας
την ύπαρξη
στης ακροβασίας το τεντωμένο
σκοινί.
Πώς αλλιώς θα επιδίδεται
η σκιά
σε αιωρούμενα γυμνάσματα
με το πρόσωπό μας στέρεο στου κατεστημένου
το οικοδόμημα;
Βουίζει στ’ αυτιά το «κατά συνθήκην».
Τρυπάει το στήθος.
Χάρτινη η καρδιά απλά να φαίνεται
σχήμα και χρώμα ανθρώπινο..
Κι ας αιμορραγεί…
Συνομιλία ..
Έκλεισα τα μάτια.. κι αφουγκράστηκα,
το χάδι της σκέψης έφερε εκείνο
το αναπάντεχο…
άγγιξε τα χείλη
το κορμί ρίγησε πάλι
θυσία στο «δαίμονά του»
προσμένω τον ταχυδρόμο, λέω… σκοτεινιάζει τόσο γρήγορα,
δεν τον βλέπω
θ’ ακούσω τα βήματά του όμως,
το γκρίζο αμάξι θα σφυρίξει,
το παιδί ντυμένο στα κόκκινα
θα χαμογελάσει
θ’ ανοίξει το παράθυρο στο στεναγμό σου
το ουρλιαχτό που’ χει τρυπώσει
στα φυλλοκάρδια
το κράτησα χθες βράδυ
μα, ήσουν σ’ άλλη ήπειρο
κι ο ταχυδρόμος άργησε
λίγες οι λέξεις που είπαμε
καθίσαμε μόνο στην ίδια πολυθρόνα
ν’ αφήσουμε χώρο στα καράβια
κι η σκόνη του χρόνου
σκορπίστηκε
σ’ ένα Σεπτέμβρη…
Περί πάρτης
Σε μια παρτίδα σκάκι
Χαμένη πατρίδα.
Ν’ ακονίζεις τα νύχια σου
στης ανημπόριας το στεναγμό κι η ξενιτιά αφιλόξενη.
Σώνεται μέρα τη μέρα το φως αναμετρήθηκα με αντοχές στεγνώσαν τα δάκρυα πετρώνουν τα αισθήματα.. ουδετερότητα.
Σα μέγγενη με σφίγγει.
Κι η προσμονή ανώφελη ξεπουλήθηκα.
Ολοι «περί πάρτης».
Το αστέρι….
Της κράτησε το χέρι,
τ’ αστέρι έκανε κύκλο γύρω μου
προσπέρασε και τον ακολούθησε
ήθελε να της το χαρίσει.
-Εσύ δε με χρειάζεσαι έχεις το δικό σου φως,
μου λέει το αστέρι
και στάθηκε κοντά της.
Το μαχαίρι βγήκε απ’ το θηκάρι του
καρφώθηκε εδώ
στο μέρος της καρδιάς.
Κι όμως το φως δε σβήστηκε
κατρακύλησε στο άλικο αίμα.
Εκείνος το μάζεψε με δειλία και θράσος
κι έβαψε τα μάγουλά της.
-Πρέπει να ζήσει, μου είπε,
αυτός είναι ο ρόλος μου!
Ο ΕΧΘΡΟΣ
Εναντιώθηκες σα μίλησα για μάσκα,
όχι… Εσύ δεν είσαι ικανός να τη φορέσεις
δε χωρά στο πρόσωπό σου
το βλέπω, είναι καθαρό σαν τις αποφάσεις σου
είχες διστάσει να μιλήσεις..
δεν είχες τη δύναμη
κι η δική μου αδυναμία σκίασε το βλέμμα εκείνο.
Το είδα . Εκεί λύγισα.
Κατρακύλησε το φεγγάρι τότε
η βουή άνοιξε καταρράχτες
τα δάκρυα ήταν
με κοίταξες αυστηρά.
Κοίτα, σου είπα, εκείνο το παιδί
έπαιζε με τ’ αστέρια,
λάθος κίνηση, ξεκάρφωσε το φεγγάρι.
Μα.. η λάμψη από το βλέμμα εκείνο είχε χαθεί.
Φοβήθηκα για το παιδί.
«Εχθρός» είπες
Κι αν μεγαλώσει;
Θαλασσινό
Σωρός πάνω στα βότσαλα
ηχούν οι τρύπιες λέξεις.
Φωλιάζουνε στα κύτταρα
είδωλα σε καθρέφτες.
Μνήμες που όσο και να θες
δεν το μπορείς να σβήσεις.
Βέλη αιχμηρά που μάτωσαν
το μέρος της καρδιάς
κι η θάλασσα ν’ απλώνεται
γύρω σου με τραγούδια.
Μα σούδεσαν τα μάτια σου
σφιχτά μ’ ένα μαντήλι
να σε κρατήσουν να μη δεις
αυτό που σου φορέσαν.
«Ένα πουκάμισο αδειανό».
Είδα εκείνην!
Την είδα να τρέχει να προλάβει τη ζωή.
Να εξωθεί το λιγνό κορμί της στον ανήφορο
η αναπνοή της βάραινε απ’ το χρόνο
λαχάνιαζε μα προχωρούσε βιαστική.
Ήθελε να προλάβει τη Ζωή..
Τις λέξεις, τις ώρες, τις στιγμές,
όλα της φώναζαν… τώρα…
αύριο θα είναι αργά.
Έκανε γοργά βήματα να ρουφήξει το χρόνο,
πίσω της έσβηνε η φωτεινή γραμμή.
Όλα γίνονταν σιωπή.
Την είδα ν’ αναζητά μια τελευταία αχτίδα
στο μουντό ορίζοντα φερμένη απ’ αλλού
με την άγρια λαχτάρα του αδοκίμαστου
να σκουπίζει βιαστικά ένα δάκρυ
μη φανεί ο πόνος στο σύντομο αύριο.
Την είδα με το βλέμμα αινιγματικό
να μετράει τους κάλπικους ήχους.
Την είδα να θρηνεί
το φως που χανόταν στη ρωγμή του σύννεφου
κι ένα παρτέρι μενεξέδες να μαραίνονται.
Ήθελε να προλάβει τη ζωή.
Την είδα…σας λέω…
εκεί που το μέλλον προσπερνούσε!
Στην Πανσέληνο
Ώρα της μακροθυμίας
κρέμασε το φεγγάρι χωρίς ίχνος έλεος απόψε,
κράτησε τους ταξιδιώτες αθρόα η παρουσία
κι η φωτεινή γραμμή
σχίζει τον ορίζοντα της μνήμης.
Νοητή σιωπή λογισμών
τρύπησε την καμπύλη του κόσμου από λέξεις
χορεύουν τ’ αστέρια εκεί καταμεσής τ’ απείρου,
κι η πύλη το αγέρι προσμένει
ν’ ανοίξει στον ξένο…
με τη δειλή συνήχηση των στίχων.