Μενεξέδες εφήμερη ομορφιά

Μενεξέδες εφήμερη ομορφιά

Επιλογές λογοτεχνικού διαγωνισμού

Εκδόσεις Κηφισιά | 2009

ISBN: 978-960-89176-2-0

Σελ. 108

 

Συμμετοχή με τα κείμενα:

 

Άσε με, να σε λέω… μενεξελιά!!

«Εκείνη την ημέρα η κυρία Νταλλογουέι αποφάσισε ν’ αγοράσει τα λουλούδια μόνη της.» Η φράση αυτή της Βιρτζίνια Γουλφ μου ήρθε στο νου, όταν η κυρία Πιερίδου, η γυναίκα μου, η Ναταλία, μου είπε το πρωί που έφευγα από το σπίτι, ότι θα αγόραζε τα λουλούδια μόνη της, δηλαδή μόνο μενεξέδες. Τους είχε παραγγείλει, είπε, από τον ανθοπώλη της λαϊκής. Ήθελε να στολίσει το σαλόνι της για τη δεξίωση που ετοίμαζε να κάνει μετά τη μεθαυριανή μου επιστροφή από τα Γιάννενα. Σκοπός της να με τιμήσει, λέει, για τη διάλεξη που θα κάνω στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων σχετικά με τους Βαλκανικούς πολέμους και επίκεντρο το Μπιζάνι, μια και πλησιάζει η επέτειος της πτώσης του.
Ευκαιρίες ζητά η Ναταλία ν’ ανοίγει το σπιτικό μας και να καλεί συναδέλφους μου απ’ το Πανεπιστήμιο. Λαμπερές βραδιές, λαμπερή κι ίδια, οικειοποιείται τη «δόξα» μου με το να ασκεί τη μαγειρική της τέχνη με τα απαράμιλλα «καναπέ», τα «σουφλέ» της κι άλλες σπεσιαλιτέ Παριζιάνικες, τη σαμπάνια να ρέει και με τα καινούργια μοντελάκια της να γλιστρά ανάμεσα στις άλλες λαμπυρίζουσες κυρίες συναδέλφων, με χαμόγελα, κουβεντούλες και… κοινωνικά σχόλια.
Συνήθισα πια το κλίμα το «κοινωνικό» της Ναταλίας. Κι ακολου­θώ.
Το λεωφορείο θα ξεκινήσει σε μισή ώρα. Ήρθα νωρίτερα. Βρίσκω το κάθισμά μου κι αράζω. Τα καινούργια λεωφορεία είναι πολύ άνετα. Το ταξίδι σ’ αυτά με χαλαρώνει. Κάθομαι αναπαυτικά. Κάνω ανασκόπηση της καθημερινότητάς μου κι επικεντρώνομαι στην ομιλία μου. Σαν ταινία κινηματογραφική ξετυλίγεται η πορεία της εργασίας μου που θα εκφωνήσω αύριο το απόγευμα. Τελικά ήταν ευρηματική η προσθήκη των επιστολών του Κώστα Τσιριγώτη που μου έστειλε ο σύλλογος των αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων. Η αναφορά μου σ’ αυτές δίνει κάποια συναισθηματική χροιά στην ομιλία. Η ιστορική μου συνείδηση, λοιπόν, πήρε φωτιά, ιδιαίτερα μ’ εκείνη την επιστολή τη μοναδική, που σαν τη διαβάζω μ’ ανατριχιάζει.
«Μπιζάνι 14 Φεβρουάριου 1913
Αδελφέ,
……………………………
Σας αποστέλλω μενεξέδες από το Μπιζάνι, αφού δεν δύνασθε να το πλησιάσετε, συλλεγέντες υπό τα πυρά του πυροβολι­κού…………………………………
Έχομεν πικρίας εδώ, αλλά και απόλαυσες. Την αεροθεραπείαν και τας διασκεδάσεις δι ασμάτων τετραφωνίας και βαρκαρό­λας…………………………………………………………………………….
Κωστής».
Η σκέψη μου παραπαίει ανάμεσα στους μενεξέδες απ’ το Μπιζάνι και απ’ το σαλόνι της Ναταλίας. Νιώθω έντονα την ιεροσυλία μ’ αυτό το συσχετισμό. Μα και πώς να την αποτρέψω… σκέφτομαι φωναχτά.
– Είπατε κάτι;
Με ρωτάει η κοπέλα δίπλα μου. Φαίνεται, ότι μόλις έχει καθίσει. Απορροφημένος από τις σκέψεις και τους συνειρμούς δεν την αντιλήφθηκα. Την κοιτάζω και μου δίνει την εντύπωση ότι είναι περικυ­κλωμένη από μενεξέδες. Τα μάτια μενεξεδιά. Ένα μακρύ κασκόλ, εσάρπα μάλλον, στις αποχρώσεις του μενεξέ είναι τυλιγμένο ανάλαφρα στους ώμους της και στερεωμένο μ’ ένα μπουκέτο από ζωντανούς μενεξέδες. Την κοιτώ άφωνος. Μήπως… έχω παραισθήσεις; Συ­νέρχομαι γρήγορα όμως.
– Αχ!!! Παραμιλάω, συγχωρέστε με. Πού πάτε;
– Στα Γιάννενα! Εσείς;
– Κι εγώ… Τόσοι μενεξέδες! Της λέω απροκάλυπτα, ενώ εκείνη κάνει μια φιλάρεσκη κίνηση ανεμίζοντας την ελεύθερη άκρη της μα­κριάς εσάρπας της.
– Σας αρέσουν και σας οι μενεξέδες; Με ρωτά χαδιάρικα, αλλά με απόλυτα φυσικό κι ανέμελο ύφος.
– Αχ! Και να’ ξερες, της λέω και χωρίς καν να το σκεφτώ της αναφέρω το γράμμα εκείνο, που έχω παρεμβάλει στη διάλεξή μου με τους μενεξέδες απ’ το Μπιζάνι.
– Α… ώστε εσείς είστε ο ομιλητής στην εκδήλωση του Πανεπιστη­μίου… Αν θυμάμαι καλά είστε ο καθηγητής της ιστορίας Μάριος Πιερίδης, ή… κάνω λάθος; Είμαι… ξέρετε μεταπτυχιακή φοιτήτρια εκεί. Το όνομά σας είναι πολύ γνωστό. Με λένε Ιοκάστη!
– Δεν κάνεις λάθος! Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Γοητευμένος θα’ λεγα… ανάμεσα σε… τόσους μενεξέδες. Το λέει και τ’ όνομά σου άλλωστε. «Η ωραία ως το ίον», της λέω αληθινά συγκινημένος.
Εκείνη συνεχίζει να μιλά με θαυμασμό γι αυτά που ξέρει σχετικά με το άτομό μου. Τώρα πώς γίνεται, λέει, να συνυπάρχουν το πνεύμα της ωριμότητας με τέτοια γοητεία και σχεδόν νεανική ομορφιά, δεν το “χε ποτέ της φανταστεί.
Με αναστατώνει αυτό το άκουσμα. Μια οικειότητα απέναντι της εντελώς αντιφατική με τη συνηθισμένη μου συμπεριφορά έξαφνα με κατακλύζει. Η Ιοκάστη μιλά ασταμάτητα για χίλια δυο πράγματα. Με συναρπάζει. Κι είναι σα να τη γνωρίζω χρόνια. Περισσότερο κι απ’ τη Ναταλία. Πώς ταιριάζουν σ’ αυτήν οι μενεξέδες! Σε αντίφαση με το εγχείρημα της γυναίκας μου να ντύσει ασορτί το σαλόνι μας με το επίκεντρο της ομιλίας μου.
– Άφησέ με να σε λέω Μενεξελιά…
– Μ’ αρέσει, μου λέει κοιτώντας με ίσια στα μάτια με μια λάμψη ερωτική. Έτσι με φώναζε κι ο πατέρας μου Μα… τώρα εκείνος… έφυγε… για… το μεγάλο ταξίδι. Όμως, λίγο πριν φύγει μου απόσπασε την υπόσχεση, πως θα φροντίζω πάντα τους μενεξέδες του… Ξέρεις… μένουμε σ’ ένα σπίτι στην Κηφισιά, απ’ τα παλιά τ’ αρχοντικά, τα πρώτα σπίτια που έγιναν μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Είχε γύρω του πολλά στρέμματα γης που καλλιεργούνταν. Δέντρα πανύψηλα, κηπευτικά, σιτηρά… Υπήρχε κι ένα ολόκληρο στρέμμα που το καλλιεργούσαν με μενεξέδες. Τώρα απ’ όλη εκείνη την ομορφιά, απέμεινε ένας μικρός κήπος που ακόμα είναι γεμάτος μενεξέδες. Αυτή είναι η κληρονομιά μου κι η υπόσχεσή μου. Θα έρθεις κάποτε να τους δεις;
Η Ναταλία κι οι ρηχές δεξιώσεις της έχουν ξεχαστεί. Είμαι ολότελα δοσμένος στη Μενεξελιά τώρα. Παρασύρομαι σε χίλιες δυο συζητήσεις, αναλύσεις στη σφαίρα την επιστημονική, αλλά και γύρω από βιώματα και συναισθηματισμούς. Το ταξίδι ακόμα αργεί. Την παρατηρώ πιο ουσιαστικά τώρα. Φαίνεται κουρασμένη.
– Κλείσε λίγο τα μάτια σου, της λέω στοργικά. Κι υπάκουα τα βλέ­φαρά της χαμηλώνουν.Έχει γείρει στον ώμο μου. Η ανάσα της ερε­θιστική δε μ’ αφήνει να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω της. Είναι όμορφη. Πολύ όμορφη. Της χαϊδεύω απαλά το χέρι. Η λινομέταξη εσάρπα της με τις αποχρώσεις του μενεξέ έχει ξετυλιχτεί απ’ τους ώμους της κι η άκρη της σέρνεται στο δάπεδο του λεωφορείου. Τη σηκώνω προσεχτικά και της σκεπάζω το στήθος, που άθελά μου αγγίζω. Ριγώ ολόκληρος.
Δε θέλω τώρα να σκέφτομαι τίποτα. Μόνο να αφήνομαι στην αί­σθηση. Ο χρόνος έχει σταθεί τώρα εδώ. Σ’ έναν κάμπο μενεξέδες…
Κοιτώ για μια στιγμή το ρολόγι μου. Πλησιάζουμε. Η αίσθηση του «τέλους» με πνίγει. Οι καρφιτσωμένοι τόσο έντεχνα μενεξέδες στην μια άκρη της εσάρπας της έχουν χάσει λίγη απ’ τη ζωντάνια τους. Ίσως κι έτσι να νομίζω…
– Κοντεύουμε, ξύπνα της λέω τρυφερά. Εκείνη χαμογελά με νωχελικό ύφος.
– Δε θα χαθούμε όμως, ε… Άλλωστε θα έρθω να ακούσω την ομιλία σου. Φυσικά κι εσύ, στο σπίτι της Κηφισιάς.
– Φτάνουμε στα Γιάννενα. Παίρνουμε ταξί, την αφήνω στο σπίτι της και προχωρώ για το ξενοδοχείο μου. Καθώς μπαίνω στο δωμάτιό μου το τηλέφωνο χτυπά. Είναι η Ναταλία. Θέλει να μάθει αν έφτασα καλά… Όλα καλά της λέω, μα είμαι λίγο κουρασμένος.Ήταν μεγάλο το ταξίδι, θα φάω κάτι και θα κοιμηθώ. Καληνύχτα.
– Η διάθεσή μου τώρα δεν είναι καλή. Η σκέψη μου τριγυρνά στη Μενεξελιά. Έπρεπε να της ζητήσω άμεση συνάντηση. Μα πώς!! Είναι νέα κοπέλα κι εγώ… κοντεύω τα πενήντα και μ’ ένα γάμο είκοσι χρόνων στο ενεργητικό μου. Τι κι αν δεν έχουμε παιδιά! Η ζωή μας έχει πάρει αυτήν τη ρότα. Πανεπιστήμιο, μελέτη, έρευνες, οι φοιτητές… παιδιά μου όλα κι οι… δεξιώσεις της Ναταλίας για το αλατοπίπερο. Κι η Μενεξελιά… τώρα να μου υπενθυμίζει, πως η ζωή που έχω κατακτήσει, πόσο είναι άχαρη. Το γελαστό και ζεστό βλέμμα της μου στοιχειώνει τον ύπνο, θέλω να βγω, να πάω να τη βρω. Ξέρω που μένει… Όμως οι συμβάσεις όλων αυτών των χρόνων μ’ εμποδίζουν.
– Το ξημέρωμα με βρίσκει ακόμα να δίνω επώδυνες μάχες αυτο­συγκράτησης. Μια τελική αναμέτρηση με το λόγο που πρόκειται να εκφωνήσω είναι ότι χρειάζεται για να βάλω σε τάξη τον εαυτό μου. Οι συναντήσεις με τους άλλους καθηγητές και τον πρύτανη με έχουν λίγο αποσπάσει. Όλοι περιμένουν το βράδυ. Αν έχω τρακ; Όχι βέβαια. Για να είμαι ειλικρινής έχω μια εμμονή με τους μενεξέδες… Είπε θα έρθει, θα την ξεχωρίσω ανάμεσα στο ακροατήριο. Κι αν… συνεχιστεί αυτή η βουβή έλξη… κι αν… με τον αυθορμητισμό της ηλικίας και του χαρακτήρα της αφεθώ… τότε αυτοί οι δυο δια­φορετικοί κόσμοι, πώς θα ξεπεράσουν τις αποστάσεις που ο χρόνος κι οι συμβάσεις έχουν θέσει; θα μπορούσα άραγε να αποπνέω σε­ξουαλική έλξη σ’ ένα πρόσωπο, που θα ήταν δυνατό να είναι… κόρη μου… Ας επικεντρωθώ λοιπόν στην ομιλία μου κι ας αποτρέψω τον εαυτό μου από το να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις για δήθεν… θελκτικότητά μου και… νεανικότητα.
Η ομιλία κρατά μια ολόκληρη ώρα. Το ακροατήριό μου ένθερμο παρακολουθεί. Σχεδόν τελειώνω. Τώρα παραθέτω και την τελευταία επιστολή του Κωνσταντίνου Τσιριγώτη.
«Μπιζάνι, 14 Φεβρουάριου 1913
Αδερφέ,……………………………………..
Σας αποστέλλω μενεξέδες από το Μπιζάνι,……….. συλλεγέντες υπό τα πυρά του πυροβολικού……………………………………………………..Έχομεν εδώ πικρίας και απόλαυσες…………………………….

…… δι ασμάτων τετραφωνίας και βαρκαρόλας……………………..
……………………………………………………………………………………………
Κωστής»
«Η λεβεντιά, ο ηρωισμός, τα κρύα κι οι κακουχίες, οι οβίδες και ο χαλασμός γίνονται ένα με τους μενεξέδες, την όπερα, τις βαρκα­ρόλες……….Το πεδίο θανάτου μετατρέπεται σε πρότυπο ζωής. Είναι
το όραμα της λευτεριάς των σκλαβωμένων αδελφών που όλα τα ομορφαίνει….»…
……………………………………………………………………………………………………………………
………….
«Ο διοικητής του 3ου τάγματος του 7ου συντάγματος πεζικού, ταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσιριγώτης, έπεσε μαχόμενος την ελευ­θερίαν της Μακεδονίας στην Τζουμαγιά την 17ην Ιουλίου 1913.»
………………………………………………………………………………………………………………………
………………

«Από τότε στην Τζουμαγιά ανθίζουν κάθε Γενάρη χιλιάδες μενεξέδες και τις παγωμένες νυχτιές ο άνεμος σιγομουρμουρίζει άσματα τε­τραφωνίας και βαρκαρόλας».
Η ομιλία έτυχε θερμής αποδοχής. Η Μενεξελιά μου βουρκωμένη με παρακολουθεί. Είναι σαν να απευθύνομαι σ’ αυτήν, μόνο σ’ αυτήν. Νομίζω το ένιωσε.
  Έρχεται να με συγχαρεί τελευταία απ’ όλους. Και πώς την περίμενα. Με φιλά σταυρωτά.
  – Θα με συνοδεύσεις απόψε! Έτσι δεν είναι; Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, πάλι παίρνει το λόγο.
  Σαν εκπρόσωπος των μεταπτυχιακών φοιτητών του Ιστορικού Τμήματος, σου έχουμε διοργανώσει μια γιορτή… έκπληξη. Είσαι λοιπόν ο επίτιμος καλεσμένος μου… λέει και προπορεύεται, σχεδόν τραβώντας με από το χέρι, ενώ το μικρό μπουκετάκι με τους μενεξέδες έχει κυλήσει απ’ την εσάρπα της στο πάτωμα. Με το άλλο χέρι το ανασηκώνω, δε με βλέπει, μαραμένοι πια οι μενεξέδες, τους ρίχνω φευγαλέα ματιά, τους βάζω βιαστικά στην τσέπη του σακακιού μου, σκουπίζω αδέξια τα μάτια μου και την ακολουθώ.

Κριτικές - Δημοσιεύματα