Intelligentsia
O κύκλος των ποιητών 03
Εκδόσεις Εντύποις | 2019
ISBN: 978-618-5300-26-5
Σελ. 270
Συμμετοχή με τα κείμενα:
Είμαστε….
Είμαστε οι τελευταίοι επισκέπτες
ενός ανεξερεύνητου τοπίου
εκεί, που φωλιάζει ο έρωτας κρυμμένος
μέσα από τα απάτητα σοκάκια
της ζωής μας…
Είμαστε κάποιοι διάττοντες αστέρες
χορεύουμε την ψυχή μας στην αβεβαιότητα
που αφήνει το χρόνο να κυλά αθόρυβα
μέσα απ’ τη ρυτίδα που χαράκτηκε
σαν αυλάκι στο μέτωπο…
Είμαστε οι ξένοι μέσα μας
εκείνοι, που ξένοι λογιστήκαμε
σαν αφεθήκαμε στην παιδική μας άγνοια
να παίζουμε στα ψέμματα, ερήμην μας
μες τις ζωές των άλλων …
Είμαστε οι σκιές μέσα στη νύχτα
προσμένουμε το ανέφικτο σαν σε ταινία τρόμου
δειλοί, κρυμμένοι μες τις αρετές μας
μ’ έναν εγωισμό, σημάδι της ζωής ατόφιο
που του θανάτου πέρασμα αφήνει.
Είμαστε τα σακατεμένα χέρια μας
που βάρυναν κρατώντας γύρω μας τα πράγματα
μόνο για μας
στο φόβο απ τα μελούμενα
κι εκείνα χάσανε την αγιότητά τους…
Είμαστε οι αιμάτινες σταγόνες
που κύλησαν απ’ την καρδιά και γίνανε
ποτάμι ορμητικό
όταν κρεμάσαμε τον πόνο
να κολυμπούν μες τη σιωπή τα δάκρυα…
Το δειλινό…
Απόψε το δειλινό έχει μια θλίψη για ότι αφήσαμε στη σιωπή…
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ένα πουλί μπήκε στο δωμάτιο
έκανε ένα γύρο στους τοίχους
και έπεσε νεκρό,
εκεί είχαμε πλαγιάσει μαζί να ονειρευτούμε,
μα τα όνειρα είχαν αποκοιμηθεί
γιατί δε θέλησες να μάθεις όλα, όσα υπήρχαν
ίσως και να μη μπόρεσες να τα διαβάσεις…
είχα χαράξει με τα δάχτυλα της βροχής στο χώμα
τις λέξεις για να τις δεις
σαν θα ξαναγύριζες…
θάταν η ώρα που ξορκίζει τις σκιές
με το φως απ’ τ’ αστέρι που ξεκρέμασες
τότε όλα θα ήταν στη θέση τους…
η γκρίζα οροσειρά που σ’ αγκαλιάζει
βγαίνοντας στο μπαλκόνι
ο σκύλος που γαυγίζει τους περαστικούς
η μανόλια που άνθισε στον κήπο
κι ένα κανάτι νερό στο περβάζι του παραθύρου
να ξεπλένει στιγμές στην προσμονή του ανέφικτου…
Μοίρα μου…
Θα έρθει τότε η Μοίρα
να αλλάξει τη γραμμή στην παλάμη
όταν θα έχουν συναινέσει οι καιροί
και το δριμύ σου βλέμμα
που τρυπά την αλήθεια κατάστηθα
σα ματωμένο παραμύθι,
θα γαληνέψει τα λεκιασμένα φύλλα
του φθινοπώρου
θα σωπάσουν οι λέξεις
μες τη βροχή θα κρατώ το καπέλλο μου
να μαζεύω σταγόνες
να ξεπλύνουν τη νύχτα…
κόκκινα θα βάψω τ’ αστέρια…
δε θα μαδήσω πια τη μαργαρίτα
στο μαξιλάρι μου θα την κρατήσω
στο όνειρο… σαν να ‘ναι
η πρώτη μέρα της άνοιξης.
Ο κύκνος
Σ’ένα αβέβαιο όνειρο φωνάζω
μ’ όλη τη δύναμη μου το όνομά σου
αίσθηση μακρινή και ακαθόριστη τότε μ’ αγγίζει
αγγίζει το γέλιο του θανάτου…
σε ένα χορό λικνιστικό λυγίζουν τα λευκά φτερά του κύκνου
μαύρα φτερά τον πνίγουν
κι ο χρόνος χάνεται…
Κι εσύ; Πες μου τώρα…
τώρα που γύρισα και πάλι εδώ
γιατί οι δρόμοι ερημώνουνε όπως παλιά;
Το ίδιο κτίριο στη γωνία να στεγάζει τους ηλικιωμένους
ασάλευτοι οι κορμοί των δέντρων
φλούδες σκληρές να πέφτουνε στο χώμα
κι ο σκυλλος με ανεμελιά να το ανιχνεύει…
Κρότος όμως ακούστηκε στους άδειους δρόμους
ξύπνησε από το λήθαργο η γυναίκα
χάηδεψε το κόκκινο τριαντάφυλλο
το απίθωσε στο στήθος της…
από μακριά ακούγεται η μουσική του Τσαϊκόφσκυ
λύνει τα μάγια κι ο χρόνος έδεσε τα χέρια του
τα όνειρα πια δε θα ξανακοιμηθούν…
κι οι χορευτές πετούν μαζί… αγκαλιασμένοι.
πετούν στον ουρανό….
Πίσω απ’ το τζάμι
Το τοπίο φαινόταν ξεκάθαρα
όλοι στη θέση τους δυο-δυο
οι συνδαιτημόνες να μοιράζουν το ψωμί
με χαμόγελα και αθώα πειράγματα
ν’ ακυρώνουν δάκρυα με μαχαίρι από λέξεις
κρυμμένες σαν το όρθιο φιλί να καρφώνουν
την κλειστή μοναξιά
που μετράει τα χνάρια του δρόμου
κι η ρωγμή απ’ το τζάμι
την κραυγή της σιωπής να αφήνει.
Πάλι μοιράστηκε κρασί
τα ποτήρια αδειάσαν
κι η στιγμή παραμόνευε να ξεπλύνει ενοχές…
μόνο τ’ όνειρο έμεινε να αντέχει το χρόνο
στη ζεστή παιδική αθωότητα.
Για την Ειρήνη
Αφουγκράσου… ένα ταξίδι στ’ όνειρο
που χάραξαν οι κόρες στους αιώνες
και στήθηκαν μαρμάρινες
για να κρατούν τις ομορφιές
με την κατάδυση στα βάθη μας,
να σβήνουν τις φωτιές κάθε επανάστασης
στα μάτια Αγίων σε Βυζαντινές εικόνες.
Αφουγκράσου… μες στις ρωγμές του έρωτα,
ορίζει τον παλμό της η ζωή
στην απεραντοσύνη της ασύνορα
τα σύνορα σπασμένο συρματόπλεγμα
κομμάτι γης ανάσα στα παιδιά του κόσμου
κι η ζεστασιά στα παγωμένα χέρια
μιας αγκαλιάς αγάπη, λίγο ψωμί.
Κι η ελπίδα στην καρδιά μια χούφτα αστέρια.
«Η δική μας πόλη»
Η δικαστική απόφαση ελήφθη
και «Ιησούν» και «Βαραβάν»…
Αλλιώς πως θα φιάξουμε αυτήν την πόλη;
Καλύτερη τη θέλουμε…
Κι ας είναι μέσα στη σιωπή
μόνο ένα χέρι αρκεί να μας κρατά.
Τα ρούχα στένεψαν τα μέλη
σαν σε κλοιό μας πνίγουν
μα κι αν ξεγυμνωθούμε;
Πάλι η γραμμένη καταδίκη ζητά ανατροπή
δεν είναι όλα ίσια κι όμοια
άρον..άρον … σταύρωσον…
κι αν τον σταυρώνουμε ανάξια
το Φως και το Σκοτάδι θα μας ακολουθεί
σ’ όλη τη γη θάναι μπροστά μας
λιθάρι στα θεμέλια της νέας πόλης…
Κι οι δρόμοι πάλι ίδιοι., τα σπίτια και οι γειτονιές
και τότε, πώς θ’ αλλάξουμε;
Τ’ ακούς Πόντιε Πιλάτε;
Για την Αννα…
Τώρα Άννα κλάψε… κλάψε
απόψε το φεγγάρι κρύφτηκε κι ας πρόσμενες
να βγει ξανά
του είπες ψέμματα για το χαμένο φως σου
κι ας μαρτυρούν τα μάτια σου αλήθειες
πήρες ένα κερί και μόνο ένα σπίρτο
που χάθηκε μες το σκοτάδι
και πήγες προς την οικειότητα
μα κάνει τόσο κρύο
άδειάσαν όλα μες το σπίτι
ακόμα κι η σελίδα του βιβλίου σου
κι απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο μπάζει η σιωπή
το λεηλάτησε ο διαρρήκτης ανελέητα
πριν λίγες μέρες.
Εκείνος με το γλυκό οικείο βλέμμα
που σου κράτησε το χέρι
και του έψησες καφέ
κι ύστερα
φορτώθηκε όλη την οικοσκευή σου
κι έφυγε…
τόσο μικροί κι οι φράχτες…
θα μπούνε μέσα οι εφιάλτες…
έμεινε αμίλητος κι ο σκύλλος σου
κι αυτός κουνούσε την ουρά του
με τόσα χάδια του.
Κι η αντοχή να βγεί η αλήθεια σ’ ένα ποίημα
μόνο για έναν, μόνο για σένα … αναγνώστη
εσύ… που νιώθεις της σιωπής το κλάμμα
ναι… κλάψε, κλάψε Άννα …
«Ο σκύλλος που γαύγιζε το φεγγάρι»
Ακούσε τώρα τούτο…
Για κείνο το παιδί θέλω να πω.
Κοιτούσε μέσα απ τον καθρέφτη
που κάποτε του χάρισες
κι ύστερα είπες, πως θα έπρεπε να μεγαλώσει
και ο καθρέφτης συμβιβάστηκε…
Έβγαλε τότε ουρλιαχτό πνιχτό
και τον κομμάτιασε…
ματώσανε τα δάχτυλα
καρφώθηκαν γυαλιά στο στήθος του
σαν το καλάμι λύγισε στο χώμα
και τ’όνειρο κρεμάστηκε μες τη σκιά του φεγγαριού…
Φύλλα του φθινοπώρου κίτρινα
σκεπάσαν το κορμί για να το κρύψουν…
Μονάχα ο σκύλλος πλάϊ του γαύγιζε το φεγγάρι
τις μνήμες να κρατήσει ζωντανές.
Ο άνεμος….
Οι φίλοι οι δικοί μου οι παλιοί ήτανε δέντρα
δέντρα που με κρατούσαν στα κλαδιά τους
χωρίς κανένα αγέρι να τους τρομάζει.
Μέχρι που ένας άνεμος από αλλού φερμένος
μ’ άρπαξε μες στη δίνη του, με πήγε μακριά
σε θάλασσα απέραντη μ’ άφησε μόνη.
Είδα «σεντέφια και κοράλια» στο βυθό
όσα δεν είχα δει ποτέ μου
και η ψυχή μου ακροβατούσε
μ’ αχτίδες ήλιου,
ανάμεσα σε σύννεφα και παγωνιά.
Μέχρι που κι από εκεί νοστάλγησε
σε ήρεμα κλαδιά να ξαποστάσει.
-φίλε δωσ’ μου το χέρι σου… τί κρύο…
Αγαπημένα δέντρα,
πάντα προσμένανε να μ’ αγκαλιάσουν
στη σκιά τους…
Κι όταν τ’ αντίκρυσα ξανά
ο άνεμος αυτός πάλι σφυροκοπούσε
με μια μανία εντός μου!