Σύγχρονοι Έλληνες Ποιητές
Έκδοση: Όμιλος για την UNESCO τεχνών λόγου και επιστημών Ελλάδος | 2015
ISBN: 978-618-82061-0-6
Σελ. 414
Συμμετοχή με τα κείμενα:
Εσύ ποίηση
Εσύ, εσύ μας ταξιδεύεις
σ’ ονειρικά πελάγη λογισμών
μέσ’ στης χλαμύδας τις πτυχές από λινό
μιας νέας κόρης
αλαφροπάτητης μέσ’ στους αιώνες
της σιωπής.
Εσύ, σ’ αγάλματα Ρωμαϊκά
που ζωντανεύουν δάκρυα στης ομορφιάς
τ’ αντίκρυσμα
για το αξεπέραστο που σκάλισε φωτιά και επανάσταση
σ’ αιμάτινες τοιχογραφίες αγίων
ζωή το είπαν.
Εσύ, στην κάθε αμαρτία μας που ανοίγεις πόρτες
ήχους κρυμμένους σε καθρέφτες
φλέγόμενο σκοινί
μέσ’ στην καρποφορία των σωμάτων…
φως θεϊκό ανάμεσά μας
συντρόφεψέ μας.
Εσύ, σε μιας στιγμής απόγνωση
μέσα στο αβέβαιο της ζωής μας
κράτα απαλά το όνειρο
που άπλωσε ό έρωτας ανάμεσα στα σύννεφα,
τη μέθη του,
και στόλισε με άνθη το κορμί μας…
Εσύ ποίηση… μόνον εσύ…
Μείνε…
Κι εκεί που στάθηκα να ονειρευτώ
δεν είδα παρά το αρνητικό του εαυτού μου.
Καμιά φορά τα όνειρα μ’ εχθρεύονται…
Μα ήταν μόνο η στιγμή που το φεγγάρι ξεκρεμάστηκε
και με έθαψε μέσ’ στη ρωγμή του χρόνου
με δάκρυα καταρράχτες
ο πόνος έκανε γιορτή
κι εσύ κοιτάς το άπειρο και τρέχεις.
Μη σε παρακαλώ,
μη φύγεις απ’ το φως του φεγγαριού…
μείνε εκεί… μείνε κοντά μου…
Ακόμα κι αν αυτό πάλι κατρακυλήσει.
Σ’ ένα σταθμό…
Και το τρένο περνούσε
άφηνε όνειρα
σ’ ένα παγκάκι του σταθμού
απλωμένα.
Κι ένα φιλί
βουλιάζει χωρίς όνομα
στο ποτέ και στο πότε ανάμεσα
οι λέξεις
σέρνονταν στις ράγες.
Ματώσανε.
Χαράχτηκε η σάρκα εκεί
καρφωμένη
περιδιαβάζοντας την ουτοπία.
Κατανόηση
Το «πέτρινο καράβι» μου
αλέθουν οι μυλόπετρες του χρόνου
σε πυρωμένη σκόνη,
στιγμές στο ψήλωμα του νου
Φως και φρενίτις ζήλειας
για πανωφόρι κατανόησης.
Δεισδαιμόνα! Μοιραία αυγή!
Ξέρω, να με πονέσεις θέλεις.
Νύχτα που κλέβει τις ψυχές,
έτσι με είδες,
μα αίμα κυλάει κόκκινο
βάφει ανεξίτηλα το σχήμα μου
μέσα στις μνήμες…
Και περιμέναν τα μαχαίρια
σαν το καρτερικό φιλί
της άνομης πορείας
μέσα από δρόμους κακοτράχαλους.
Σαν την όρθια λέξη
της προδοσίας
μάτια χαμηλωμένα
να μετρούν ξεθωριασμένα όνειρα
κι ο θάνατος
με μάσκα έρωτα να περιπαίζει
Τα μηνύματα…
Χάρτινος ο θάνατος
με περικυκλώνει
κοιτά τα μηνύματά μου και γελά.
Με περιπαίζει…
πετά πέτρες στην καρδιά μου,
τη συρρικνώνει
κι εκείνη αιμορραγεί.
Έλα! Δώσ’ μου το χέρι σου…
Τα γόνατά μου λύγισαν…
Κράτα με!
Η νύχτα ετούτη γεμάτη αστραπές
φοβάμαι! Δες…
Εκείνος ατάραχος
στέλνει ανατριχιαστικό αντίλαλο
από την άλλη άκρη της γης
τρυπά τ’ αυτιά μου,
αγκαθωτό σύρμα γύρω απ’ την καρδιά
το γέλιο του.
Άφησέ την ήσυχη…
Του φωνάζω
κι η φωνή μου πνίγεται.
Κι εσύ;
Πού είσαι; Δε μ’ ακούς;
Σ’ εκείνην…
Σεργιάνησα απόψε με τη νεκρή μου φίλη
στεκόταν δίπλα μου βουβή με τις χιλιάδες λέξεις
πλημμύριζε ο αέρας λιβάνι κι ευωδιές
απόηχο του γέλιου μας του ξεχασμένου
σαν λίγο – λίγο χάνονταν
μέσ’ στη στυφή ομίχλη του θανάτου.
Σεριάνησα απόψε με την καλή μου φίλη
ήταν στο στήθος τρυπημένη μ’ ένα γαλάζιο φως
κάτι από ουρανό που τη διαπερνούσε
κοίταξα τότε μια το φως μια τη ματιά της
είχανε, λες, το ίδιο χρώμα
σαν το φεγγάρι κατρακύλαγε αργά.
Σεριάνησα κι απόψε με τη νεκρή μου φίλη
καρφώνονταν τ’ αστέρια μέσ’ στις ξανθές της μπούκλες
και μουσική γητειάς πλανιόταν στον αιθέρα
κρατιόμουν απ’ το χέρι της… σφιχτά.
Τότε μου χάιδεψε τη λύπη κι είπε, φύγε!
Ο ματισμένος δρόμος σου θ’ ανοίξει!